Η ιστορία μου στην ουσία ξεκινάει πριν από περίπου σαράντα χρόνια. Τότε ήμουν στα ντουζένια μου, πραγματικός ταύρος, όλος ο κόσμος βρισκόταν μπροστά μου. Είχα ταξιδέψει στην Ανδαλουσία, στη νότια Ισπανία και έψαχνα για δουλειά. Στην Ελλάδα ήμουν ψαράς, αυτό ήταν το μοναδικό πράγμα που μου ‘μαθε ο πατέρας μου όσο μεγάλωνα. Αυτό και το ρημάδι το πιοτό…

Ο γέροντας σταμάτησε για λίγο την ιστορία του, γέμισε ένα ποτήρι με κρασί και το άδειασε μονομιάς. Σκούπισε το στόμα του με την παλάμη του χεριού του και κοίταξε τον νεαρό που καθόταν απέναντί του. Εκείνος περίμενε πως και πως τη συνέχεια της ιστορίας, είχε καθίσει στο χώμα, άνετος, με τα χέρια πίσω από το κεφάλι του λες και θα άκουγε κανένα παραμύθι για να κοιμηθεί.

Όπως έλεγα και νωρίτερα, το πιοτό και το ξερό μου το κεφάλι με έβαλαν σε αυτή τη ζωή. Να μην είμαι κυρίαρχος του εαυτού μου, να μην είμαι ελεύθερος όπως όταν ήμουν είκοσι χρονών. Για να προχωρήσουμε στην ιστορία, πήγα στην Ανδαλουσία για να βρω δουλειά. Με το που κατέβηκα στο λιμάνι άρχισα να ρωτάω όποιον έβρισκα μπροστά μου. Έκανα τα πάντα, δεν ήμουν επιλεκτικός γιατί νοιαζόμουν να βγάλω το ψωμί μου για να ζήσω. Από τελευταίος ναύτης στα μεγάλα εμπορικά πλοία, μέχρι βοηθός φούρναρη και από κουβαλητής δεξιά κι αριστερά μέχρι φροντιστής αλόγων, δηλαδή φτυάρισμα κοπριάς και σιγύρισμα του στάβλου.

Και στην αρχή τα κατάφερα! Ξεκίνησα βοηθός σε έναν φούρνο που βρισκόταν πάνω στο λιμάνι της περιοχής, έφερνα τα σακιά με το αλεύρι από το κάρο και τα ξεφόρτωνα στο μικρό αποθηκάκι. Καθάριζα τους πάγκους, το πάτωμα, έκανα γενικώς τα πάντα κι αν μου περίσσευε καθόλου χρόνος, καθόμουν δίπλα στον φούρναρη όταν έψηνε μπας και μάθω την τέχνη. Αλλά ένα βράδυ που είχα βγει με τον γιο του αφεντικού, πήγαμε σε μια ταβέρνα λίγο μακριά από το λιμάνι και εκεί έγινε το κακό.

Εκεί ο γιος του φούρναρη ξέφυγε τελείως. Έγινε γρήγορα στουπί στο μεθύσι και άρχισε να ενοχλεί τις γυναίκες της διπλανής παρέας. Όπως καταλαβαίνεις το όλο θέμα κατέληξε έξω από την ταβέρνα, εγώ να προσπαθώ να τους χωρίσω και οι υπόλοιποι να μαχαιρώνονται μεταξύ τους. Ένας από τους άλλους, αυτούς με τα κορίτσια εννοώ, ρίχτηκε πάνω μου και με χτύπησε στο κεφάλι με ένα ποτήρι. Εγώ όμως, νέος και πιωμένος καθώς ήμουν, θύμωσα τόσο πολύ που τον έριξα στο έδαφος και άρχισα να του ρίχνω γροθιές στο πρόσωπο. Δεν σταμάτησα παρά μόνο όταν έσπασα το χέρι μου στο πετρώδες έδαφος. Του είχα λιώσει το κρανίο και τον είχα σκοτώσει“.

Ο γέροντας γύρισε το πρόσωπό του για να μην δει ο νεαρός το δάκρυ που κύλησε στο μάγουλό του. Αναστέναξε βαθιά και χαμογέλασε λιγάκι. Κοίταξε προς τα δεξιά, έξω από τη σιδερένια πύλη. Έκλεισε τα μάτια για να ακούσει τις φωνές του πλήθους, τις κραυγές των γυναικών και τα άγαρμπα γέλια των μεθυσμένων αντρών. Ύστερα ξανακοίταξε τον νεαρό απέναντί του και του έκανε νόημα να του γεμίσει το ποτήρι με κρασί.

