Ξημέρωσε… Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου “στριμώχτηκαν” στο μοναδικό άνοιγμα που βρήκαν στις κουρτίνες και μπήκαν στο δωμάτιο. Το φως έπεσε κατευθείαν πάνω στο πρόσωπο του Μανόλο και τον ξύπνησε κάπως άκομψα, υποχρεώνοντάς τον να σηκωθεί από το κρεβάτι βλαστημώντας.

Γαμώ την καταδίκη μου!! Πω, πω, πω… τι ταλαιπωρία είναι αυτή;“, μονολογούσε ο κακόμοιρος καθώς τεντωνόταν για να ισιώσει το κορμί του από τον ύπνο. Ακόμα μία μέρα που έπρεπε να ξυπνήσει από τα χαράματα για να πάει στα πρόβατά του. Ο 25χρονος Ισπανός, από το χωριό Καγιέντε στα δυτικά της χώρας της ιβηρικής χερσονήσου, είχε περίπου διακόσια ζωντανά. Από αυτά ζούσε αλλά ακούγοντας κανένας τα παράπονά του, καταλάβαινε οτι δεν του άρεσε και πολύ η ζωή του.

Φυσικά ο Μανόλο δεν ήταν υπεύθυνος για τη δουλειά που έκανε αλλά ήταν η… κληρονομιά που του άφησε ο μακαρίτης ο πατέρας του. Εκείνος πέθανε στον πόλεμο του 40′ με τους Ναζί, αιχμαλωτίστηκε από τους Γερμαναράδες και εκτελέστηκε με πυροβολισμό. Τότε ο Μανόλο ήταν μόλις δέκα χρονών…

Αφού έπλυνε το πρόσωπό του για να συνέλθει, ντύθηκε με χοντρά ρούχα και έβαλε ψηλές μπότες, πήρε και την καραμπίνα του και ξεκίνησε για τον αχυρώνα. Ο πρώτος που τον υποδέχτηκε ήταν ο πιστός του σκύλος, ο Χούλιο, ένα μεγαλόσωμο, λευκό τσοπανόσκυλο. Ο Μανόλο τον χάιδεψε στα αυτιά όπως κάθε άλλη φορά και συνέχισε το δρόμο του για τα πρόβατα.

Εκεί όμως τον περίμενε μια μεγάλη έκπληξη. Η πόρτα του αχυρώνα ήταν ορθάνοιχτη, το λουκέτο και η αλυσίδα με τα οποία ήταν κλειδωμένη ήταν διαλυμένα και πεταμένα στο έδαφος. Κάποιος την είχε διαρρήξει και βρισκόταν μέσα γιατί μόλις ο Μανόλο πλησίασε μαζί με το σκύλο, ο Χούλιο άρχισε να γαυγίζει και έτρεξε γρήγορα στον αχυρώνα. Κρύος ιδρώτας έλουσε τον Ισπανό κτηνοτρόφο και ενστικτωδώς πήρε την καραμπίνα στα χέρια του. Προχώρησε αθόρυβα και στάθηκε δίπλα από την πόρτα, μάζεψε θάρρος παίρνοντας βαθιές ανάσες και μπήκε μέσα.

Περίεργο…“, σκέφτηκε ο Μανόλο αφού πρώτα γύρισε τον διακόπτη στον τοίχο και ο χώρος φωτίστηκε απ’ άκρη σ’ άκρη. Καθώς κοίταζε τον αχυρώνα δεν είδε κάτι να λείπει, τα πρόβατα ήταν ήρεμα στις θέσεις τους, άλλα κοιμόντουσαν κι άλλα βέλαζαν ενοχλημένα από το φως που είχε ανάψει ο Ισπανός. Τα εργαλεία ήταν όλα στη μεριά τους, η τσουγκράνα, το φτυάρι, τα σακιά με τις προμήθειες επίσης.

Όμως ο Χούλιο συνέχιζε να γαυγίζει με λύσσα, είχε φτάσει κάτω από τη σκάλα που οδηγούσε στο πατάρι του αχυρώνα και κοίταζε ανήσυχα προς τα πάνω. Ο Μανόλο τον πλησίασε και γονάτισε δίπλα του. “Τι είναι αγόρι μου; Βρήκες κανέναν κακό λύκο..;“, είπε στον σκύλο γελώντας ο νεαρός Ισπανός κι άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα.

