Νιώσε την οργή μου σκουπίδι!!“, είπε ο Τρεζόρ καθώς έλιωνε με το τακούνι της μπότας του μια κατσαρίδα που βολτάριζε στο μικρό του μπακάλικο. Η κυρία Σολέ παρακολουθούσε τον μαυριδερό και στρουμπουλό μεσήλικα να κατευθύνεται μέχρι το ταμείο, να παίρνει μια χαρτοπετσέτα από το συρτάρι, να γονατίζει και να μαζεύει οτι απόμεινε από το ενοχλητικό ζωύφιο. “Μεγάλο πρόβλημα οι κατσαρίδες στη γειτονιά μας“, σχολίασε η συμπαθητική γριούλα καθώς πλήρωνε τα ψώνια με την κάρτα της.

Θέλετε απόδειξη κυρία Σολέ;“, τη ρώτησε ο Τρεζόρ για να εισπράξει την αρνητική απάντηση της πελάτισσάς του. Ύστερα τη συνόδεψε μέχρι το διαμέρισμά της στην απέναντι πολυκατοικία και επέστρεψε βιαστικός στο μαγαζί του. “Άντε στο διάολο μωρή σκατόγρια“, είπε από μέσα του ο ιδιοκτήτης του μικρού μπακάλικου και κλείδωσε την πόρτα του μαγαζιού, γυρνώντας την ταμπέλα με την ένδειξη “ΚΛΕΙΣΤΟ” προς την έξω μεριά και κατέβηκε στο υπόγειο.

Την ίδια στιγμή στο αστυνομικό τμήμα που βρισκόταν ένα τετράγωνο μακριά από το μαγαζάκι του Τρεζόρ, ο ντετέκτιβ Μελιόρ κοίταζε προβληματισμένος το φάκελο με τους αγνοούμενους. Τον τελευταίο χρόνο είχαν εξαφανιστεί τρείς άνθρωποι από την περιοχή, όλοι τους άντρες, χωρίς να αφήσουν το παραμικρό ίχνος. Ήταν λες και είχε ανοίξει η Γη και τους είχε καταπιεί, κανένας δεν είχε δει τίποτα, ούτε ένας μάρτυρας, πουθενά!

Επίσης αυτό που είχε κάνει μεγάλη εντύπωση στον αστυνόμο, όταν έπαιρνε καταθέσεις από τους συγγενείς των αγνοούμενων, ήταν οτι και οι τρεις είχαν φύγει από τα σπίτια τους για να ψωνίσουν. Απλά, καθημερινά πράγματα όπως χαρτί υγείας, ψωμί και οτι άλλο χρειάζεται ένα σπιτικό. Αλλά και ο χρόνος της εξαφάνισης ήταν επίσης κάτι που προβλημάτισε έντονα τον ντετέκτιβ Μελιόρ αφού τα ίχνη τους χάθηκαν μέρα μεσημέρι, ακριβώς το ίδιο σε όλες τις περιπτώσεις.

Επομένως πρέπει και οι τρεις να έχουν πέσει θύματα απαγωγής. Αλλά γιατί ο απαγωγέας ή οι απαγωγείς, δεν έχει πάρει ένα τηλέφωνο να ζητήσει λύτρα, το οτιδήποτε;“, είπε ο ντετέκτιβ στο μικρό του μαγνητόφωνο. Ο νεαρός αστυνομικός, από την Ακαδημία ακόμα, συνήθιζε να το χρησιμοποιεί σαν ημερολόγιο, Στο μαγνητόφωνο κατέγραφε κάθε του σκέψη είτε αφορούσε τη δουλειά του είτε την προσωπική του ζωή…

Σε αυτό έκανε την ψυχοθεραπεία του όταν είχε χωρίσει με τη γυναίκα του. Η Μάνικα και ο αστυνόμος Μελιόρ είχαν παντρευτεί από τα είκοσι τους χρόνια, όταν εκείνος βρισκόταν ακόμα στην Ακαδημία. Η σχέση τους ήταν εκρηκτική, γεμάτη εντάσεις και άγριους καυγάδες, αλλά επειδή τα έβρισκαν στο σεξ, πάντοτε γινόταν κάτι και ξαναέσμιγαν. Όμως μια μέρα ο κόμπος έφτασε στο χτένι. Η Μόνικα χτύπησε τον Μελιόρ, εκείνος τρελάθηκε και έσπασε όλο το σπίτι και η συνέχεια δόθηκε στα δικαστήρια.