Γλίτωσα τον αποκεφαλισμό από τύχη. Αν φυσικά μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοια η μοίρα που με περίμενε. Την ώρα που είχα γονατίσει και είχα βάλει το κεφάλι μου στο κούτσουρο, κάποιος εμφανίστηκε φωνάζοντας, κρατώντας ένα χαρτί στο χέρι. Το έδειξε στο δήμιο και εκείνος γέλασε με κακία, χάρηκε για το μαρτύριο που με περίμενε. “Σκλάβος!!”, μου φώναξε και διέταξε τους φρουρούς να με πάνε στον αγοραστή μου. Ήταν ένας Πορτογάλος καπετάνιος, ο Κρόκε, ο οποίος είχε ένα πλοίο εξοπλισμένο για εξερευνήσεις και μακρινά ταξίδια. Ήθελε να φτάσει μέχρι τις βόρειες θάλασσες και αγόραζε σκλάβους για να τραβήξουν το κουπί και να ξεφορτώνουν τα πράγματα του πλοίου.

Αλλά φάνηκε από πολύ νωρίς οτι αυτό το ταξίδι δεν θα γινόταν ποτέ. Μόλις τη δεύτερη μέρα από τότε που φύγαμε από την Ανδαλουσία, μας έπιασε τρικυμία και μας έστειλε ανατολικά κι ύστερα νότια, ως τις ακτές της βόρειας Αφρικής. Εκεί μας αιχμαλώτισαν οι ντόπιοι κάτοικοι αφού κανένας από τους σκλάβους του πλοίου δεν πολέμησε όταν μας επιτέθηκαν. Οι Πορτογάλοι ήταν πολύ λίγοι αριθμητικά και σκοτώθηκαν εύκολα στη μάχη αφήνοντάς μας στην ουσία στο έλεος των ξένων.

Στις ακτές της βόρειας Αφρικής έζησα σαν σκλάβος για τα επόμενα πέντε χρόνια. Είναι ένα διάστημα της ζωής μου που δεν θέλω να θυμάμαι και ούτε πρόκειται να στο διηγηθώ. Μερικά πράγματα είναι καλό να τα παίρνει κανένας στον τάφο του, δεν είναι όλες οι ιστορίες για να τις μοιράζεσαι“.

Ακόμα μία παύση, ακόμα ένα ποτήρι κρασί που κατέβαζε ο γέροντας. Ο νεαρός τον κοίταξε με ένα, κάπως, αυστηρό βλέμμα, σαν να ήθελε να του βάλει χέρι επειδή μπεκρόπινε. Αλλά δεν τολμούσε γιατί φοβόταν μήπως τον προσβάλλει και σταματήσει να λέει την ιστορία του. Και ήταν όντως μία ιστορία με μεγάλο ενδιαφέρον…

Στα είκοσι πέντε μου, λοιπόν κι ενώ πίστευα οτι η ζωή μου θα τελείωνε σε ένα κελί, παρέα με τα κάτουρά μου και με πολύ πόνο, έγινε το θαύμα! Ήρθαν έμποροι από τη Ρώμη και ένας από αυτούς έψαχνε σκλάβους για τις παραστάσεις στις αρένες. Μας έβαλαν όρθιους, γυμνούς όπως μας γέννησε η μάνα μας κι εκείνος ο χοντρός έμπορος που ήθελε να μας αγοράσει, άρχισε να φέρνει βόλτες ανάμεσά μας.

Φαινόταν να μην είναι ικανοποιημένος και έβαλε τις φωνές στον ντόπιο που μας πουλούσε. Ύστερα γύρισε και με κοίταξε, μου έπιασε τα χέρια, το στήθος, την πλάτη και μετά μου είπε να κάνω ένα βήμα μπροστά. Το ίδιο έκανε και με άλλους δύο και αφού πέταξε ένα ξίφος στο έδαφος, ανάμεσά μας, είπε με τρομακτική ψυχραιμία: “Όποιος νικήσει θα έρθει μαζί μου στη Ρώμη!” και έφυγε από το σημείο.