Περπατούσε σκυφτός γιατί το πατάρι ήταν κοντά στην οροφή του αχυρώνα και μόνο ένα παιδί θα μπορούσε να είναι όρθιο εκεί πάνω. Ξαφνικά το φως έσβησε και ταυτόχρονα έκλεισε και η πόρτα της εισόδου!! “Ο αέρας θα ‘ναι…“, είπε από μέσα του ο Μανόλο και συνέχισε το ψάξιμο την ώρα που ο Χούλιο από κάτω χαλούσε τον κόσμο με το γαύγισμά του.

Το βλέμμα του Ισπανού κτηνοτρόφου έπεσε πάνω σε κάτι που γυάλιζε στο σκοτάδι. Ήταν ένα μεταλλικό αντικείμενο και όπως έμπαινε αχνό το φως του ήλιου από το παράθυρο του αχυρώνα, έπεφτε πάνω του και έφεγγε στο πρόσωπο του Μανόλο. Φτάνοντας στο σημείο βρήκε στο πάτωμα ένα κολιέ, ένα πολύ παράξενο κόσμημα για το λαιμό. Είχε κυκλικό σχήμα και στο κέντρο του ήταν δυο κόκκινες χάντρες σαν μάτια ενώ περιμετρικά ήταν γραμμένες κάποιες λέξεις σε μια άγνωστη γλώσσα και είχαν χρώμα, επίσης, πορφυρό.

Ο Χούλιο άρχισε να τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που ήταν το αφεντικό του. Κάτι του τράβηξε την προσοχή κι εκείνος με τη σειρά του την προσοχή του Μανόλο. Αυτή τη φορά κάποιος τάραξε τα πρόβατα γιατί άρχισαν να βελάζουν όλα μαζί και να κουνιούνται ενοχλημένα, γεμίζοντας την ατμόσφαιρα με τον χαρακτηριστικό ήχο από τα κουδουνάκια που είχαν μερικά περασμένα στο λαιμό τους.

Ο Μανόλο έτρεξε -όσο μπορούσε καθώς ήταν σκυφτός- και κατέβηκε τη σκάλα, βγάζοντάς την από τη θέση της για να μην μπορεί να ανέβει ο εισβολέας στο πατάρι. Όπλισε την καραμπίνα και άρχισε να περπατάει προς το μέρος του σκύλου του. Ο Χούλιο είχε βγάλει αφρούς από το στόμα, έσκαβε με μανία το χώμα για να περάσει στην άλλη μεριά από τα σανίδια που χώριζαν τα “δωμάτια” των προβάτων. Όλα αυτά γινόντουσαν στο πίσω μέρος του αχυρώνα…

Ο νεαρός κτηνοτρόφος πήδηξε τις σανίδες και αφού βεβαιώθηκε οτι μόνο τα πρόβατα ήταν μαζί του, άνοιξε την μικρή πόρτα κι εκείνα έφυγαν από το χώρο. Ο σκύλος χίμηξε μέσα και άρχισε να σκάβει το σημείο γύρω από το σιδερένιο κιβώτιο με το νερό που έπιναν τα ζωντανά. Ο Μανόλο τον απομάκρυνε με δυσκολία, έσυρε το κιβώτιο λίγο πιο δίπλα και προς μεγάλη του έκπληξη είδε οτι το χώμα από κάτω ήταν φρεσκοσκαμμένο.

Έξυσε το κεφάλι του απορημένος αλλά δεν έχασε καθόλου χρόνο. Άφησε την καραμπίνα στην άκρη, πήρε το φτυάρι και ξεκίνησε το σκάψιμο. Αμέσως ακούμπησε κάτι σκληρό και σταμάτησε. Έπεσε στα γόνατα και απομάκρυνε το παραπανίσιο χώμα από το σημείο, κάτω από το οποίο αποκαλύφθηκε ένα ξύλινο κασελάκι. Ο Μανόλο γούρλωσε τα μάτια του, θαμπώθηκε από τη σκέψη οτι μπορεί να βρήκε κάτι πολύτιμο, κάτι που θα του έδινε τη δυνατότητα να αλλάξει τη ζωή του.

Το κασελάκι ήταν κλειδωμένο με ένα μικρό λουκέτο, σκουριασμένο από την πολυκαιρία και την υγρασία. Ο νεαρός Ισπανός πήρε την καραμπίνα του και με το κοντάκι της, το χτύπησε δυνατά και το έσπασε. Μέσα στο κασελάκι βρήκε ένα πορφυρό πουγκί λιγάκι φουσκωμένο αλλά αυτό που έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν η απαίσια μυρωδιά που έβγαινε από κει μέσα. Αφού και ο ίδιος Μανόλο, ο οποίος ήταν μαθημένος στη βρώμα των προβάτων και της κοπριάς τους, έκανε ένα βήμα πίσω και ξέρασε αηδιασμένος.

