Με αφορμή το άρθρο του Σπύρου για τα ιστορικά κτίρια στο Αιτωλικό, τα εγκαίνια του κτιρίου Χρυσόγελου που στεγάζει το Σπίτι του Τουρίστα στο Μεσολόγγι, το Ξενοκράτειο, αλλά και τις δράσεις αυτών των 2 εβδομάδων στο Κατράκειο, θα κάνω μια μικρή νύξη για τα κτίρια και τους χώρους του Αιτωλικού που μένουν αναξιοποίητα ή δε συντηρούνται επαρκώς.

Το Αιτωλικό είναι ένας τόπος με το ασύγκριτο πλεονέκτημα της γραφικότητας και της παράδοσης, που, όμως, δεν αξιοποιούνται όπως θα έπρεπε.

Η αρχιτεκτονική κληρονομιά ενός τόπου, κομμάτι της πολιτιστικής κληρονομιάς του, περιλαμβάνει εκτός από μεμονωμένα κτίρια και μνημεία, και τα επιμέρους μορφολογικά, διακοσμητικά και κατασκευαστικά τους στοιχεία, τον περιβάλλοντα χώρο τους, κτιριακά σύνολα, ιστορικά κέντρα και παραδοσιακούς οικισμούς, καθώς επίσης και παραδοσιακές τεχνικές δόμησης. 


Το σπίτι της Βάσως Κατράκη, το οικόπεδο της παλιάς παιδικής χαράς, το CINE ΑΛΕΞ… και πολλές ακόμη περιπτώσεις που έχουν αφεθεί στη μοίρα τους, να ρημάζουν, χωρίς κανένα σχέδιο αξιοποίησής τους, παρά τις προτάσεις που πιθανώς έχουν κατά καιρούς πέσει στο τραπέζι, καθώς και τα ήδη γκρεμισμένα όπως το κτίριο που έγινε η δίκη του Καραϊσκάκη.


Ένας τόπος κτισμένος ακτινικά γύρω από την εκκλησία της Παναγίας, την κεντρική του πλατεία, με μικρά δρομάκια και χαμηλά σπιτάκια, ειδικά στο βόρειο τμήμα του νησιού, αυτό που λέμε το “παλιό Αιτωλικό” και με πολλές εκκλησίες.

Ένας τόπος με στενούς και ακανόνιστους δρόμους, συχνά χωρίς πεζοδρόμια, όπου, όμως, συνεχίζουμε να παρκάρουμε τα αυτοκίνητά μας.

Διάβασα κάποια στιγμή ότι ο σεισμός του 1965 ήταν καθοριστικός για τα κτίρια του νησιού, καθώς καταστράφηκαν αρκετά και ξαναχτίστηκαν με νεότερες αρχιτεκτονικές, που δεν “έδεναν” τόσο με το υπάρχον τοπίο. Σημεία-σταθμοί στη διαμόρφωσή του ήταν η χάραξη του κεντρικού δρόμου γύρω στο 1860 και η μετέπειτα κατασκευή της περιμετρικής, περίπου τη δεκαετία του ’70, που “στρογγύλεψε” το νησί.

Ο κτιριακός πλούτος του τόπου όπου αντικατοπτρίζεται η γραφικότητά του, δυστυχώς, σε κάποια σημεία, έχει αλλοιωθεί ή και καταστραφεί με “βίαιες” επεμβάσεις. Ωστόσο, υπάρχει ακόμα μεγάλο μέρος των παραδοσιακών κτιρίων που αντέχουν στο χρόνο, όμως χρειάζονται συντήρηση.

Το γνωστό διώροφο που πρόσφατα αναδείχθηκε και που βλέπουμε στην περιμετρική, με τις τοξωτές πόρτες στο ισόγειο, ιδιοκτησίας Γιαννούλη, με έντονο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, χαρακτηρίστηκε το 2012 (ΦΕΚ 125/Α.Α.Π./18-04-2012) ως μνημείο νεότερης ιστορίας, διατηρητέο κτίριο και είναι από τις ευχάριστες εκπλήξεις σε σχέση με την κατάσταση των άλλων κτιρίων. Διατηρητέο είναι, επίσης, και το κτίριο του πρώτου δημοτικού σχολείου.

Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, για οποιεσδήποτε επεμβάσεις στα διατηρητέα κτίρια, χρειάζεται έγκριση από την αρμόδια διεύθυνση Νεότερης και Σύγχρονης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Επιπλέον, απαγορεύεται οποιαδήποτε Δημοτική ή ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα πλησίον αυτού χωρίς την σύμφωνη γνώμη των αρμοδίων, ενώ νομοθετούνται ποινικές διώξεις για τους ιδιοκτήτες σε περίπτωση ηθελημένης καταστροφής ή αλλοίωσης των οικοδομημάτων αυτών και ανάληψη της οικονομικής ευθύνης σε περιπτώσεις ζημιών από εξωγενείς παράγοντες, από τους δήμους σε περίπτωση αδυναμίας των ιδιοκτητών.

