Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΧΑΟΥΣ
Ημέρα 1η, λίγες ώρες μετά το περιστατικό…
Ο Πάνος αισθανόταν ήδη λιγάκι κουρασμένος, όχι κάτι το ιδιαίτερο απλά μια παράξενη υπνηλία που τον έπιασε ξαφνικά. Πήγε μέχρι το ψυγείο της κουζίνας, το άνοιξε και πήρε το μπουκάλι με το γάλα κι άρχισε να πίνει με λαιμαργία. Είχε σκάσει από τη ζέστη που κυριαρχούσε απ’ άκρη σ’ άκρη στο κορμί του ενώ το μαύρο κοντομάνικο που φόραγε είχε κολλήσει πάνω του από τον ιδρώτα.
Ένιωθε να πνίγεται, δεν τον χωρούσε ο τόπος. Πήγε μέχρι το σαλόνι κι αφού άνοιξε την μπαλκονόπορτα βγήκε έξω στη βεράντα. Σκέφτηκε για μια στιγμή πόσο τυχερός ήταν που είχε βρει διαμέρισμα στον 4ο όροφο και υπήρχε συνέχεια δροσιά. Ειδικά όταν άνοιγε και το παράθυρο της κουζίνας που βρισκόταν στην άλλη άκρη του σπιτιού, τότε ο αέρας γέμιζε κάθε γωνιά του μικρού του δυαριού.
Κάθισε στην καρέκλα που ήταν στη βεράντα και κρατώντας ακόμα στο χέρι του το μπουκάλι με το γάλα προσπαθούσε να βάλει σε μια τάξη το μυαλό του. Ήταν τέτοια η ταραχή του που σχεδόν είχε ξεχάσει τι στο καλό είχε συμβεί νωρίτερα, όταν περίμενε υπομονετικά στη στάση του μετρό για να γυρίσει στο σπίτι του. “Μα γιατί δεν μπορώ να θυμηθώ ρε πούστη μου;“, μονολογούσε ο Πάνος χωρίς να έχει ιδέα για την κρισιμότητα της κατάστασής του.
Η νύχτα βρήκε τον νεαρό φοιτητή κοιμισμένο στην καρέκλα της βεράντας. Ούτε που κατάλαβε πόση ώρα είχε περάσει, μέρα ήταν όταν έκατσε για να συγκεντρωθεί. “Το περιστατικό με τον άστεγο!!“, φώναξε σχεδόν ενθουσιασμένος αφού κατάφερε επιτέλους να θυμηθεί. Μάλλον ο ύπνος τον βοήθησε να ηρεμήσει και να χαλαρώσει από την ταραχή που τον είχε πιάσει μετά την επίθεση του άγνωστου άντρα.
Το περιστατικό
Θυμήθηκε οτι είχε τελειώσει το πανεπιστήμιο και μετά είχε πάει για καφέ με τα φιλαράκια του. Έκαναν πλάκες και γέλασαν με την ψυχή τους κάτω από τον υπέροχο φθινοπωρινό ήλιο. Μόλις τελείωσαν χαιρετήθηκαν και τότε ήταν που ο Πάνος πήγε στο σταθμό του μετρό. Αυτό που του είχε κάνει εντύπωση ήταν το γεγονός ότι αν και μέρα μεσημέρι, το μετρό είχε σχετικά λίγο κόσμο, διάσπαρτο σε όλο το μήκος της στάσης.
Τότε ήταν, λοιπόν, που έγινε το περιστατικό. Ένας άγνωστος άντρας, ένας άστεγος όπως φαινόταν από τα ρούχα που φορούσε, πλησίασε τον Πάνο και καθώς περπατούσε έπεσε πάνω στον νεαρό φοιτητή. Ο άγνωστος σωριάστηκε στο έδαφος και έμεινε για λίγο εκεί προκαλώντας την ανησυχία των ανθρώπων που είχαν μαζευτεί γύρω του. Και εντελώς ξαφνικά σηκώθηκε και επιτέθηκε στον Πάνο, δαγκώνοντάς τον στο χέρι και χτυπώντας τον όπου μπορούσε σαν λυσσασμένος.
Αμέσως ο υπεύθυνος ασφαλείας του σταθμού κάλεσε ενισχύσεις και μέσα σε δύο λεπτά έξι αστυνομικοί είχαν φτάσει στο σημείο. Η παρανοϊκή συμπεριφορά του άστεγου τους υποχρέωσε να τον χτυπήσουν για να μπορέσουν να τον ακινητοποιήσουν κι ύστερα τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στο τμήμα. Ο Πάνος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο εκεί που του έκαναν ράμματα στο χέρι για να κλείσει η πληγή από το δάγκωμα και του χορηγήθηκε αντιλυσσικός ορός για κάθε ενδεχόμενο.