Το πουγκί ήταν κλεισμένο με ένα κόκκινο κορδόνι ενώ στη μία μεριά ήταν κεντημένο ένα σύμβολο. Ο Ισπανός κτηνοτρόφος όμως, δεν μπορούσε να διακρίνει τι ήταν γιατί το κάλυπτε κάτι σαν ξεραμένο χώμα ή ακόμα χειρότερα, αίμα! Ο Μανόλο έσκυψε και πάλι, έλυσε το κορδόνι και αμέσως πήδηξε στον αέρα τρομοκρατημένος…

Τι στο διάολο είναι αυτό;!“, φώναξε κοιτάζοντας τον Χούλιο που συνέχιζε να γαυγίζει έχοντας όλη του την προσοχή στραμμένη στο παράξενο εύρημα του αφεντικού του. Αυτό που είχε τρομάξει τον Μανόλο ήταν η νεκροκεφαλή που ήταν φυλαγμένη στο πουγκί. Όχι μόνο επειδή από μόνη της αποτελούσε πολύ μακάβριο θέαμα αλλά κυρίως επειδή υπήρχαν δυο κέρατα στο πάνω μέρος του κρανίου.

Ξαφνικά το σκυλί σταμάτησε το γαύγισμα, έβαλε την ουρά στα σκέλια και χώθηκε τρομαγμένο ανάμεσα στο πόδια του Μανόλο. Ο νεαρός Ισπανός παραξενεύτηκε από τη συμπεριφορά του Χούλιο γιατί ήταν η πρώτη φορά που τον φόβιζε κάτι. Του χάιδεψε το κεφάλι για να τον ηρεμήσει και στράφηκε ξανά στο κερασφόρο κρανίο. Την ίδια στιγμή ακούστηκαν χτυπήματα στην πόρτα του αχυρώνα, περίεργο όμως γιατί κανένας δεν πήγαινε στο σπίτι του Μανόλο τόσο νωρίς το πρωί.

Ανοιχτά είναι! Έλα μέσα όποιος και να ‘σαι!“, φώναξε ο νεαρός Ισπανός και έκρυψε γρήγορα το πουγκί με την νεκροκεφαλή. Η πόρτα άνοιξε και από πίσω της στεκόταν μια γυναίκα μαυροφορεμένη. Είχε τυλίξει το κεφάλι της με ένα μαντήλι και το μόνο που φαινόταν ήταν τα δυο της μάτια. Και τι παράξενα μάτια που είχε.. Σκοτεινά και με μία περίεργη γυαλάδα πάνω τους, αμέσως προκάλεσαν ανατριχίλα στον Μανόλο.

Μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι κυρία;“, είπε στη γυναίκα ο νεαρός Ισπανός περπατώντας προς το μέρος της. Εκείνη στεκόταν ακίνητη και τον παρακολουθούσε χωρίς να βγάλει άχνα. Μόλις όμως εκείνος την πλησίασε αρκετά, του έκανε νόημα με το χέρι της να σταματήσει. Και εντελώς ξαφνικά η μαυροφορεμένη γυναίκα ξεκίνησε να γελάει τόσο έντονα, που όλο της το κορμί άρχισε να τραντάζεται λες και είχε πάθει κάποια κρίση.

Ο Μανόλο έμεινε ακίνητος για μια στιγμή όμως θύμωσε από τη συμπεριφορά της άγνωστης και της ζήτησε να φύγει. Εκείνη σταμάτησε απότομα και έπεσε ξερή στο έδαφος, σαν να λιποθύμησε ή ακόμα χειρότερα σαν να είχε πεθάνει. “Ωχ! Τι στο διάβολο κάνουμε τώρα;“, μονολογούσε ο Ισπανός κτηνοτρόφος και γονάτισε δίπλα της. Έσκυψε και ακούμπησε με το αυτί του το στήθος της για να δει αν αναπνέει. Ευτυχώς η παράξενη γυναίκα ήταν ζωντανή, μάλλον είχε λιποθυμήσει από πείνα ή από εξάντληση, ποιος ξέρει τι ταλαιπωρία περνούσε και αυτή.