Τότε ήταν που εκείνη αποκάλυψε οτι ήταν έγκυος σοκάροντας τον ντετέκτιβ. Έτσι ο δικαστής έβγαλε το διαζύγιο υπέρ της γυναίκας και ο κακόμοιρος ο Μελιόρ έπρεπε να πληρώνει τη Μόνικα μέχρι να ενηλικιωθεί το παιδί. Ένα παιδί που δεν τον άφηνε να βλέπει γιατί το δικαστήριο έκρινε οτι ο αστυνόμος είχε προβλήματα με τη συμπεριφορά του και ήταν κακή επιρροή για εκείνο. Έτσι ο ντετέκτιβ έχασε το μυαλό του και το έριξε στο αλκοόλ, η ζωή του πήρε την κάτω βόλτα από το πουθενά.

Ένα απόγευμα λοιπόν, που καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας, είχε μπροστά του ένα μπουκάλι βότκα και ένα χαμηλό ποτήρι. Στα χέρια του κρατούσε το μαγνητόφωνο που είχε στην Ακαδημία και το κοίταζε αφηρημένα. Το δίλημμα στο θολωμένο του μυαλό ήταν να πιεί ακόμα μία φορά και να γίνει στουπί ή να αρχίσει να μιλάει στο μηχάνημα και να βγάλει από μέσα του οτι τον βασάνιζε μπας και λυτρωθεί. Ευτυχώς για τον ίδιο, αποφάσισε το δεύτερο…

Μία βδομάδα αργότερα

Ο συνάδελφος του αστυνόμου Μελιόρ, Ζαν Κριστόφ, σηκώθηκε βαριεστημένος από την καρέκλα του. “Πάω να πάρω τσιγάρα. Θες να σου φέρω τίποτα;“, ρώτησε τον φίλο του ο οποίος έγνεψε αρνητικά. Ο Ζαν βγήκε από το αστυνομικό τμήμα και προχώρησε μέχρι το φανάρι της γωνίας. Πέρασε απέναντι και κατευθύνθηκε προς το περίπτερο όμως λίγο πριν φτάσει, είδε με την άκρη του ματιού του ένα μικρό μπακάλικο ανάμεσα από ένα κομμωτήριο και το δημοτικό πάρκινγκ.

Εκτός από τσιγάρα ο αστυνόμος Ζαν Κριστόφ ήθελε να αγοράσει και ένα κρύο σάντουιτς για να φάει και να χορτάσει την πείνα του. Άνοιξε την πόρτα και αφού χαιρέτησε τον μαυριδερό και στρουμπουλό μεσήλικα που βρισκόταν πίσω από το ταμείο, προχώρησε στο διάδρομο με τα απορρυπαντικά για να καταλήξει στο ψυγείο με τα αναψυκτικά και τα κρύα φαγητά. Διάλεξε ένα σάντουιτς με τυρί, ζαμπόν και μαγιoνέζα και ζήτησε από τον άντρα στο ταμείο ένα πακέτο gauloises. “Θέλετε απόδειξη;“, τον ρώτησε εκείνος και ο Ζαν Κριστόφ έγνεψε καταφατικά. Εκείνος χτύπησε το ποσό στην ταμειακή και πάτησε το κουμπί για την απόδειξη. Και εντελώς ξαφνικά άνοιξε η Γη κάτω από τα πόδια του αστυνομικού…

