Ο ήχος από το black metal τραγούδι που έπαιζε στο ραδιόφωνο ήταν και ο μοναδικός που ερχόταν μέσα από το διαμέρισμα. Ο αστυνομικός Τολ Φάγκνερ ήταν αυτός που μπήκε πρώτος μέσα, έχοντας πάντοτε το πιστόλι και το φακό του στα χέρια. Από πίσω του περίμενε στην πόρτα ο καλός του φίλος και συνάδελφος, Μπορ Λούγκερ, ο οποίος μιλούσε συνεχώς στον ασύρματο με τον αρχηγό της αστυνομίας.

Ο Φάγκνερ προχώρησε με αργά βήματα και τσέκαρε αρχικά την κουζίνα και στη συνέχεια το μπάνιο. Δεν βρήκε τίποτα το αξιόλογο εκτός από ένα σακουλάκι με λίγη ηρωίνη και μερικές χρησιμοποιημένες σύριγγες. Προφανώς ο ένοικος του διαμερίσματος όταν “τρυπιόταν” ήταν με παρέα ή έβαζε στις φλέβες του τις ίδιες βελόνες ξανά και ξανά.

Η μουσική ερχόταν πίσω από εκείνη την κλειστή πόρτα με την αφίσα του Μπομπ Μάρλεϊ κολλημένη πάνω της. “Αστυνομία!! Είναι κανείς εδώ;“, φώναξε ο αστυνόμος και την άνοιξε. Η μυρωδιά της σάρκας που βρίσκεται σε προχωρημένη αποσύνθεση, ανάγκασε τον Φάγκνερ να σταθεί για λίγο στο χολ και να πάρει βαθιές ανάσες. Ύστερα έβγαλε μια ιατρική μάσκα από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του και την φόρεσε για να μπει στο δωμάτιο.

Το πτώμα βρισκόταν ξαπλωμένο μπρούμητα στο κρεβάτι. Τα σεντόνια ήταν γεμάτα αίμα και κάτουρο ενώ ο τοίχος του δωματίου ήταν ζωγραφισμένος με σπρέι. Κάτι λέξεις ήταν γραμμένες πάνω του, ονόματα από συγκροτήματα σαν και κείνο που ακουγόταν στο ραδιόφωνο. Μαύρα ρούχα, πέτσινα με καρφιά στα χέρια και τα πόδια, μπότες με σίδερο στη μύτη και φωνές βαριές, ίσως και ανατριχιαστικές. Αυτό ήταν η black metal σύμφωνα με τον Μπορ Λούγκερ, ενώ ο Φάγκνερ δεν νοιαζόταν ιδιαίτερα για τη μουσική γενικότερα.

Πλησίασε τον καθρέπτη του δωματίου. Είχε μια φωτογραφία κολλημένη ακριβώς στο κέντρο του. Ήταν μια όμορφη, κοκκινομάλλα γυναίκα που χαμογελούσε ξέγνοιαστα στον φακό. Ο Φάγκνερ την πήρε στα χέρια του και τη γύρισε από την πίσω μεριά. “Θα σ’ αγαπώ για πάντα!! Κρίστι!“, ήταν γραμμένη μια αφιέρωση με κόκκινο μαρκαδόρο και ένα φιλί κάτω δεξιά. Ο αστυνόμος χαμογέλασε για μια στιγμή σκεπτόμενος τη γυναίκα του αλλά γρήγορα το ενδιαφέρον του στράφηκε αλλού. Κοιτάζοντας αφηρημένα τον καθρέπτη είδε κάτι να είναι γραμμένο στο ταβάνι, ακριβώς πάνω από το κρεβάτι.

Ο Φάγκνερ σήκωσε το φακό και φώτισε ψηλά. Ήταν γραμμένο ένα μήνυμα, με κάτι που φαινόταν να είναι κόκκινη μπογιά. “ΆΡΓΗΣΕΣ“, ήταν αυτό που διάβασε ο αστυνομικός. Σκέφτηκε για λίγο κι ύστερα έστρεψε την προσοχή του στο πτώμα που ήταν στο κρεβάτι. Καθώς πλησίασε τον νεκρό, κοντοστάθηκε γιατί η βρώμα από την σάπια σάρκα γινόταν όλο και πιο έντονη. Κοίταξε τα χέρια του και είδε κάμποσες τρύπες που φανέρωναν τη συχνή χρήση της σύριγγας. Το λάστιχο που ήταν σφιχτά δεμένο στο μπράτσο του θύματος, ήταν τρανή απόδειξη οτι ο νεκρός έκανε χρήση ηρωίνης και πέθανε από υπερβολική δόση.

