Complete combat equipment of the ancient Greek warrior lie on a box of wooden boards. Isolated on a dark background.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΟ Α’ ΜΕΡΟΣ

Βλέπεις μικρέ το λάθος του φίλου μας από δω. Όταν πολεμάς με ένα λιοντάρι, δύο είναι τα όπλα που χρειάζεσαι. Ένα μακρύ δόρυ και ένα μικρό ξίφος από εκείνα που μπορείς να δέσεις στο πόδι σου. Έτσι αν δεν καταφέρεις να σκοτώσεις το θηρίο από απόσταση και πέσει πάνω σου, τότε να μπορείς να έχεις μια δεύτερη ευκαιρία να σωθείς. Πίστεψέ με γιατί με έναν τέτοιο αντίπαλο ήταν μία από τις δυσκολότερες μάχες που έδωσα.

Περίπου πέντε χρόνια από τότε που πήγα στη Ρώμη, έτυχε να πρέπει να αντιμετωπίσω ένα αρσενικό λιοντάρι. Ήταν ένα τεράστιο, αφρικανικό κτήνος, με μαύρη χαίτη και πελώριες πατούσες. Εγώ, άμαθος ακόμα, είχα διαλέξει μία τρίαινα και ένα δίχτυ. Νόμιζα οτι θα το έπιανα εύκολα και θα το σκότωνα με ένα τρύπημα στο λαιμό. Έτσι μπήκα στην αρένα και στάθηκα απέναντί του. Οι σκλάβοι ελευθέρωσαν το λιοντάρι κι εκείνο άρχισε να τρέχει κατά πάνω μου.

Μόλις με πλησίασε αρκετά, του πέταξα το δίχτυ και ετοιμάστηκα να επιτεθώ. Μα το λιοντάρι ήταν πολύ δυνατό, πράγμα που δεν είχα προβλέψει κι έτσι το ξέσκισε με μεγάλη ευκολία. Προσπάθησα να κρατήσω την ψυχραιμία μου και ρίχτηκα πάνω του με την τρίαινα. Όμως η ξύλινη λαβή της δεν άντεξε το χτύπημα και έσπασε στα δύο, αφήνοντάς με στο έλεος του θεριού.

Εκείνο πήδηξε πάνω μου και με πέταξε κάτω, στο χώμα. Με δάγκωσε στο στήθος και άρχισε να με σέρνει στην αρένα σαν να ήμουν το έπαθλό του και με έδειχνε στο πλήθος. Καθώς το χτυπούσα με τα χέρια μου για να αποφύγω να με γραπώσει από το λαιμό, πάνω στην αναμπουμπούλα άπλωσα το πόδι μου και ακούμπησα κάτι σκληρό και αιχμηρό.

Ήταν το ένα μισό από την ξύλινη λαβή της τρίαινας που είχε σπάσει νωρίτερα. Ούτε που ξέρω πως κατάφερα και το έφερα δίπλα από το κεφάλι μου. Και πάνω στη μάχη με το λιοντάρι, εκεί που με είχε κουράσει για τα καλά, άπλωσα το χέρι μου, άρπαξα το ξύλο και το κάρφωσα στο μάτι του κτήνους. Εκείνο έπεσε στο πλάι και άρχισε να χτυπιέται από τον πόνο, μουγκρίζοντας και δαγκώνοντας τον αέρα κι έτσι πήρα το άλλο μισό της λαβής και το αποτελείωσα τρυπώντας το στο λαιμό ξανά και ξανά“.

Ο γέροντας έκανε με το χέρι του την χαρακτηριστική κίνηση για να δείξει πως σκότωσε το θεριό. Παραπάτησε όμως και έπεσε στο ένα του γόνατο, έμεινε για λίγο σκεπτικός κι ύστερα ξέσπασε σε γέλια. Γελούσε με την κατάντια του, να δίνει ακόμα παραστάσεις, τώρα που είχε μεγαλώσει τόσο πολύ. Πόσο άλλο αίμα, πόσος θάνατος;

Όμως η πιο δύσκολη απ’ όλες τις μάχες που έχω δώσει στην αρένα, ήταν εκείνη απέναντι στον Λατίνο μονομάχο. “Ο Χάροντας” ήταν το παρατσούκλι του και το πλήθος στο άκουσμά του παραληρούσε! Ήταν απίστευτο το πόσο τον αγαπούσε ο κόσμος, ήταν τόσο δημοφιλής που όλες του οι παραστάσεις γινόντουσαν στο “Κολοσσαίο”. Εξήντα πέντε χιλιάδες άνθρωποι στις εξέδρες, κάθε φορά η αρένα ήταν κατάμεστη. Και μένα ήταν η πρώτη μου παράσταση εκεί…