‘Υστερα ο νεαρός φοιτητής πήρε ταξί γιατί ήταν πολύ ταραγμένος για να περπατήσει και δεν τον βαστούσαν τα πόδια του. Μάλιστα από την ώρα του περιστατικού και μετά ένιωθε να ζεσταίνεται αφόρητα, έπιανε το μέτωπό του όμως και του φαινόταν οτι δεν είχε καθόλου πυρετό. Μπήκε στο διαμέρισμα και αμέσως έτρεξε μέχρι το μπάνιο. Έκανε εμετό και μόλις συνήλθε λίγο, έπλυνε το πρόσωπό του και άρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες για να ηρεμήσει.
Το βράδυ της ίδιας μέρας
Πήγε και πάλι μέχρι το μπάνιο και με μεγάλη προσοχή άρχισε να βγάζει τον επίδεσμο από το χέρι του. Πονούσε πάρα πολύ και μια άναρθρη κραυγή βγήκε από το στόμα του, την ίδια ώρα που ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του σαν σταγόνα βροχής, αποτέλεσμα του πόνου που ηλέκτρισε το κορμί του. Η πληγή ήταν σε χειρότερη κατάσταση από πριν, το σημείο γύρω από το δάγκωμα είχε αρχίσει να μαυρίζει ενώ μια απαίσια μυρωδιά αναδυόταν από αυτή.
Έριξε μερικές χριστοπαναγίες για να ξεθυμάνει από την άθλια μέρα που περνούσε. Έπλυνε την πληγή με οξυζενέ, της έβαλε μπόλικο ιώδιο και την έδεσε με μια καινούργια γάζα. Ύστερα κάθισε στον καναπέ του σαλονιού και άνοιξε την τηλεόραση, πέτυχε μια εκπομπή που ήταν καλεσμένος ένας λοιμωξιολόγος και έλεγε κάτι για “νέα απειλή” και ¨πολύ επικίνδυνη κατάσταση¨. Ή τέλος πάντων αυτά πρόλαβε και άκουσε μέχρι να τον πάρει και πάλι ο ύπνος.
Ημέρα 2η, περίπου 24 ώρες μετά το περιστατικό…
Πρέπει να ήταν αργά το μεσημέρι όταν ο Πάνος ξύπνησε από τον βαθύ του ύπνο. Βρισκόταν μπρούμητα, στον καναπέ του σαλονιού και η τηλεόραση ήταν ακόμα ανοιχτή. Αυτή τη φορά όμως δεν έδειχνε κάποια ενημερωτική εκπομπή αλλά είχε ζωντανή μετάδοση από το Υπουργείο Υγείας, εκεί που είχαν συγκεντρωθεί οι κορυφαίοι επιστήμονες της χώρας και έδιναν συνέντευξη Τύπου. Το θέμα ήταν ένας καινούργιος ιός που εμφανίστηκε στην Αφρική και πολύ γρήγορα είχε εξαπλωθεί σε Ευρώπη και δυτική Ασία.
Όμως ο αφόρητος πόνος που ένιωθε ο Πάνος στο χέρι του, εκεί που είχε την πληγή από το δάγκωμα, τον υποχρέωσε να τρέξει μέχρι το μπάνιο για να το κοιτάξει. Αυτή τη φορά δεν μπορούσε ούτε καν να το ακουμπήσει χωρίς να φωνάξει από τις σουβλιές που ένιωθε όταν άγγιζε τη γάζα για να την ξετυλίξει. Δάγκωσε τα χείλη του και με πολύ κόπο και κλάμα τα κατάφερε. Πέταξε την γεμάτη αίματα και πύον γάζα στα σκουπίδια της κουζίνας και κοίταξε την πληγή.
Πάγωσε!! Η σάρκα γύρω από το σημείο του δαγκώματος είχε πάρει το χρώμα του σάπιου κρέατος και μύριζε ακόμα χειρότερα από το προηγούμενο βράδυ. Του φάνηκε μάλιστα οτι είχε μεγαλώσει κι άλλο η πληγή αντί να αρχίσει να επουλώνεται ενώ ένιωθε να καίγεται στον πυρετό. Έτσι έβαλε θερμόμετρο και παράλληλα φρόντισε ξανά το τραύμα του και με απίστευτη δυσκολία το τύλιξε με μια καθαρή γάζα που είχε στο ντουλαπάκι του μπάνιου, εκεί που ήταν τοποθετημένα τα φάρμακα.
