Μπορεί να έχουμε πολλά θέματα στη μικρή μας πόλη, με βασικότερο το θέμα των γεφυριών, για το οποίο αναφερθήκαμε και σε πρόσφατο άρθρο μας.

Αλλά δε θα γράψω σήμερα γι’ αυτό. Ούτε για την κατάσταση στο δασάκι, ούτε για τους “κατασκηνωτές” στο χώρο πίσω από το υπαίθριο θέατρο.

Σήμερα θα γράψω για το Μίκη Θεοδωράκη, που έφυγε χθες πλήρης ημερών και έργων.

Σαν άνθρωπος δεν μπορώ να πω ότι ήταν μεγάλη μου αγάπη. Όχι. Ούτε συμφωνούσα πάντα με όσα δήλωνε, ειδικά τα τελευταία χρόνια με το ζήτημα της Συμφωνίας των Πρεσπών.

Όμως, ο Θεοδωράκης είναι ένα μεγάλο σύμβολο στην Ελλάδα, αλλά και σε όλο τον κόσμο. Είναι ο άνθρωπος που έβαλε στα σπίτια μας την ποίηση, που μας έμαθε τους στίχους του Ελύτη, του Σεφέρη, του Ρίτσου.

Είναι αυτός που έκανε τους ανθρώπους της βάσης της κοινωνίας, πρωταγωνιστές του πολιτισμού.

Αυτός που ανοίγει τα χέρια του και “αγκαλιάζει” όλο τον κόσμο.

Χθες στο σπίτι ακούσαμε με τα παιδιά μου “Του Μικρού Βοριά”, “Βάρκα στο γιαλό”, “Λίγο ακόμα” (το οποίο το είχαν διδαχθεί και στη β’ δημοτικού), “Απρίλη μου” (Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ), “Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ”…

Αλλά ακούσαμε και το “Σφαγείο”, “Θα σημάνουν οι καμπάνες”, “Είμαστε δυο”…

Αφού εξήγησα -όσο ακόμα με παρακολουθούσαν- για τις μελοποιήσεις των ποιημάτων, ξεκίνησαν και οι ερωτήσεις: γιατί το λέει σφαγείο, τι εννοεί με το “γέμισε το κελί μας κόκκινο ουρανό…” κλπ.

Άρχισε, λοιπόν, μια κουβέντα για τη χούντα και τη δημοκρατία, για την οποία κατά τη 17η Νοέμβρη δεν είχαν δώσει ιδιαίτερη σημασία.

Μιλήσαμε για εξορίες, εκτελέσεις, με τον τρόπο που ταιριάζει στην ηλικία τους φυσικά, χωρίς ανατριχιαστικές λεπτομέρειες και περιγραφές βασανιστηρίων.

Έδειξαν σοκαρισμένοι με το πώς γίνεται να μην μπορούμε να κάνουμε παρέα με όποιον θέλουμε, να μην μπορούμε να λέμε ελεύθερα την άποψή μας, να μην μπορούμε να τραγουδάμε ό,τι μας αρέσει και μας εκφράζει.

Μιλήσαμε για τον αντιδικτατορικό αγώνα του Μίκη, για τον αγωνιστή Μίκη. Τους μίλησα για το Θεοδωράκη – σύμβολο της Ελλάδας και της δημοκρατίας.

Θέλω τα παιδιά μου να γνωρίζουν την αξία της δημοκρατίας και της ελευθερίας. Θέλω να γνωρίζουν την ιστορία του τόπου, την πορεία της χώρας, πώς εξελίχθηκε στο σήμερα.

Δε θέλω να τους μεγαλώσω με μίσος για άλλους ανθρώπους και άλλους λαούς.

Θέλω να τους δείξω το δρόμο της ισότητας, της αλληλεγγύης, της συμπόνιας.

Δεν συμφωνούσα πάντα με όσα δήλωνε ο Μίκης Θεοδωράκης, το ξαναείπα.

Όμως “η ζυγαριά σίγουρα γέρνει προς τη φωτεινή πλευρά της ιστορίας, εκεί που ανέπνεαν οι αγώνες των καταπιεσμένων” (via @Marialouka1).

Να μαθαίνουμε στα παιδιά μας την ιστορία τους, μέσα από παραδείγματα ανθρώπων που πάλεψαν για τη δημοκρατία, την ελευθερία, τη δικαιοσύνη.

Να τους μαθαίνουμε να μορφώνονται, να διαβάζουν, να αγωνίζονται.

“Την πόρτα ανοίγω το βράδυ,

τη λάμπα κρατώ ψηλά,

να δούνε της γης οι θλιμμένοι,

να ’ρθούνε, να βρουν συντροφιά.

Να βρούνε στρωμένο τραπέζι,

σταμνί για να πιει ο καημός

κι ανάμεσά μας θα στέκει ο πόνος,

του κόσμου αδερφός.”

(Άλμπουμ: Τα λυρικά, Συνθέτης: Θεοδωράκης Μίκης, Στιχουργός: Λειβαδίτης Τάσος, Έτος Κυκλοφορίας: 1978)

Βάσω Ζ. Νικολογιάννη

ΥΓ. Ο τίτλος είναι από τη φράση “Ο Χατζηδάκης είναι η κίνηση που κάνει κάποιος να κλείσει το παράθυρο, ενώ ο Θεοδωράκης είναι η κίνηση να ανοίξει το παράθυρο“, που δυστυχώς δε συγκράτησα ποιος την πρωτοείπε, αλλά τη μετέφερε δημοσιογράφος χθες σε ραδιοφωνική εκπομπή (Στο κόκκινο 105,5).