Όταν κανονίστηκε η μάχη με τον “Χάροντα” ήμουν στα τριάντα επτά. Δώδεκα χρόνια στις αρένες ήταν σχεδόν μια ζωή στον έξω κόσμο. Ήμουν πολύ καλός στις παραστάσεις μου και ο λαός με συμπαθούσε, όχι όμως όπως τον αντίπαλό μου. Μόλις έμαθα οτι θα τον αντιμετωπίσω, ενθουσιάστηκα και έσφιξα τη γροθιά μου, σαν να πανηγύριζα κάποια νίκη μου στην αρένα.

Ήξερα οτι ήταν η ευκαιρία μου, να καταφέρω να σκοτώσω το αγαπημένο μαχητή της Ρώμης και να γίνω βασιλιάς στο “Κολοσσαίο”. Η μεγαλύτερη τιμή στη ζωή ενός πολεμιστή! Έτσι άρχισα να προετοιμάζομαι πολύ σκληρά γι’ αυτή τη μάχη. Σταμάτησα τις κραιπάλες με τις όμορφες γυναίκες και το ατέλειωτο πιοτό. Ξεκίνησα να τρέχω μεγάλες αποστάσεις για να βελτιώσω την αντοχή μου και γύμνασα το σώμα μου για να δυναμώσω ακόμα περισσότερο.

Αυτό που γνώριζα για τον αντίπαλό μου ήταν οτι του άρεσε να επιλέγει το δόρυ στις μάχες, ενώ λίγες ήταν οι φορές που διάλεξε το σπαθί και την ασπίδα. Ήταν ψηλός και μακρύς, είχε πολύ γρήγορα και δυνατά χτυπήματα ενώ φαινόταν πάντοτε ξεκούραστος μετά από τις μάχες. Ο μύθος, τουλάχιστον μέχρι να αντιμετωπίσω εγώ τον Λατίνο, έλεγε οτι αυτός ο μεγάλος μαχητής ούτε καν ίδρωνε στις παραστάσεις που έδινε στην αρένα.

Κι έτσι έφτασε η ώρα της μάχης. Το “Κολοσσαίο” ήταν κατάμεστο όπως κάθε άλλη φορά. Ο κόσμος ούρλιαζε από τη χαρά του για το θέαμα που παρακολουθούσε ενώ το κρασί ήταν άφθονο για όλους, φτωχούς και πλούσιους. Έβρισκες από κάτουρο κανονικό μέχρι το πιο ακριβό κρασί που υπήρχε σε όλη τη Ρώμη. Μόλις τελείωσαν οι άλλες μάχες, οι φρουροί έσβησαν όλες τις δάδες της αρένας και η ατμόσφαιρα έγινε πρωτόγονη.

Πρώτος μπήκα εγώ στην αρένα. Με χειροκρότησαν, παράπονο δεν έχω, όμως αυτό που έγινε μόλις εμφανίστηκε ο “Χάροντας” δεν μπορώ να στο περιγράψω. Οι γυναίκες έσκιζαν τα ρούχα τους και τα πετούσαν στο ματωμένο χώμα της αρένας ενώ οι άντρες πλακώνονταν μεταξύ τους, πάλευαν για το ποιος ήταν ο πιο φανατικός οπαδός του Λατίνου μονομάχου.

Διάλεξα ένα δόρυ και ένα μικρό σπαθί, όπως έκανα με τα λιοντάρια. Εκείνος πήρε το ίδιο όπλο με μένα κι ένα ακόντιο. Σταθήκαμε ο ένας απέναντι στον άλλο και περιμέναμε ποιος θα κάνει την πρώτη κίνηση. Οι φλόγες από τους βωμούς που είχαν ανάψει οι φρουροί για τη μεγάλη παράσταση έκαιγαν τόσο δυνατά που και οι δύο είχαμε ιδρώσει σαν σκλάβοι σε λατομείο.

