Hordes of angry walking dead zombies.

Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΧΑΟΥΣ

Ένα μήνα μετά τη μεταμόρφωση,,.

Διακόπτουμε το πρόγραμμά μας για να σας ενημερώσουμε οτι η κυβέρνηση εξέδωσε ανακοίνωση μέσω της οποίας γνωστοποιεί την κήρυξη στρατιωτικού νόμου και την ανάληψη της ηγεσίας της χώρας από τους ανώτερους αξιωματικούς του ελληνικού στρατού. Σκοπός αυτής της απόφασης είναι ο έλεγχος και η άμεση αντιμετώπιση όλων εκείνων που δεν συμμορφώνονται με τους νόμους του κράτους και η αποφυγή του χάους που προκαλείται από τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων“. Αυτό ήταν το μήνυμα που ακούστηκε στο ραδιόφωνο και μάλιστα ταυτόχρονα, σε όλους τους σταθμούς της επικράτειας.

Ύστερα ακολούθησε σιωπή, ούτε μουσική αλλά ούτε και κάποια εκπομπή που να ενημερώνει πιο αναλυτικά τους ακροατές για την αιφνίδια ανακοίνωση της κυβέρνησης. Την ίδια στιγμή ο Κώστας ετοίμαζε τις τελευταίες κούτες με τις κονσέρβες και τις φόρτωνε στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκίνητού του. Ο Νικόλας και η μικρή Χριστίνα είχαν ήδη καθίσει στα πίσω καθίσματα του μικρού μαύρου OPEL και είχαν φορέσει τις ζώνες τους. Ήταν και οι δύο τρομοκρατημένοι από τις τελευταίες εξελίξεις και την άσχημη τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα σε όλον τον κόσμο σχετικά με τον νέο ιό που ήρθε από την Αφρική.

Ο Κώστας, ο πατέρας των δύο παιδιών, βγήκε για τελευταία φορά από το σπίτι μαζί με μια καραμπίνα στο χέρι, κλείδωσε την πόρτα και αφού σταυροκοπήθηκε τρεις φορές μπήκε στη θέση του οδηγού. “Είστε εντάξει παιδιά; Ξεκινάμε…“, είπε στον Νικόλα και τη Χριστίνα κοιτάζοντάς τους από τον καθρέφτη της καμπίνας, έβαλε μπρος το αμάξι και έφυγε με κατεύθυνση το κοντινότερο βενζινάδικο. Φούλαρε το ρεζερβουάρ και χώθηκε ξανά στους ασφυκτικά γεμάτους από κόσμο και αυτοκίνητα δρόμους της Αθήνας.

Το κυκλοφοριακό χάος είχε προκαλέσει τον εκνευρισμό χιλιάδων οδηγών που έφευγαν από την ελληνική πρωτεύουσα. Κορναρίσματα και χριστοπαναγίες ήταν η μοναδική… μουσική που ακουγόταν σε όλη την πόλη. Σε μερικές περιπτώσεις έβλεπες ανθρώπους να πλακώνονται μεταξύ τους μπροστά από τα αυτοκίνητά τους για λίγα μέτρα παραπάνω, εικόνες απόλυτου παραλογισμού που εντελώς… λογικά ακολούθησαν τα γεγονότα του προηγούμενου μήνα. Από το περιστατικό με την άγρια δολοφονία των δύο αστυνομικών έξω από ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας, μέχρι την αυστηρή καραντίνα ολόκληρης της πολυκατοικίας και τις μαύρες σακούλες με τα πτώματα που έβγαιναν από αυτή τις επόμενες μέρες.

Το ίδιο πράγμα είχε αρχίσει να συμβαίνει και σε άλλες πολυκατοικίες αλλά και σε μεγάλες επιχειρήσεις με πολλά γραφεία, σε νοσοκομεία αλλά και σε σχολεία. Σε όλες τις περιπτώσεις κάποιος είχε δαγκώσει έναν άλλο άνθρωπο, εκείνος πέθαινε κι ύστερα ξαναζωντάνευε και κυνηγούσε όποιον έβρισκε μπροστά του. Τις περισσότερες φορές η αστυνομία αναγκαζόταν να χρησιμοποιήσει όπλα για να σταματήσει τους λυσσασμένους ανθρωποφάγους αλλά και για να ελέγξει τα πλήθη των διαμαρτυρόμενων που είχαν κατακλύσει τους δρόμους σε όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας.

Ο στρατιωτικός νόμος που επιβλήθηκε ήταν το τελευταίο “όπλο” της κυβέρνησης για να μπορέσει να αντιμετωπίσει το χάος που επικρατούσε απ’ άκρη σ ‘άκρη σε όλη την Ελλάδα. Πολλοί πολίτες είχαν σκοτωθεί στις πορείες διαμαρτυρίας και στις συγκρούσεις με τις αστυνομικές δυνάμεις ενώ ακόμα περισσότεροι ήταν εκείνοι που είχαν μαζέψει οτι μπορούσαν να χωρέσουν στα αυτοκίνητά τους και είχαν φύγει για την επαρχία.