Ο Ζαν Κριστόφ προσπαθούσε να καταλάβει τι έγινε και πως στο καλό βρέθηκε από τα φώτα του μικρού μπακάλικου μέσα στα σκοτάδια του υπόγειου, αν ήταν αυτός ο χώρος στον οποίο είχε πέσει. Αμέσως το κορμί του ένιωσε τη δροσιά που κυριαρχούσε στο μέρος ενώ μια απαίσια μυρωδιά είχε γεμίσει το υπόγειο απ’ άκρη σ΄ άκρη, λες και υπήρχε κάποιο ψοφίμι εκεί μέσα και σάπιζε για πολύ καιρό. Προσπάθησε να κουνηθεί αλλά είχε χωθεί σε κάτι στενό και σιδερένιο και το μόνο που μπορούσε να κουνήσει ήταν τα χέρια του.

Έτσι έβγαλε το κινητό μέσα από την τσέπη του παλτού που φορούσε και προσπάθησε να καλέσει τον ντετέκτιβ Μελιόρ. Όμως το σήμα ήταν τόσο κακό που δεν τα κατάφερε και έτσι αποφάσισε να ανοίξει τον φακό του τηλεφώνου για να δει που στο διάολο βρισκόταν. Γούρλωσε τα μάτια του και σταμάτησε να αναπνέει για λίγα δευτερόλεπτα. Το θέαμα που έβλεπε ήταν τόσο φρικιαστικό που ακόμα και ο ίδιος, που θεωρούνταν από τα πιο σκληρά παιδιά της υπηρεσίας, τρόμαξε και άρχισε να τρέμει χωρίς σταματημό.

Μια πόρτα άνοιξε και από πίσω της βρισκόταν ο μαυριδερός άντρας που καθόταν στο ταμείο του μικρού μπακάλικου. Τράβηξε ένα μοχλό που ήταν δίπλα από την πόρτα και όλος ο χώρος φωτίστηκε από ένα πολύ έντονο, λευκό φως που ερχόταν από τον προβολέα που ήταν τοποθετημένος στο τσιμεντένιο ταβάνι του υπόγειου. “Καλησπέρα σας! Ελπίζω να μην χτυπήσατε πουθενά κατά την πτώση σας!“, είπε στον Ζαν Κριστόφ με χαρακτηριστική ψυχραιμία, λες και όλο αυτό που συνέβαινε ήταν πέρα για πέρα φυσιολογικό.

Στον τοίχο απέναντι από το σημείο που ήταν σφηνωμένος ο αστυνομικός, ήταν το πτώμα ενός άντρα με τα χέρια και τα πόδια τεντωμένα και καρφωμένα με σιδερένιες βέργες σαν σε σταυρό. Το χρώμα στο δέρμα του φανέρωνε οτι ήταν νεκρός για κάμποσο καιρό ενώ το πιο φρικιαστικό ήταν οτι οι όρχεις και το πέος του ήταν κομμένα, έλειπαν από το άψυχο κορμί του. Στα δεξιά του Ζαν Κριστόφ ήταν ένα μεταλλικό τραπέζι, πάνω στο οποίο βρισκόταν το παραμορφωμένο σώμα ενός άλλου άντρα. Τα χέρια και τα πόδια του είχαν κοπεί από το υπόλοιπο σώμα και τα σκουλήκια στις πληγές του μαρτυρούσαν την πολυκαιρία του θανάτου του.

Όμως το πιο τρομακτικό ήταν εκείνο το σκοτεινό δωματιάκι που βρισκόταν αριστερά από την πόρτα του υπόγειου. Μόλις ο Τρεζόρ άνοιξε το φως αμέσως ο Ζαν Κριστόφ φρίκαρε τελείως και άρχισε να ουρλιάζει: “Άσε με να φύγω τέρας!! Είμαι αστυνομικός, μ’ ακούς;; Είμαι αστυνομικός!!“. Ο στρουμπουλός άντρας, χωρίς να δώσει σημασία στις κραυγές του αιχμαλώτου του, πλησίασε μια κονσόλα και πάτησε ένα μεγάλο, κόκκινο κουμπί και αμέσως μια σιδερένια κατασκευή, σαν πρέσα αυτοκινήτων, σηκώθηκε και αποκάλυψε το μακάβριο θέαμα από κάτω.