“Τόσο η αναπαλαίωση όσο και η ανακατασκευή, δεν είναι επιτρεπτές επεμβατικές μέθοδοι σε κτίρια που έχουν κριθεί διατηρητέα, καθώς αλλοιώνουν είτε τη μορφή, είτε τον τρόπο κατασκευής τους εκ θεμελίων, και κατά συνέπεια την ιστορικότητά τους και την αυθεντικότητα που τα διαπνέει.

Ειδικά η ανακατασκευή σαν μέθοδος καταδικάζεται από το άρθρο 15 του Χάρτη της Βενετίας, αν και σήμερα εφαρμόζεται υπό συνθήκες, για λόγους ψυχολογικούς και συμβολικούς κυρίως, για κτίρια και άλλα οικοδομήματα που έχουν πληγεί ή καταστραφεί βίαια, σε μια προσπάθεια ανασυγκρότησης εθνικών ταυτοτήτων και αποκατάστασης καλών σχέσεων.

Αντίθετα, η αποκατάσταση αποτελεί έναν ολόκληρο επιστημονικό κλάδο, που διαπνέεται από τις αρχές όλων των χαρτών και συμβάσεων για την προστασία της αρχιτεκτονικής και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς, ενώ παράλληλα, το 1996 ιδρύθηκε από το Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων και Τοποθεσιών – ICOMOS,η Διεθνής Επιστημονική Επιτροπή για την Ανάλυση, Συντήρηση και Δομητική Αποκατάσταση της Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς – ISCARSAH (The International Scientific Committee on the Analysis and Restoration of Structures of Architectural Heritage) προκειμένου να λειτουργήσει σαν ένας τόπος συζήτησης, ένα δίκτυο μηχανικών εμπλεκόμενων με θέματα αποκατάστασης και διατήρησης του κτιριακού κληροδοτήματος.

Προϋποθέσεις της σωστής αποκατάστασης, βάσει των ισχυόντων χαρτών και κανόνων, θεωρούνται:

– η απαίτηση για διεπιστημονική προσέγγιση και εκπόνηση διερευνητικών μελετών προκαταρτικής φύσεως, προκειμένου να αναλυθούν λεπτομερώς τόσο τα τυπολογικά και μορφολογικά στοιχεία όσο και η κατασκευαστική δομή του κτιρίου και να διαπιστωθούν οι αιτίες φθοράς και καταστροφής, με στόχο το σχεδιασμό των επεμβάσεων.

– η ανάγκη κατανόησης του στατικού φορέα και της συμπεριφοράς των υλικών κατασκευής, υπό το πρίσμα της αυθεντικότητας του τρόπου κατασκευής της εποχής της ανέγερσης του οικοδομήματος. Η διατήρηση των όψεων ενός κτιρίου σε μια προσπάθεια διατήρησης των μορφολογικών στοιχείων του με πλήρη αφαίρεση του δομικού συστήματός του, δεν είναι αποδεκτή.

– η επαναχρησιμοποίηση του κτιρίου μέσω συμβατών με το κτίριο αλλαγών στη χρήση του.

– η χρησιμοποίηση καλής ποιότητας, συμβατών με τα υφιστάμενα υλικών και η σαφής διάκριση μεταξύ τους και φυσικά με αντιστρεπτή συμπεριφορά.

– η αρχή της διάκρισης ισχύει και για προσθήκες κτιριακών όγκων είτε κατ’επέκταση είτε καθ’ ύψος, η οποία θα κατασκευάζεται με σεβασμό πάντα στο κτίριο και το περιβάλλον του και θα εντάσσεται αρμονικά σε αυτό. Τόσο τα υλικά όσο και οι προσθήκες πρέπει να φέρουν τη σφραγίδα της εποχής του.

– η διατήρηση όλων των ιστορικών φάσεων κατασκευής, προς αποφυγή φαινομένων στυλιστικής αποκατάστασης, χωρίς να αποκλείεται η αφαίρεση στοιχείων μικρότερης αξίας προς ανάδειξη υποκείμενων αξιολογότερων.

– η κατανόηση της αξίας και της αυθεντικότητας της κατασκευής, ενταγμένες στο πολιτισμικό πλαίσιο που αυτή ανήκει.

– η κατανόηση ότι η αποκατάσταση αποτελεί μέσον επίτευξης ενός στόχου,εν προκειμένω τη διατήρηση ενός κτιρίου ως σύνολο.

– η απαίτηση για επαλήθευση των υποθέσεων απόκρισης των τεχνικών επεμβάσεων του μελετητικού επιπέδου, πριν την εφαρμογή τους στη φάσητης κατασκευής.

– η απαίτηση για ασφάλεια στην κατασκευή σε συνεκτίμηση με την αξία του δομικού συστήματος και η επιλογή παραδοσιακών ή πρωτοποριακών μεθόδων δομητικής αποκατάστασης που θα πρέπει να αποφασίζεται για κάθε περίπτωση ξεχωριστά.

– η καταγραφή και τεκμηρίωση όλων των σταδίων επέμβασης με δημιουργία αρχειακού υλικού.

– ανθεκτικότητα των προτεινόμενων επεμβάσεων σε διάρκεια (με στόχο τη μεγιστοποίηση του ωφέλιμου χρόνου διάρκειας ζωής του κτιρίου, σε αντίθεση με εργασίες συντήρησης και στερέωσης που στοχεύουν βραχυπρόθεσμα).

