Η άμαξα κινούνταν με μεγάλη ταχύτητα ανάμεσα στα δέντρα. Ο οδηγός μπήκε στο δάσος για να γλιτώσει από τους διώκτες του όμως δεν μπορούσε να ελέγξει τα άλογα πια. Τα τέσσερα μαύρα τετράποδα που έσερναν την άμαξα, είχαν τρομοκρατηθεί από τους πυροβολισμούς που προηγήθηκαν και είχαν αφηνιάσει.

Το έργο του οδηγού γινόταν ακόμα πιο δύσκολο εξαιτίας της βροχής που από νωρίς το πρωί έπεφτε ακατάπαυστα. Το έδαφος, ειδικά μέσα στο δάσος, είχε λασπώσει τόσο πολύ που ήταν θέμα χρόνου για την άμαξα είτε να κολλήσει κάποιος τροχός είτε να γλιστρήσει ένα από τα άλογα. Κι όμως ο οδηγός συνέχιζε να χτυπάει τα ζωντανά με το μαστίγιο για να αναπτύξουν ακόμα μεγαλύτερη ταχύτητα, λες και τους κυνηγούσε ο ίδιος ο Διάβολος.

Λίγα μέτρα πιο πίσω ακούγονταν οι οργισμένες φωνές κάμποσων αντρών και ο καλπασμός μερικών αλόγων. Ήταν αυτοί οι οποίοι κυνηγούσαν την άμαξα και πυροβολούσαν ασταμάτητα με τις πιστόλες τους. Ο κάθε καβαλάρης κρατούσε από ένα φανάρι για να φέγγει μέσα στα σκοτάδια του πυκνού και βρεγμένου δάσους. Ξαφνικά μια σφαίρα σφηνώθηκε στο πίσω μέρος της άμαξας και ένα μικρό κομμάτι ξύλο, από αυτά που πετάχτηκαν μετά τον πυροβολισμό, έφυγε με ταχύτητα και χώθηκε στο αριστερό πόδι του πρώτου από τα τέσσερα άλογα.

Εκείνο τρελάθηκε από τον πόνο και άρχισε να τρέχει κάπως άγαρμπα κι έτσι μετά από λίγα μέτρα, σε μια στροφή στο τέλος του δάσους, η άμαξα έγειρε και έπεσε στο πλάι. Ο οδηγός πρόλαβε και πήδηξε για να σωθεί και να μην τον πλακώσει η βαριά, σιδερένια κατασκευή που έσερναν τα άλογα. Τα ζώα από τη μεριά τους έπεσαν στο έδαφος μαζί με την άμαξα αλλά το ξύλο που ήταν δεμένα έσπασε κι έτσι ελευθερώθηκαν και χάθηκαν από το σημείο μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.

Μονάχα εκείνο που τραυματίστηκε έμεινε ξαπλωμένο, ανήμπορο να σηκωθεί πια. Ο οδηγός πήγε από πάνω του και το κοίταζε και σπάραζε η ψυχή του για το μαρτύριο που περνούσε το ζωντανό. Έβγαλε το πιστόλι του και σημάδεψε το κεφάλι του αλόγου αλλά γρήγορα το έβαλε και πάλι στη θέση του. Ο λόγος ήταν οτι αν εκείνος πυροβολούσε το κακόμοιρο το ζώο για να το λυτρώσει από τον πόνο, τότε θα ήταν λες και προσκαλούσε τους διώκτες του να τον βρουν.

Έτσι το παράτησε στην σκληρή του μοίρα και πλησίασε την άμαξα για να δει τι συνέβαινε στο εσωτερικό της. Δεν γνώριζε ούτε ποιόν αλλά ούτε τι ήταν αυτό που μετέφερε, δεν ήξερε καν τι κυνηγούσαν οι καβαλάρηδες με τα φανάρια στα χέρια. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν αν μην τον πιάσουν γιατί θα τον σκότωναν χωρίς δεύτερη σκέψη.

Πλησίασε το παράθυρο της καμπίνας της άμαξας αλλά δεν μπορούσε να δει μέσα καθώς οι κουρτίνες έκρυβαν το εσωτερικό. “Είναι κανείς εδώ;“, ψιθύρισε ανοίγοντας την πόρτα αλλά δεν πήρε καμία απάντηση. Μόνο μία απαίσια μυρωδιά ερχόταν από την καμπίνα, σαν να είχε ψοφήσει κάποιο ζώο και να είχε μείνει το κουφάρι του για πολύ καιρό.