Το διαλυμένο, σχεδόν λιωμένο κορμί ενός ανθρώπου ήταν αυτό που είχε απομείνει κάτω από την πρέσα. Μόνο ένας τρελός, αρρωστημένος σαδιστής θα μπορούσε να κάνει όλα αυτά τα εγκλήματα και αυτό ήταν το πραγματικό πρόσωπο του Τρεζόρ. Το μπακάλικο ήταν η κάλυψή του και ένας τρόπος για να βγάζει τα προς το ζην και το υπόγειο ήταν ο χώρος που πραγματοποιούσε κάθε σκοτεινή του σκέψη. Και από καθαρή ατυχία ο Ζαν Κριστόφ είχε πέσει στα χέρια του σαδιστή, ένα μόλις τετράγωνο μακριά από το αστυνομικό τμήμα, εκεί που τον περίμενε ο καλός του φίλος και συνάδελφος, ο ντετέκτιβ Μελιόρ.

Πίσω στο αστυνομικό τμήμα

Ο αστυνόμος Μελιόρ άφησε από τα χέρια του τον φάκελο με τους αγνοούμενους και έπιασε το κινητό του. “Που στο καλό πήγε ο μαλάκας τόση ώρα;“, μονολογούσε καθώς πληκτρολογούσε τον αριθμό του Ζαν Κριστόφ, όμως προς μεγάλη του απογοήτευση άκουσε τον χαρακτηριστικό ήχο που ακούγεται όταν το τηλέφωνο είναι κλειστό ή δεν έχει σήμα. Σηκώθηκε από τη θέση του και βγήκε στο μπαλκόνι μήπως και μπορέσει να πιάσει γραμμή όμως το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Ρώτησε τους υπόλοιπους συναδέλφους αν τον είχε δει κανείς να επιστρέφει αλλά και πάλι η απάντηση δεν ήταν αυτή που επιθυμούσε.

Μόλις δεις τις κλήσεις μου πάρε με τηλέφωνο!!“, έγραψε στο μήνυμα και το έστειλε στον Ζαν Κριστόφ. Περίμενε για την αναφορά παράδοσης αλλά αυτή δεν ήρθε ποτέ κι έτσι, νευριασμένος καθώς ήταν, βγήκε από το κτίριο για να κάνει μια βόλτα. Άρχισε να περπατάει σκυθρωπός προς το πλησιέστερο καφέ, ήθελε να πάρει έναν καυτό καπουτσίνο, σκέτο με λίγη κανέλλα από πάνω. Ξαφνικά το κινητό του άρχισε να χτυπάει και βιάστηκε να το σηκώσει γιατί νόμιζε οτι ήταν ο φίλος του αλλά ξενερωμένος είδε οτι τον καλούσαν από το τμήμα.

Μελιόρ εδώ“, είπε σε αυστηρό ύφος απαντώντας στην κλήση. “Αστυνόμε μήπως είδες καθόλου τον Ζαν Κριστόφ σήμερα; Γιατί το σήμα του βρέθηκε πεσμένο κάτω από την καρέκλα του γραφείου του“, του είπε η φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής. “Θα του έπεσε την ώρα που σηκώθηκε για να πάει να αγοράσει τσιγάρα στο περίπτερο“, απάντησε ο ντετέκτιβ και αμέσως κατευθύνθηκε προς το σημείο που πηγαίνει συνήθως ο συνάδελφός του. Ρώτησε τον περιπτερά αν είδε τον αστυνομικό Κριστόφ αλλά εκείνος του απάντησε αρνητικά.