Κι εκεί που ο Μανόλο άρχισε να λύνει το μαντήλι από το κεφάλι της γυναίκας για να τη βοηθήσει να ανασάνει καλύτερα, εκείνη τον άρπαξε από το χέρι και άνοιξε τα μάτια της. Ο κακόμοιρος ο Ισπανός χλόμιασε από το φόβο του! Μάλιστα τον κρατούσε τόσο σφιχτά που ο νεαρός άντρας νόμιζε οτι θα του το σπάσει. “Άσε με!! Άφησέ με μωρή παλαβή!!“, της φώναξε και ετοιμάστηκε να τη χτυπήσει για να ελευθερωθεί. Τότε η μαυροφορεμένη γυναίκα τον τράβηξε κοντά της λες και είχε υπερφυσική δύναμη, πλησίασε το κεφάλι της στο δικό του και άρχισε να ουρλιάζει με μια φωνή τόσο παράξενη λες και δεν ήταν μία αλλά πολλές μαζί.

Κατατρομαγμένος ο Μανόλο δάκρυσε από το φόβο του και μόλις βρήκε ευκαιρία, τράβηξε απότομα το χέρι του και απομακρύνθηκε από κοντά της. Σφύριξε στον Χούλιο για να πλησιάσει κοντά του αλλά το σκυλί ήταν τόσο φοβισμένο που είχε κρυφτεί στην άλλη πλευρά του αχυρώνα. Κοίταξε γύρω του και είδε το πιο περίεργο θέαμα! Τα πρόβατα ήταν στοιχισμένα το ένα δίπλα στο άλλο, όλα είχαν βγει από τη μεριά που ήταν μαντρωμένα λες και κάποιος τα είχε βγάλει έξω και κοίταζαν τον Μανόλο και την παράξενη γυναίκα.

Εκείνη σηκώθηκε όρθια και προς μεγάλη έκπληξη του νεαρού Ισπανού, άρχισε να αιωρείται στον αέρα λες και ήταν πούπουλο. Ο Μανόλο γονάτισε και έκανε το σταυρό του μην μπορώντας να πιστέψει αυτό που έβλεπε. “Θνητέ!!“, ακούστηκε μια βροντερή φωνή μέσα στον αχυρώνα. “Που είναι ο γιός μου;“, είπε και πάλι η αλλόκοτη φωνή την ίδια στιγμή που η γυναίκα κοίταζε κατάματα τον τρομαγμένο Ισπανό. Εκείνος δεν είχε ιδέα για ποιο παιδί τον ρωτούσε η φωνή, ούτε που του πήγαινε στο μυαλό. Εκτός κι αν…

“Το πουγκί!”, σκέφτηκε ο Μανόλο μέσα στην ταραχή του και έτρεξε να το φέρει. Μόλις επέστρεψε, το άφησε κάτω από τη γυναίκα και απομακρύνθηκε από κοντά της. Εκείνη κατέβηκε στο έδαφος, γονάτισε και πήρε στα χέρια της τη νεκροκεφαλή με τα δύο κέρατα. Τη φίλησε στοργικά και κοίταξε με μίσος τον νεαρό Ισπανό. Σήκωσε το χέρι της και μια αόρατη δύναμη τον έσπρωξε προς το μέρος της. Τον έπιασε από τον λαιμό και χαμογέλασε σατανικά: “Καλός είσαι για δοχείο!!“, του είπε και έβαλε μπροστά από το πρόσωπό του το κρανίο. Ύστερα φύσηξε με δύναμη και μια μαύρη σκόνη έφυγε από τη νεκροκεφαλή και τρύπωσε στα ρουθούνια του Μανόλο.

Εκείνος έπεσε στα γόνατα και άρχισε να βήχει ασταμάτητα. Ο ιδρώτας γέμισε απ’ άκρη σ’ άκρη το κορμί του και το κεφάλι του έγινε τόσο βαρύ που νόμιζε οτι θα σπάσει. Την ίδια στιγμή η μαυροφορεμένη γυναίκα τον κοίταζε με απάθεια μουρμουρίζοντας κάτι σε μια άγνωστη γλώσσα. Ο Μανόλο έμεινε για λίγο σιωπηλός κι ύστερα σήκωσε το βλέμμα του μέχρι να συναντήσει εκείνο της γυναίκας. “Μητέρα…“, της είπε και σηκώθηκε για να την αγκαλιάσει.

(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