Τελικά ο “Χάροντας” ήταν εκείνος που επιτέθηκε πρώτος, με ζύγισε και τρέχοντας μου πέταξε το ακόντιο. Ήταν ένα σπουδαίο πέταγμα αλλά για πολύ λίγο δεν πέτυχε το λαιμό μου. Ακόμα κι εγώ τρόμαξα για μια στιγμή οτι θα πεθάνω. Όμως οι θεοί είχαν άλλα σχέδια…

Στη συνέχεια έκανα την κίνησή μου. Ήθελα να δω πως χειρίζεται το δόρυ του κι έτσι του επιτέθηκα με το δικό μου. Ήταν γρήγορος στα χέρια αλλά λιγάκι αργός στις κινήσεις του με τα πλάγια βήματα. Έτσι αποφάσισα να δοκιμάσω την αντοχή του κι άρχισα να κάνω κύκλους γύρω του, έχοντας τον πάντοτε μακριά με το δόρυ μου.

Το κοινό άρχισε να αποδοκιμάζει, δεν του άρεσε ο τρόπος που πολεμούσαμε. Από τη μία ο Λατίνος απλά να στριφογυρίζει και να προσπαθεί να με χτυπήσει κι από την άλλη εγώ να μην σταματάω ούτε στιγμή. Έψαχνα την κατάλληλη ευκαιρία για να σκοτώσω τον “Χάροντα” και εκείνη δεν άργησε να έρθει.

Παρατήρησα τις ανάσες του και είδα οτι είχε αρχίσει να κουράζεται πολύ. Τότε ήταν που έκανα την κίνησή μου… Σταμάτησα απότομα τους κύκλους, έδιωξα με το δόρυ μου εκείνο του Λατίνου και έτρεξα κατά πάνω του. Όμως δεν είχα υπολογίσει το ματωμένο χώμα κι έτσι γλίστρησα και δεν πέτυχα τον στόχο μου.

Έτσι βρέθηκα με την πλάτη στο έδαφος, το δόρυ μου είχε φύγει από τα χέρια μόλις γλίστρησα και ο “Χάροντας” ήταν έτοιμος να μου πάρει τη ζωή. Ήρθε από πάνω μου και τοποθέτησε τη λόγχη από το όπλο του στο λαιμό μου. Κοίταξε εκστασιασμένος το πλήθος που ούρλιαζε από χαρά, διψασμένο για αίμα και περίμενε να του ζητήσουν να με σκοτώσει. Και αυτό ήταν το μεγαλύτερο λάθος της ζωής του…

Έβγαλα το μικρό ξίφος που είχα διαλέξει για δεύτερο όπλο και τον κάρφωσα στη γάμπα. Το πλήθος πάγωσε όταν τον είδε να γονατίζει. Ολόκληρο “Κολοσσαίο”, κατάμεστο κι όμως, δεν ακουγόταν τίποτα απολύτως! Μόνο οι κραυγές του Λατίνου που υπέφερε από τους πόνους. Σηκώθηκα και πήγα από πίσω του. Κοίταξα προς τον κόσμο ειρωνικά, κρατούσα στα χέρια μου τη ζωή του αγαπημένου τους μαχητή.

Δεν περίμενα την απόφαση του πλήθους. Με το μικρό μου ξίφος του τρύπησα τον λαιμό και τον άφησα να πνιγεί μέσα στο ίδιο του το αίμα. Ύστερα έσκυψα από πάνω του και του έκοψα το κεφάλι, το σήκωσα ψηλά με το χέρι μου και ούρλιαξα σαν απολίτιστος άνθρωπος. Οι σάλπιγγες ήχησαν και το κοινό τελικά ξέσπασε σε χειροκροτήματα και ζητωκραυγές. Από τότε έγινα το αγαπημένο παιδί της Ρώμης, ο βασιλιάς του “Κολοσσαίου”…“.

Η σιδερένια πύλη σηκώθηκε ξανά. Το πλήθος έξω στην αρένα ούρλιαζε εκστασιασμένο. Η ιαχή “Τρελός!! Τρελός!!“, ακούστηκε απ’ άκρη σ’ άκρη, το έδαφος άρχισε να τρέμει από τα χοροπηδητά των θεατών. Ο γέροντας σηκώθηκε, έκλεισε το μάτι στον νεαρό, φόρεσε την περικεφαλαία του και βγήκε στην αρένα. Τα μουγκρητά του λιονταριού που θα αντιμετώπιζε, θα τρόμαζαν και τον πιο γενναίο. Όχι όμως αυτόν τον τρελό. Όχι αυτόν τον παλαίμαχο, τον βασιλιά της αρένας…

ΤΕΛΟΣ

(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