Ο Τολ Φάγκνερ φώναξε τον συνεργάτη του να έρθει μέσα στο δωμάτιο. Του έδειξε το μήνυμα στο ταβάνι, του είπε για τη φωτογραφία που βρήκε και την αφιέρωση που ήταν γραμμένη στην πίσω μεριά. Ύστερα του έδειξε το πτώμα, τις τρύπες στα χέρια του και τις σύριγγες στο δωμάτιο και στο μπάνιο. “Τι λες Μπορ;“, ρώτησε ο Φάγκνερ. “Υποθέτω οτι το εύκολο είναι να πούμε οτι πέθανε από υπερβολική δόση. Άλλωστε είχε και πάρε δώσε με βαποράκια όταν ζούσε οπότε κανείς δεν θα πει τίποτα και θα κλείσει εύκολα η υπόθεση“, είπε ο Λούγκερ και ολοκληρώνοντας την πρότασή του ο Μπορ πλησίασε το ανοιχτό παράθυρο και άναψε ένα τσιγάρο.

Η υπόθεση του Νικο

Πριν ένα μήνα από τη μέρα που βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του, ο Νίκο και η φίλη του η Κρίστι έκαναν βόλτα στα σοκάκια του Ελσίνκι. Ο νεαρός Αυστριακός είχε πάρει υποτροφία για το πανεπιστήμιο της πόλης και μαζί με την κοπέλα του χάζευαν την απόκοσμη και παγωμένη ομορφιά της πρωτεύουσας της Φιλανδίας. Ο Νίκο μόλις είχε νοικιάσει ένα μικρό διαμέρισμα και προσπαθούσε να μάθει τους δρόμους και τα στενά της περιοχής, η οποία θα τον φιλοξενούσε για τα επόμενα τέσσερα χρόνια.

Κάποια στιγμή πέρασαν από μία μικρή πλατεία, χωμένη πίσω από κάτι γκρίζες πολυκατοικίες. Η Κρίστι πόζαρε χαμογελώντας και ο Νίκο τη φωτογράφιζε λες και ήταν μοντέλο. Άλλωστε το κορίτσι θα έφευγε την επόμενη μέρα ύστερα από μία βδομάδα διακοπές με το αγόρι της. Γι’ αυτό ήθελε να έχει μαζί της μερικές φωτογραφίες, αναμνηστικές από το ταξίδι της στη Φιλανδία.

Η πτήση της Κρίστι ήταν αρκετά νωρίς το πρωί, έτσι η νεαρή κοπέλα έφυγε χωρίς να ξυπνήσει τον αγαπημένο της. Μόνο που πήρε μια φωτογραφία, έγραψε κάτι από πίσω με έναν κόκκινο μαρκαδόρο και την έβαλε στον καθρέπτη του δωματίου. Ήταν η τελευταία φορά που έβλεπε τον Νίκο ζωντανό…

Περίπου μια βδομάδα αργότερα, ο φοιτητής από την Αυστρία έτρεχε για να ξεφύγει από ένα μαύρο τζιπ που τον κυνηγούσε. Μπήκε σε κάτι σοκάκια που τα έβλεπε για πρώτη φορά στη ζωή του και χώθηκε σε ένα κτίριο που έμοιαζε εγκαταλελειμμένο. Ανέβηκε στον πιο ψηλό όροφο που μπορούσε να φτάσει και κρύφτηκε μέσα σε μια ξεχαρβαλωμένη ντουλάπα που ήταν πεταμένη στο πάτωμα.

Ο ιδρώτας είχε λούσει απ’ άκρη σ’ άκρη το κορμί του. Άκουγε την ανάσα του και τον τρελό ρυθμό της, η καρδιά του κόντευε να πεταχτεί έξω από το στήθος του. Ο Νίκο ήταν τρομοκρατημένος, άρχισε να κλαίει όσο πιο αθόρυβα μπορούσε και το μόνο που σκεφτόταν ήταν το σπίτι και η οικογένειά του πίσω στην Αυστρία. Δεν έπρεπε να είχε μπλέξει με τους Μολδαβούς…

Το άγριο γαύγισμα ενός σκύλου σταμάτησε τις σκέψεις του και τον επανάφερε στην πραγματικότητα. Αν τον έπιαναν αυτοί που τον κυνηγούσαν τότε ήταν σίγουρο οτι δεν θα ξανάβλεπε ούτε την Κρίστι ούτε και κανέναν άλλο. Θα τον σκότωναν και μάλιστα με τον χειρότερο τρόπο. Ο ίδιος άλλωστε είχε ακούσει τόσες και τόσες ιστορίες για τα περίφημα βασανιστήρια της μολδαβικής μαφίας.