Πέρασαν πέντε λεπτά και έβγαλε το θερμόμετρο για να το κοιτάξει. Σαράντα βαθμοί ήταν το σημείο που είχε σταματήσει η κόκκινη γραμμή, κάτι που τρόμαξε ακόμα περισσότερο τον Πάνο. Αμέσως μπήκε στο ίντερνετ και άρχισε να ψάχνει τρόπο για να ρίξει άμεσα τον πυρετό, για κάποιο λόγο δεν ήθελε με τίποτα να πάει στο νοσοκομείο. Βρήκε μερικά αντιβιοτικά και κοίταξε στο ντουλαπάκι του μπάνιου για να δει αν είχε κανένα. Προς μεγάλη του ανακούφιση είχε μερικά κι έτσι, έβαλε δυο-τρία στη χούφτα του και τα ήπιε μαζί με ένα ποτήρι νερό.
Η υπνηλία έκανε και πάλι την εμφάνισή της λίγη ώρα μετά. Ο Πάνος προσπάθησε να μείνει ξύπνιος, έκανε ένα γρήγορο κρύο ντους για να συνέλθει κάπως, προσέχοντας να μην βρέξει την πληγή και τη γάζα. Ύστερα βγήκε στη βεράντα και άναψε ένα τσιγάρο, χαζεύοντας τα αυτοκίνητα που περνούσαν στο δρόμο. Κάθισε στην καρέκλα και έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του για να χαλαρώσει. Και για ακόμα μία φορά αποκοιμήθηκε…
Ημέρα 3η, πέντε το πρωί…
Ο Πάνος ξύπνησε καταϊδρωμένος κι έχοντας ταχυπαλμία. Αυτό που τον τρόμαξε όμως ακόμα περισσότερο ήταν η θολούρα που είχε γεμίσει την όρασή του. Δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά ούτε το χέρι του, το έφερε μόλις λίγα εκατοστά από τα μάτια του για να μπορέσει να το δει. Η πληγή είχε αρχίσει να μυρίζει ακόμα πιο έντονα ενώ το πύον έτρεχε ασταμάτητα.
Ο νεαρός άντρας σηκώθηκε με δυσκολία από την καρέκλα και μπήκε στο διαμέρισμα. Άνοιξε όλα τα φώτα για να μπορεί να δει καλύτερα και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Έβγαλε τη γάζα ξεσκίζοντάς την με μανία, είχε παλαβώσει από τους πόνους και ήθελε να νιώσει ελεύθερο το χέρι του. Όμως καθώς την τράβηξε για να την αφαιρέσει από την πληγή, μαζί με τη γάζα ξεκόλλησε και κάμποση από τη σάρκα του αναγκάζοντας τον κακόμοιρο να ουρλιάξει σαν τρελός από τον πόνο.
Την ίδια στιγμή δυσκολεύονταν να αναπνεύσει και το κεφάλι του ήταν τόσο βαρύ και τον ενοχλούσε αφόρητα λες και κάποιος τον σφυροκοπούσε με βαριοπούλα. Έβαλε και πάλι το θερμόμετρο γιατί του φαινόταν οτι ο πυρετός είχε ανέβει ακόμα περισσότερο. Το έβγαλε μετά από λίγο αλλά όσο και να προσπάθησε δεν μπόρεσε να διακρίνει την κόκκινη γραμμή. Γδύθηκε τελείως και μπήκε στη μπανιέρα, τη γέμισε με κρύο νερό και κάθισε κάτω.
Πέντε ώρες αργότερα
Πετάχτηκε από τη θέση του και πάλι ταραγμένος, το νερό είχε γεμίσει εδώ και ώρα τη μπανιέρα και όλο το διαμέρισμα είχε πλημμυρίσει απ’ άκρη σ’ άκρη. Έκλεισε τη βρύση και σύρθηκε μέχρι την κουζίνα γιατί ένιωθε πάρα πολύ αδύναμος για να περπατήσει. Μια ακόρεστη πείνα είχε κυριεύσει το μυαλό του, ήθελε να φάει κρέας εδώ και τώρα!
Άνοιξε το ψυγείο αλλά δεν υπήρχε μέσα τίποτα άλλο εκτός από γάλα και μακαρόνια με σάλτσα από την προηγούμενη βδομάδα. Στην κατάψυξη είχε δύο μπριζόλες και μισό κιλό κιμά όμως ήταν παγωμένα και έπρεπε πρώτα να τα ξεπαγώσει. Τα στρίμωξε όλα μαζί στον φούρνο μικροκυμάτων και περίμενε μέχρι να μαλακώσουν λίγο. Μόλις τα έβγαλε και μύρισε το ωμό κρέας δεν κρατήθηκε και άρχισε να τα τρώει σαν άγριο ζώο. Αυτό που του έκανε τρομακτική εντύπωση μέσα στο μαύρο του το χάλι, ήταν οτι του άρεσε τόσο πολύ που θα μπορούσε να ζήσει μόνο με ωμό και γεμάτο αίματα κρέας.