Ξαφνικά ένας θόρυβος τον έκανε να κοιτάξει προς το δάσος, προς τη μεριά από την οποία έρχονταν οι καβαλάρηδες. Κάποιος είχε πλησιάσει την πεσμένη άμαξα, ο οδηγός μπορούσε να ακούσει την ανάσα του. “Μα… μα πως είναι δυνατόν;“, πρόλαβε να σκεφτεί προτού ένα χέρι τον αρπάξει από τον λαιμό και τον τραβήξει μέσα στην καμπίνα. Μία κραυγή ήταν το μοναδικό που ακούστηκε κι ύστερα τίποτα απολύτως…

Τέσσερα άλογα πλησίασαν στο σημείο, τέσσερις καβαλάρηδες κατέβηκαν από τις ράχες τους. Αφού τα έδεσαν στα κοντινά δέντρα, πήραν τις πιστόλες στα χέρια τους και περικύκλωσαν την πεσμένη άμαξα. “Λες να δραπέτευσε;“, ρώτησε ο ένας από τους άντρες αλλά οι υπόλοιποι του έκαναν νόημα να σωπάσει.

Την ίδια στιγμή μαύρα σύννεφα εμφανίστηκαν στον ουρανό και έκρυψαν τον ήλιο, κάνοντας την ατμόσφαιρα στο υγρό και σκοτεινό δάσος απόκοσμη, σχεδόν τρομακτική. Οι τέσσερις άντρες σταυροκοπήθηκαν ταυτόχρονα και πήραν στα χέρια τους από έναν σταυρό ο καθένας. Ο μεγαλύτερος από δαύτους ξεκίνησε να ψέλνει κάτι στα λατινικά κι οι άλλοι τρεις τον συνόδευαν χαμηλόφωνα.

Ένα μουγκρητό ακούστηκε από το εσωτερικό της πεσμένης άμαξας. Η πόρτα έσπασε σε χίλια κομμάτια λες και την χτύπησε η σιδερένια μπάλα ενός κανονιού. Ύστερα το κομμένο κεφάλι του οδηγού της άμαξας κατρακύλησε στους τροχούς και έπεσε στο λασπωμένο έδαφος. “Οπότε είναι φαγωμένος…“, μουρμούρισε ο μεγαλύτερος από τους καβαλάρηδες και όπλισε την πιστόλα του με ασημένιες σφαίρες, πράγμα που έκαναν και οι υπόλοιποι άντρες.

Ξαφνικά μαύρος καπνός άρχισε να βγαίνει από την καμπίνα της άμαξας. Αμέσως και χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο, ένας από τους τέσσερις άντρες πήρε το φανάρι του και το πέταξε μέσα, με αποτέλεσμα εκείνη να πιάσει φωτιά. Ταυτόχρονα άρχισε να καίγεται και ο μαύρος καπνός ενώ μία κραυγή πόνου γέμισε απ’ άκρη σ’ άκρη το δάσος.

Και ο καπνός άρχισε να παίρνει μορφή, σάρκα και οστά μέχρι που μπροστά στους καβαλάρηδες εμφανίστηκε ένας ψιλόλιγνος άνθρωπος, φαλακρός και ολόγυμνος. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και το κορμί του γεμάτο πληγές και σημάδια από το μαστίγιο με το οποίο τον είχαν ταράξει στη φυλακή. Κοίταξε τους διώκτες του και χαμογέλασε. “Λίγοι ήρθατε…“, τους είπε με φωνή βραχνή και αδύναμη.

Στο όνομα του Κυρίου μας και της Αγίας Καθολικής Εκκλησίας, σε διατάζω να παραδοθείς και να οδηγηθείς πίσω στο μπουντρούμι σου!“, φώναξε στον ψιλόλιγνο άντρα ο μεγαλύτερος από τους καβαλάρηδες. “Είσαι ένα τέρας που σκοτώνει αθώους και μόνο στη φυλακή σου επιτρέπεται να ζήσεις! Είσαι πολύ τυχερός που η Αγία Καθολική Εκκλησία σε χρειάζεται για να μελετήσει το είδος σου“, του είπε και τον πλησίασε έχοντας τεντωμένο προς το μέρος του το χέρι που κρατούσε το σταυρό.

Ο άντρας που βγήκε από την καμπίνα της άμαξας, γέλασε με την ψυχή του αφήνοντας να φανούν οι σουβλεροί του κυνόδοντες, λερωμένοι με φρέσκο, ανθρώπινο αίμα. “Τυχερός είπες; Και τότε γιατί έχω μείνει μόνο εγώ από το είδος μου; Γιατί δεν με αφήνετε ήσυχο;“, ούρλιαξε με μίσος προς τους διώκτες του. Ένας πυροβολισμός έκανε τους πάντες να μείνουν ακίνητοι στις θέσεις τους. Όλους εκτός από το τέρας της άμαξας που εξαφανίστηκε από το σημείο.

Το πιστόλι ενός από τους καβαλάρηδες ακόμα κάπνιζε από τον πυροβολισμό. Οι υπόλοιποι γύρισαν και τον κοίταξαν με θυμό. “Τι; Αφού για να τον σκοτώσουμε ήρθαμε!“, τους είπε απολογητικά εκείνος. Ξαφνικά μια αστραπή έπεσε στο δάσος και φώτισε τον τόπο απ’ άκρη σ’ άκρη. Το τέρας είχε σκαρφαλώσει σε ένα δέντρο, ακριβώς πάνω από τα κεφάλια των τεσσάρων αντρών. Ο ένας που το είδε σήκωσε το πιστόλι του και το σημάδεψε. Δύο δευτερόλεπτα μετά ήταν νεκρός με κομμένο το λαιμό του και βγαλμένα τα μάτια του.