Άνοιξε, πολύ λίγο, την μία πόρτα της ντουλάπας και κοίταξε έξω. Οι φωνές που ακούστηκαν στο διάδρομο, έξω από το δωμάτιο στο οποίο βρισκόταν, τον υποχρέωσαν να τρυπώσει και πάλι μέσα. Είχε λίγα δευτερόλεπτα για να κάνει το οτιδήποτε που θα μπορούσε να τον γλιτώσει από τη δύσκολη θέση στην οποία ήταν. “Το σκυλί!“, σκέφτηκε στιγμιαία και έβαλε το χέρι του στην δεξιά του τσέπη. Είχε ακόμα το σακουλάκι με την κοκαΐνη, αυτό που έγινε η αιτία να τον κυνηγήσουν οι Μολδαβοί μαφιόζοι.

Κρατώντας την ανάσα του άνοιξε και πάλι την πόρτα και πέταξε το σακουλάκι όσο πιο μακριά μπορούσε. Ήλπιζε οτι το σκυλί θα μύριζε μόνο την άσπρη σκόνη και θα τον άφηνε ήσυχο. Μια τρελή σκέψη σε στιγμή απελπισίας, αυτό ήταν και τίποτε άλλο…

Λίγα λεπτά αργότερα η πόρτα της ντουλάπας άνοιξε ύστερα από τις υποδείξεις του μαύρου ντόπερμαν που γαύγιζε γύρω της σαν λυσσασμένο. Ο ψηλός, καραφλός άντρας με τα δερμάτινα ρούχα και τη βαριά, αγγλική προφορά, κοίταξε τον Νίκο και του έκανε νόημα να μείνει στη θέση του. Ύστερα πήρε το κινητό του και αφού μίλησε για ένα λεπτό, το έκλεισε και στράφηκε ξανά στον έντρομο Αυστριακό φοιτητή. “Δεν έπρεπε να κλέψεις από τον Γκέρα“, του είπε και τον χτύπησε με ένα γκλοπ στο κεφάλι με αποτέλεσμα ο Νίκο να λιποθυμήσει.

Ξύπνησε δεμένος πάνω σε ένα κρεβάτι. Τα δυο του χέρια ήταν τεντωμένα και στο κάθε μπράτσο του ήταν δεμένο σφιχτά ένα λάστιχο, σαν εκείνα που χρησιμοποιούν οι μικροβιολόγοι όταν παίρνουν αίμα ή τα πρεζόνια όταν “τρυπιούνται“. Προσπάθησε να κουνηθεί αλλά ήταν αδύνατον. Φώναξε για βοήθεια αλλά μόλις τότε συνειδητοποίησε οτι η black metal μουσική που έπαιζε στο ραδιόφωνο ήταν τόσο δυνατά που κάλυπτε την αδύναμη φωνή του. Αισθανόταν λιγάκι ζαλισμένος αλλά υπέθεσε οτι ήταν από το χτύπημα του Μολδαβού μαφιόζου όταν τον βρήκε στην ντουλάπα νωρίτερα μέσα στη μέρα.

Όμως το σημάδι στη φλέβα του δεξιού του χεριού, αυτή η πολύ μικρή τρυπούλα, φανέρωνε την πραγματική πηγή της ζαλάδας του Νίκο. Αυτοί που τον κρατούσαν αιχμάλωτο του έκαναν ενέσεις με ηρωίνη για να μην φωνάζει και τους δημιουργεί προβλήματα. Ή ακόμα χειρότερα, αυτό θα ήταν το βασανιστήριο του άτυχου φοιτητή από τη μολδαβική μαφία…

Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του δωματίου και μόνο τότε ο Νίκο κατάλαβε οτι βρισκόταν στο διαμέρισμα που είχε νοικιάσει μια βδομάδα νωρίτερα. Το κάδρο στο διάδρομο απέναντι από το δωμάτιό του το είχε διαλέξει η Κρίστι. Η φωνή του ψηλού άντρα τον έκανε να παγώσει εντελώς. “Μίλησα με την κοπέλα σου την Κρίστι. Αν δεν βρει τα χρήματα που μας χρωστάς μέχρι το βράδυ της επόμενης μέρας, τότε να εύχεσαι να τα φέρει ο Άγιος Βασίλης“, του είπε ειρωνικά και έκλεισε την πόρτα.

Η Κρίστι τρομοκρατημένη από το τηλεφώνημα του Μολδαβού μαφιόζου ειδοποίησε αμέσως τους γονείς του Νίκο. Εκείνοι με τη σειρά τους απευθύνθηκαν στην αστυνομία η οποία μάζεψε πληροφορίες για τη μολδαβική μαφία και κατέληξε στον Ούρος Γκέρα που ήταν το αφεντικό. Η υπόθεση έφτασε στην Ιντερπόλ εξαιτίας της μαφίας, της απαγωγής και των ναρκωτικών. Ο Τολ Φάγκνερ και ο Μπορ Λούγκερ ήταν αυτοί που την ανέλαβαν και αμέσως πέταξαν με το πρώτο αεροπλάνο για Φιλανδία…

ΤΕΛΟΣ Α’ ΜΕΡΟΥΣ

(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται σε αυτό είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