Πέσαμε στο χώμα σαν τα πεινασμένα σκυλιά που μάχονται για ένα κόκκαλο. Δεν κατάφερα να πιάσω το ξίφος και έτσι γράπωσα τον έναν απ’ το λαιμό και του έπιασα τα χέρια πίσω από την πλάτη του. Ο άλλος που πήρε το όπλο απλά χίμηξε και τον έσφαξε κι έτσι μείναμε οι δυο μας. Ήμουν πολύ γρήγορος, μα τον Δία, ήμουν ο πιο γρήγορος που έχεις δει ποτέ σου. Τον άφησα να μου επιτεθεί, τον απέφυγα πολύ εύκολα και του έβαλα τρικλοποδιά. Μέχρι να σηκωθεί είχα αρπάξει μια πέτρα και του είχα ανοίξει το κεφάλι στα δύο. Και έτσι πήγα στη Ρώμη!“.

Ο νεαρός άντρας είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό! Δεν μπορούσε να φανταστεί οτι αυτός ο θρύλος της αρένας, είχε ξεκινήσει με τέτοιο τρόπο τις μάχες. Ούτε που του πέρναγε από το μυαλό οτι ο άνθρωπος που είχε απέναντί του ήταν κάποτε ένας σκλάβος.

Στην Ιταλία μου έδωσαν και όνομα για τις παραστάσεις στην αρένα. “Ο Τρελός Έλληνας” ήταν το πρώτο μου παρατσούκλι και ο λόγος που με είπαν έτσι ήταν ο τρόπος που είχα σκοτώσει εκείνον τον τύπο έξω από την ταβέρνα στην Ανδαλουσία. Πρώτος μου αγώνας ήταν απέναντι σε έναν νεαρό Αιγύπτιο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αγωνία που είχα εκείνη τη μέρα. Η αρένα ήταν μικρή, ίσα ίσα χωρούσαν εξήντα άτομα. Θυμάμαι να μην μπορώ να σηκώσω ούτε το σπαθί μου. Έτρεμαν τα χέρια μου και μου έπεφτε συνέχεια.

Πρώτα επιτέθηκε ο Αιγύπτιος. Κρατούσε ένα ακόντιο και μια μικρή ασπίδα. Με χτύπησε στο πόδι και μου έσκισε τη γάμπα, γέμισε με αίματα ο τόπος. Αυτό ήταν! Με το που ένιωσα τον πόνο τρελάθηκα! Έτρεξα προς τα πάνω του και μόλις έριξε το ακόντιο, έσκυψα ίσα με το έδαφος για να το αποφύγω και ξανασηκώθηκα! Κλώτσησα την ασπίδα του και τον αφόπλισα τελείως. Ο λαός ζήτησε αίμα κι εγώ του το έδωσα.. Δεν έχει σημασία ο τρόπος..

Εκείνο το βράδυ δεν κατάφερα να κοιμηθώ ούτε στιγμή! Σκεφτόμουν την καινούργια μου ζωή και αποφάσισα οτι όσο σκληρή κι αν ήταν, φαινόταν πολύ καλύτερη από εκείνη της σκλαβιάς. Τουλάχιστον στις αρένες τη ζωή μου την καθορίζω εγώ και όχι κάποιος πλούσιος τύπος. Κι αν το θέλει η μοίρα να πεθάνω από κάποιο ξίφος ή κανένα δόρυ τότε ας πεθάνω. Καλύτερα μαχητής παρά σκλάβος“.

Ξαφνικά σηκώθηκε η σιδερένια πύλη που βρισκόταν λίγο πιο δίπλα από τους δύο άντρες. Μερικοί σκλάβοι εμφανίστηκαν και τρέχοντας μπήκαν στην αρένα. Σε λίγα λεπτά είχαν επιστρέψει, έχοντας στα χέρια τους το άψυχο κορμί ενός μαχητή που δεν τα κατάφερε. Από τις δαγκωνιές γύρω από τον κορμό του φαινόταν οτι είχε αντιμετωπίσει ένα λιοντάρι, αλλά το όπλο που είχε διαλέξει τον είχε προδώσει. Το ακόντιο βρήκε τον στόχο αλλά δεν καρφώθηκε ποτέ πάνω στο θεριό κι έτσι εκείνο τον άρπαξε και τον σκότωσε.

ΤΕΛΟΣ Α’ ΜΕΡΟΥΣ

(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται είναι τυχαία και δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