Ξεκινάω το άρθρο και δεν ξέρω αν θέλω να κάνω απολογισμό ή να θέσω τους προβληματισμούς μου για τις μέρες που πέρασαν. Θα ξεκινήσω αφήνοντας απλά σε αυτή τη μικρή γωνίτσα του διαδικτύου κάποιες σκέψεις για το αιτωλικιώτικο καλοκαίρι, για τον Αύγουστο στο μικρό μας νησάκι.

Ξεκίνησε το καλοκαίρι μετά από έναν ιδιαίτερο χειμώνα και μια ακόμα πιο ιδιαίτερη άνοιξη που είδαμε όλο το Αιτωλικό να τρέχει να κάνει rapid και μοριακά για να μάθει αν έχει κορωνοϊό και να βγαίνουν θετικοί ο ένας μετά τον άλλον. Καραντίνες και πανικός και ασθενείς και άγχος. Ζοριστήκαμε πολύ…

Οι Αιτωλικιώτες ήμασταν “σκασμένοι” για βόλτα, για καφέδες στην παραλία, για εξόδους στην πλατεία με τα παιδιά μας. Θέλαμε να βγούμε έξω, να κάνουμε μπάνια, εκδρομές, να αναπληρώσουμε το χαμένο χρόνο.

Θέλαμε να πάμε σε πανηγύρια, να χορέψουμε, να διασκεδάσουμε, να πάμε σε θέατρα, παραστάσεις, εκθέσεις, γάμους και γλέντια μέχρι πρωίας… Να πάμε και στο δικό μας το πανηγύρι. Που πέρυσι πολύ μας στοίχισε που δεν το ζήσαμε όπως θα θέλαμε.

Κάπου αφήσαμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας τον covid. Τον κρύψαμε, τον καταχωνιάσαμε, τον ξεχάσαμε. Και προσποιηθήκαμε ότι η ζωή μας ήταν όπως πριν, ότι ήταν φυσιολογική, κανονική… Το είχαμε τόσο ανάγκη…

Κάπου κάπου οι μάσκες μας το θύμιζαν, ακούγαμε και στο βάθος τις ειδήσεις με τα κρούσματα, κάποιο πρόστιμο, εμβόλια και ανεμβολίαστοι, αλλά τα νιώθαμε μακριά από εμάς.

Το ζήσαμε το καλοκαίρι μας, όσο μπορούσαμε. Το χαρήκαμε. Το είχαμε τόσο ανάγκη…

Δεν ξέρω αν έφτανε αυτό το καλοκαίρι για να βγάλει τα “σπασμένα” δύο ετών. Και οικονομικά και ψυχολογικά.

Δεν ξέρω αν ήταν αρκετό για να γεμίσουμε τις μπαταρίες μας για το χειμώνα που έρχεται.

Δεν ξέρω αν θα μας “βγει ξινό” με όλα τα νέα κρούσματα που ακούμε. Δεν ξέρω… Και δε θέλω να μάθω…

Θέλω να κρατήσω τη γλύκα των ημερών, τη ζεστασιά των χαμόγελων, τη χαρά των παιδιών… Κι ας μην κάναμε με φίλους και γνωστούς τις αγκαλιές που θέλαμε. Τα μάτια μας τα έλεγαν όλα.

Να προσέχουμε τους εαυτούς μας και τους αγαπημένους μας και να ελπίζουμε για το καλύτερο.

Να βρούμε τη δύναμη να προχωρήσουμε, να περπατήσουμε μέχρι την άλλη άκρη του σχοινιού και να βγούμε νικητές. 

Βάσω Ζ. Νικολογιάννη