Καθισμένος δίπλα από το ψυγείο, λερωμένος στο στόμα και τα χέρια του με αίμα, ο Πάνος άρχισε να νιώθει οτι τον εγκαταλείπουν τελείως οι δυνάμεις του. Η αναπνοή του έγινε κοφτή, σαν κάποιος να του έσφιγγε λίγο λίγο το λαιμό, αισθανόταν οτι θα λιποθυμήσει. Σύρθηκε μέχρι το σαλόνι, εκεί που βρισκόταν το σταθερό τηλέφωνο και προσπάθησε να το πιάσει αλλά του ήταν αδύνατον. Τώρα πια είχε καταλάβει τη σοβαρότητα της κατάστασής του και ήθελε να καλέσει ένα ασθενοφόρο αλλά ήταν πολύ αργά.
Κι έτσι ο νεαρός φοιτητής, τρομαγμένος και μόνος του, έγειρε στο πλάι και πέθανε…
Το βράδυ…
Τα ουρλιαχτά και ο θόρυβος που ερχόταν από το διαμέρισμα του 4ου ορόφου ανάγκασαν τον διαχειριστή της πολυκατοικίας να πάει να δει τι στο καλό συμβαίνει. Ο κύριος Νίκος έφτασε έξω από την πόρτα του Πάνου και χτύπησε το κουδούνι. Ξαφνικά επικράτησε μια ανατριχιαστική ηρεμία και κανένας θόρυβος δεν ακουγόταν πια. “Πάνο; Παναγιώτη λέω!! Είμαι ο κύριος Νίκος παιδί μου, ο διαχειριστής, άνοιξέ μου!!“, πρόλαβε να πει ο συμπαθητικός μεσήλικας κι ύστερα ακολούθησαν γρυλίσματα και δυνατά χτυπήματα πάνω στην πόρτα.
Ο κύριος Νίκος τρόμαξε τόσο πολύ αλλά δεν το έβαλε κάτω. Προσπάθησε να μιλήσει με τον Πάνο, ήθελε να δει τι συμβαίνει και ο νεαρός άρχισε να συμπεριφέρεται σαν άγριο ζώο. Όμως δεν κατάφερε τίποτα και έτσι αναγκάστηκε να τηλεφωνήσει στην αστυνομία και να ζητήσει βοήθεια για να μπουν μέσα στο διαμέρισμα. Ένα τέταρτο μετά δύο αστυνομικοί ήταν μαζί με τον διαχειριστή της πολυκατοικίας έξω από το διαμέρισμα του Πάνου.
“Ανοίξτε!! Αστυνομία!!“, φώναξε ο ένας αστυνομικός και ο άλλος πήρε το κλειδί από τον κύριο Νίκο και ξεκλείδωσε την πόρτα. Μόλις την άνοιξε και έκανε να μπει μέσα, ένας τρελαμένος γυμνός άντρας του επιτέθηκε ρίχνοντάς τον κάτω και δαγκώνοντάς τον στο λαιμό, ξεσκίζοντάς του το λαρύγγι. Σοκαρισμένος από το θέαμα ο έτερος αστυνομικός προσπάθησε να απομακρύνει τον αφηνιασμένο ένοικο της πολυκατοικίας μακριά από τον συνάδελφό του κι άρχισε να τον χτυπάει με το γκλοπ στο κεφάλι.
Τότε ο λυσσασμένος άντρας γύρισε και τον κοίταξε κατάματα, με ένα βλέμμα τόσο άδειο και άψυχο, κενό από συναισθήματα που πάγωσε εντελώς τον κακόμοιρο τον αστυνομικό. Ο Πάνος ή οτι ήταν αυτό το πράγμα που βγήκε από το διαμέρισμα του 4ου ορόφου, επιτέθηκε και σε κείνον όπως έκανε και με τον νεκρό πια, συνάδελφό του. Μόλις τον σκότωσε κι αυτόν άρχισε να κυνηγάει στις σκάλες τον κατατρομαγμένο κύριο Νίκο, ο οποίος έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε πηδώντας μερικά σκαλοπάτια για να κερδίσει έδαφος.
Όμως στο τελευταίο σκόνταψε και έπεσε…
ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΤΡΙΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΧΑΟΥΣ
ΖΕΥΣ