Τα τελευταία περίπου 10 χρόνια που δημοσιεύω άρθρα μου στο διαδίκτυο, ένα από τα πιο “τρομακτικά” πράγματα που έχω βιώσει προσωπικά, και πιθανότατα και πολλοί άλλοι όπως εγώ, είναι αυτή η “ευπάθεια”, η ευαλωτότητα που έρχεται μαζί με τη δημόσια δημοσίευση περιεχομένου στο διαδίκτυο.

Με την ευκολία και την προσβασιμότητα του διαδικτύου, οποιοσδήποτε από οπουδήποτε στον κόσμο έχει τη δυνατότητα να διαβάσει και να απαντήσει στα άρθρα μας ανά πάσα στιγμή. Φυσικά, είναι πάντα υπέροχο να διαβάζουμε τις θετικές, αναζωογονητικές και ενθαρρυντικές απαντήσεις από το κοινό μας και να βλέπουμε ότι μας ακολουθούν άτομα που ποτέ δε μας γνώριζαν, αλλά μας εκτιμούν. Ωστόσο, αυτές οι απαντήσεις συχνά επισκιάζονται από μία μόνο αρνητική απάντηση. Για μένα, ευτυχώς, αυτό δε συμβαίνει συχνά. Συμβαίνει, όμως.

Το να γράφουμε για τα δρώμενα της πόλης μας, όπου αναγκαζόμαστε να εκτεθούμε και να να πάρουμε θέση και σε δύσκολα, επίμαχα ζητήματα, ειδικά σε μια μικρή πόλη όπως η δική μας, μπορεί να είναι λίγο αποθαρρυντικό κάποιες φορές, για πολλούς λόγους.Οι αρνητικές απαντήσεις μπορούν να επηρεάσουν την αυτοπεποίθησή μας, αλλά και τη γενική ψυχική ευημερία και διάθεσή μας.

Ωστόσο, υπάρχει μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στις σκόπιμα σκληρές, τοξικές απαντήσεις και στις ειλικρινείς ανατροφοδοτήσεις, όπως υπάρχει, επίσης, μια λεπτή γραμμή μεταξύ του να παίρνουμε κάτι πολύ προσωπικά και του να το προσπεράσουμε.

Φυσικά και ξέρουμε, όσοι γράφουμε, ότι από τη στιγμή της δημοσίευσης, αυτόματα επιτρέπουμε σε κάποιον άλλο να εκφράσει τη γνώμη του ως απάντηση. Είναι εντελώς αναπόφευκτο και δεν υπάρχει τρόπος να γνωρίζουμε πότε κάποιος θα απαντήσει αρνητικά και τι θα μπορούσε ενδεχομένως να πει.

Επίσης, δεν μπορούμε, φυσικά, να αποτρέψουμε κάποιον να απαντήσει με αρνητικό σχόλιο, γι ‘αυτό πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να διαχειριστούμε τα αρνητικά σχόλια όποτε τελικά μας “χτυπήσουν την πόρτα”.

Το μόνο πράγμα που πρέπει να εστιάσουμε, λοιπόν, είναι να επιλέγουμε τις μάχες μας, αλλά και να διαχειριζόμαστε τις αντιπαραθέσεις που προκύπτουν.

Προσωπικά, αυτό είναι ένα μάθημα που συνεχίζω να μαθαίνω και το οποίο μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε κατάσταση στη ζωή μας.

Πρέπει να καταλάβουμε ότι πάντα θα υπάρχει κάποιος που δεν συμφωνεί απαραίτητα με την άποψή μας και απλώς πρέπει να αποδεχτούμε ότι είναι μέρος της ζωής. Δεν θα λατρέψουν όλοι αυτό που έχουμε να πούμε και αυτό είναι αυτονόητο και αποδεκτό. Δικαιούνται τη γνώμη τους όσο κι εμείς.

Η δυσκολία μας εντοπίζεται περισσότερο στη δυσκολία που έχουν αρκετοί άνθρωποι να διαχειριστούν μια διαφωνία. Υπάρχουν βασικές αξίες για το διάλογο και τη συζήτηση, όπως ο σεβασμός στο συνομιλητή, ο αυτοσεβασμός, η αξιοπρέπεια, η καλοπροαίρετη στάση, η ανεκτικότητα και το ανοιχτό και νηφάλιο μυαλό. Η γνώση του ζητήματος, επίσης, είναι κύρια προϋπόθεση για εποικοδομητικό διάλογο. Όλα αυτά που αποτελούν την παιδεία μας και τις αρχές μας. Όλα αυτά είναι αυτά που πρέπει να μάθουμε στα παιδιά μας.

“Η εκμάθηση του τρόπου διεξαγωγής διαλόγου και του σεβασμού ανθρώπων με αξίες διαφορετικές από τις δικές μας είναι κρίσιμη για τη δημοκρατική διαδικασία, την προστασία και ενίσχυση της δημοκρατίας και την καλλιέργεια μιας νοοτροπίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων”. (Crick 1998)

Ακόμα και στις περιπτώσεις που δε μας συμπεριφέρονται με σεβασμό, εμείς κρατάμε την αξιοπρέπειά μας και το σεβασμό μας.

Αυτό που είναι βασικό για μας είναι να γίνουμε καλύτεροι.

Να πάρουμε τον ανοδικό δρόμο, να προχωρήσουμε και να συνεχίσουμε να προχωράμε για να πετύχουμε τους στόχους μας.

Να μην αφήνουμε ποτέ τα λόγια κάποιου άλλου να καθορίζουν το πώς αισθανόμαστε για τον εαυτό μας και μην αφήνουμε ποτέ κάποιον να μας αποθαρρύνει από το να κυνηγάμε τα πάθη μας στη ζωή.

Βάσω Ζ. Νικολογιάννη