Ξέρεις που αλλού πουλάνε τσιγάρα εδώ κοντά;“, του είπε ο ντετέκτιβ Μελιόρ. “Εκτός από μένα και το περίπτερο στην άλλη μεριά του δρόμου, είναι και εκείνο το μικρό μπακάλικο ανάμεσα από το πάρκινγκ και το κομμωτήριο“, του απάντησε εκείνος και ο αστυνόμος περπάτησε μέχρι το μαγαζί που του είπε ο περιπτεράς. Φτάνοντας όμως στην είσοδο του καταστήματος είδε απογοητευμένος την ταμπέλα με την ένδειξη “ΚΛΕΙΣΤΟ” γυρισμένη προς την έξω μεριά.

Παραξενεύτηκε όμως γιατί είδε ένα φως να έρχεται από την πίσω μεριά του καταστήματος, εκεί που ήταν οι σκάλες που οδηγούσαν -μάλλον- στο υπόγειο. Έτσι χτύπησε δυνατά την πόρτα και περίμενε να δει τι θα γίνει. Κάτι μέσα του τον έτρωγε, κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτό το μαγαζί. Πλησίασε το πρόσωπό του για να κοιτάξει καλύτερα μέσα και παρατήρησε το φως να κλείνει, πράγμα που σημαίνει οτι κάποιος είναι μέσα στο μαγαζί αλλά δεν έχει διάθεση να ανοίξει την πόρτα. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα ήταν φυσιολογικό, τώρα όμως το ένστικτο του νεαρού αστυνόμου σχεδόν τον… υποχρέωνε να πάει προς τα εκεί που ήταν το φως.

Κοίταξε την πόρτα του μαγαζιού και είδε οτι ήταν παλιά, δεν θα είχε και μεγάλο πρόβλημα να την ανοίξει αν προσπαθούσε. Μικρός, από αντίδραση στον πατέρα του που ήταν αστυνόμος και εκείνος, έμπλεκε με κακές παρέες και είχε κάνει κάμποσες διαρρήξεις. Βέβαια, όταν εκείνος σκοτώθηκε στην προσπάθειά του να σταματήσει έναν ληστή που είχε κλέψει ένα κοσμηματοπωλείο, ο μικρός Πολ Μελιόρ άλλαξε μυαλά και αποφάσισε να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του.

Έτσι έβγαλε από την τσέπη του ένα κατσαβίδι και με τη βοήθεια μιας τηλεκάρτας άρχισε να παιδεύει την κλειδαριά της πόρτας. Με λίγη προσπάθεια τα κατάφερε και την άνοιξε και κατευθύνθηκε κατευθείαν προς την πίσω μεριά του μικρού μπακάλικου και τις σκάλες που οδηγούσαν στο υπόγειο. Μετά το τελευταίο σκαλί ήταν μια ξύλινη πόρτα και πίσω από την πόρτα ερχόταν ο ήχος από κάτι που έμοιαζε με τροχό ή κάποιο άλλο τέτοιο μηχάνημα.

Ο ντετέκτιβ Μελιόρ την έσπρωξε και μπήκε μέσα κρατώντας το όπλο του στα χέρια. Με δυσκολία κρατήθηκε να μην ξεράσει γιατί όλο το δωμάτιο βρομοκοπούσε από την προχωρημένη αποσύνθεση των πτωμάτων που ήταν εκεί μέσα. Ξαφνικά άκουσε κάποιον να γελάει και κοκκάλωσε τελείως, συγκέντρωσε όσο καλύτερα μπορούσε το μυαλό του για να καταλάβει τι στο καλό γινόταν εκεί κάτω.

Γύρισε το βλέμμα του προς την πόρτα και είδε το φως από το δωματιάκι στα αριστερά της. Πλησίασε προς τα εκεί και τότε άκουσε μια φωνή να λέει δυνατά: “ΝΙΩΣΕ ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΜΟΥ ΣΚΟΥΠΙΔΙ!!” και στη συνέχεια ακολούθησε ο βαρύς χτύπος της πρέσας που έπεφτε πάνω στον άτυχο Ζαν Κριστόφ, λιώνοντάς τον σαν κατσαρίδα, σαν εκείνες που ενοχλούσαν την κυρία Σολέ και την υπόλοιπη γειτονιά.

(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται σε αυτό είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