(Αικ. ΚΟΥΓΚΟΛΟΥ, ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ: «ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ ΚΤΙΡΙΟΥ ΑΡΒΑΝΙΤΗ – ΟΙΚΙΑ ΡΗΓΑ ΣΤΟ ΑΓΡΙΝΙΟ», ΑΓΡΙΝΙΟ, ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2021)


Η ολοκληρωμένη προστασία αποτελεί προϊόν μακροχρόνιων συζητήσεων και προβληματισμών σχετικά με τη διαχείριση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και ουσιαστικά σηματοδοτεί το πέρασμα από τη μουσειακή διατήρηση στη δυναμική προστασία του κτιριακού αποθέματος.

Με άξονα την ένταξη της προστασίας του αρχιτεκτονικού κληροδοτήματος στο χωροταξικό σχεδιασμό, στοχεύει στην οικονομική συμβολή των φορέων διοίκησης αλλά και στην εμπλοκή του κοινωνικού συνόλου μέσω συμμετοχικών διαδικασιών, για μια βιώσιμη ανάπτυξη τόσο στον τομέα της διατήρησης όσο και του πολεοδομικού σχεδιασμού.

Στο πλαίσιο της ολοκληρωμένης προστασίας περιλαμβάνονται επεμβατικές ή μη, τεχνικές που είναι συμβατές με τη διατήρηση της ιστορικότητας των κατασκευών, όπως η αναβίωση, η ανάπλαση, ανάδειξη, η επανάχρηση και η ένταξη νέων κτιρίων (Φ. Μαλλούχου-Tufano, 2015).

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο από το 1975 και μετά, θεσμοθετήθηκε μια σειρά από οικονομικά και φορολογικά ευνοϊκές ρυθμίσεις για τους ιδιοκτήτεςδιατηρητέων κτιρίων, που έδωσαν την απαραίτητη ώθηση σε αρκετούς από αυτούς, να τα αποκαταστήσουν, προκειμένου να τα εκμεταλλευτούν εμπορικά, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη χρήση ενός μεγάλου ποσοστού ακινήτων από τράπεζες. Ταυτόχρονα, πολλά ακίνητα που ήταν ή βρέθηκαν στην ιδιοκτησία του δημοσίου τομέα, αποκαταστάθηκαν με σκοπό να χρησιμοποιηθούν από τις υπηρεσίες του, ενώ ελάχιστα έως μηδαμινά κτίρια ειδικού καθεστώτος προστασίας, αξιοποιούνται ως χώροι κατοικίας ή έστω με την αρχική τους χρήση.

Η επανάχρηση του κτιριακού αποθέματος αποδείχτηκε το καλύτερο εργαλείο διάσωσης, ενώ ταυτόχρονα μέσω της πρόσδοσης χρήσεων πολιτιστικού περιεχομένου, η προστασία και ανάδειξη της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς έγινε συνιστώσα πολεοδομικού σχεδιασμού και οικονομικής ανάπτυξης.


Στο Αιτωλικό, εκτός των παλιών κτιρίων, έχουν φτιαχτεί και νεότερα, τα οποία, όμως, δε συντηρούνται ή δεν αξιοποιούνται ολοκληρωμένα, όπως ο παιδικός σταθμός που το μισό προαύλιο, για παράδειγμα, είναι μόνιμα κλειστό.


Το ναυτικό μουσείο (πρώην ΕΞΕΔΡΑ) δεν έχει ακόμη “ανοίξει τις πύλες του” ώστε να δούμε την ακριβή χρήση του και την πορεία του.

Το Κατράκειο που ξεκίνησε με μεγάλες προσδοκίες δεν αξιοποιείται αναλόγως των δυνατοτήτων του, πέρα από μικρές ευχάριστες αναλαμπές, όπως οι τρέχουσες εκδηλώσεις με την επίσκεψη των Γερμανών καλλιτεχνών και άλλες εκδηλώσεις πολιτισμού. 

Το 2014, η ΑΙΧΜΗ παρουσίασε μια εργασία που εκπονήθηκε το 2004 από τη Μεσολογγίτισσα πολιτικό μηχανικό Ελίζα Παπαδοπούλου, η οποία  περπάτησε το νησί, κατέγραψε την πολιτιστική του κληρονομιά και τον πλούτο των κτισμάτων του και πρότεινε, μεταξύ άλλων, την κήρυξη του Αιτωλικού ως παραδοσιακού οικισμού και την ένταξή του σε ένα συνολικό πρόγραμμα ανάπλασης και αποκατάστασης των ιστορικών προσόψεων.

Δεν είμαι ειδικός και δε γνωρίζω επαρκώς τις δυνατότητες αξιοποίησης. Όμως, το νησί μας θα μπορούσε να “ποντάρει” στην αξιοποίηση αυτού του χρώματός του, της παράδοσης, της γραφικότητάς του, της ιστορίας του, της περιβαλλοντικής του σημασίας.

Βάσω Ζ. Νικολογιάννη