Διάβολε! Εμφανίσου αυτή τη στιγμή!“, φώναξε λυσσασμένα ο μεγαλύτερος από τους καβαλάρηδες. Οι τρεις άντρες που έμειναν ζωντανοί, πλησίασαν ο ένας τον άλλο και έκατσαν πλάτη με πλάτη ώστε να μην μπορεί να τους πιάσει το τέρας. Όμως ο αντίπαλός τους ήταν πανούργος, άλλωστε ένα τόσο αρχαίο πλάσμα μόνο αν ήταν πανέξυπνο θα μπορούσε να επιβιώσει τόσους και τόσους αιώνες.

Έτσι μέσα στη σιωπή ακούστηκε μια γυναικεία φωνή να φωνάζει από μακριά: “Βοήθεια! Ας με βοηθήσει κάποιος!“. Αμέσως ο νεαρότερος από τους καβαλάρηδες έτρεξε προς το μέρος της, χωρίς να δώσει σημασία στους άλλους δύο που του έλεγαν να μείνει κοντά τους και οτι η φωνή ήταν ψεύτικη, τέχνασμα ρου τέρατος για να τους χωρίσει.

Οι κραυγές του άτυχου άντρα δεν άργησαν να αντηχήσουν σε όλο το δάσος, προκαλώντας ανατριχίλα στους δύο που είχαν απομείνει. Ο ένας, μάλιστα, δεν μπόρεσε να μείνει ψύχραιμος και το έβαλε στα πόδια. Πήδηξε πάνω στο άλογό του και άρχισε να καλπάζει με μεγάλη ταχύτητα προς την κατεύθυνση από την οποία είχε έρθει με τους άλλους τρεις.

Όσο κι αν του φώναζε ο τελευταίος καβαλάρης, εκείνος δεν έδωσε σημασία και εξαφανίστηκε στην ομίχλη. Λίγη ώρα αργότερα το άλογό του επέστρεψε στο σημείο και στάθηκε μαζί με τα υπόλοιπα. Όλη η πλάτη και η ράχη του ζώου ήταν γεμάτη αίματα, προφανώς του άτυχου άντρα που δολοφονήθηκε από το αιμοβόρο τέρας. “Και τώρα οι δυο μας“, σκέφτηκε ο τελευταίος άντρας και έπιασε σφιχτά τον σταυρό στο χέρι του.

Μία λευκή σιλουέτα έκανε την εμφάνισή της μέσα από την ομίχλη που είχε καλύψει το δάσος. Ήταν ο ψιλόλιγνος, καραφλός άντρας, γεμάτος αίματα στο πηγούνι, τα χέρια και το στήθος του. Κοίταζε κατάματα τον εχθρό του και περπατούσε αργά προς το μέρος του.

Ένας πυροβολισμός ήταν αρκετός για να κάνει το τέρας να εξαφανιστεί αστραπιαία. Την αμέσως επόμενη στιγμή το κομμένο χέρι του τελευταίου καβαλάρη, μαζί με το πιστόλι, έπεφταν στο λασπωμένο έδαφος. Ο άντρας έμεινε με τον σταυρό στην αγκαλιά του, ακουμπημένος με την πλάτη του σε ένα δέντρο και το τέρας να στέκεται μπροστά του.

Είσαι άτυχος θνητέ! Βλέπεις είμαι φαγωμένος όπως είπες νωρίτερα άρα δεν θα σε σκοτώσω! Θα σε κρατήσω όμως αιχμάλωτο, όπως έκανες εσύ και οι δικοί σου και θα σε βασανίζω μέχρι να με παρακαλέσεις να σε κάνω σαν και μένα!“, είπε στον τελευταίο καβαλάρη. Τον πλησίασε και γονάτισε δίπλα του, πιάνοντας το κεφάλι του αιμόφυρτου άντρα με τα μακριά του νύχια. Εκείνος πρόλαβε να ψιθυρίσει ξεψυχισμένα “Να καείς στην Κόλαση τέρας!“, πριν λιποθυμήσει.

Ο ψηλόλιγνος, φαλακρός άντρας γέλασε με κακία και τον άρπαξε από τα πόδια. Άρχισε να τον σέρνει στο δάσος, μέσα από τις λάσπες και τις πέτρες, σαν να ήταν το θήραμα που έπιασε στο κυνήγι. Σταμάτησε κάτω από ένα μεγάλο βουνό, στην κορυφή του οποίου υπήρχε ένα έρημο, πέτρινο κάστρο. Ήταν ο τόπος από τον οποίο θα σκορπούσε τον τρόμο στην περιοχή και θα έχτιζε σιγά σιγά τον μύθο του τέρατος που έπινε το αίμα των ζωντανών για να ζήσει. Καταραμένος από Θεό και ανθρώπους…

(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται σε αυτό είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