Στα χωριά και τις απομακρυσμένες περιοχές της χώρας η κατάσταση ήταν κάπως πιο ελεγχόμενη. Όσοι έδειχναν σημάδια του νέου ιού απομονώνονταν στα σπίτια τους μαζί με τους συγγενείς τους και είχαν τουλάχιστον δύο αστυνομικούς, οπλισμένους σαν αστακούς, έξω από την πόρτα. Όποιος επιχειρούσε να βγει από το σπίτι εκτελούνταν επί τόπου, ακόμα κι αν προσπαθούσε να γλιτώσει από τους μεταμορφωμένους ανθρωποφάγους που ήταν μέσα. Το χάος βρισκόταν πια προ των πυλών…

Στο αυτοκίνητο

Λίγο μετά τη μία το βράδυ το μαύρο OPEL του Κώστα κατάφερε επιτέλους να βγει στην εθνική οδό. Προορισμός ήταν ένα μικρό χωριό δίπλα από τη Ζαχάρω Ηλείας, ένα μέρος στο οποίο ο Κώστας είχε περάσει τα παιδικά του χρόνια. Είχε ένα σπίτι δίπλα από το δάσος και μόλις διακόσια μέτρα απόσταση από τη θάλασσα και το Ιόνιο πέλαγος. Η πρώτη του σκέψη όταν άρχισαν να ξεφεύγουν τα πράγματα στην πρωτεύουσα ήταν να απομακρυνθεί από το χάος της Αθήνας και να πάει την οικογένειά του σε ένα πιο ασφαλές μέρος, σε έναν τόπο χωρίς πολλούς ανθρώπους, δύσβατο και αραιοκατοικημένο.

Κατά τις πέντε το πρωί ο Κώστας και τα δύο του παιδιά έφτασαν επιτέλους στο μικρό χωριό του Κακόβατου. Όπως ήταν λογικό, εκείνη την ώρα δεν περπατούσε ψυχή στους δρόμους και τα στενά ενώ το μοναδικό μαγαζί που ήταν ανοιχτό ήταν το καφενείο στην πλατεία, ακριβώς δίπλα από το εκκλησάκι του Αγίου Αντρέα. Ο Νικόλας και η Χριστίνα κοιμόντουσαν αγκαλιασμένοι στα πίσω καθίσματα, ταλαιπωρημένοι και τρομαγμένοι από αυτήν την απότομη αλλαγή της ζωής τους.

Το μαύρο OPEL του Κώστα σταμάτησε σε ένα σπίτι λίγο δίπλα από το δάσος του Κακόβατου. Εκείνος κατέβηκε χωρίς να ξυπνήσει τα παιδιά. άνοιξε την πόρτα της αυλής και πάρκαρε μέσα το αυτοκίνητο. Ύστερα μπήκε στο σπίτι και αφού πρώτα βεβαιώθηκε οτι υπήρχε ρεύμα στο οίκημα, γύρισε στο αμάξι και άρχισε να το αδειάζει από τις κούτες με τα τρόφιμα και τα ρούχα. Έστρωσε τα κρεβάτια των παιδιών και αφού τα ξύπνησε με ένα ζεστό φιλί στο μάγουλο, τα βοήθησε να πάνε μέσα και τα έβαλε ξανά για ύπνο.

Ο ίδιος έφτιαξε έναν ζεστό καφέ για να συνέλθει από το ταξίδι και άνοιξε την τηλεόραση για να δει τις εξελίξεις σχετικά με τον ιό και τον στρατιωτικό νόμο που είχε κηρύξει η κυβέρνηση μερικές ώρες νωρίτερα. Το κανάλι της κρατικής τηλεόρασης είχε ζωντανή σύνδεση με το Σύνταγμα, εκεί που είχαν κάνει την εμφάνισή τους τα πρώτα τανκς και οι στρατιώτες των ειδικών δυνάμεων. Όλη η χώρα είχε περάσει στον έλεγχο του στρατού και είχε ήδη ανακοινωθεί η απαγόρευση κυκλοφορίας για όλους τους πολίτες, για κάθε λόγο και αιτία.

Κάμποση ώρα αργότερα ο Κώστας σηκώθηκε και πήγε μέχρι το τζάκι. Στο μάρμαρο πάνω από αυτό, εκεί που ήταν οι οικογενειακές φωτογραφίες, ήταν και εκείνη της Χαράς. Η πολυαγαπημένη του γυναίκα και μητέρα των παιδιών του, που είχε πεθάνει δυο χρόνια νωρίτερα μετά από μεγάλη μάχη που είχε δώσει απέναντι στον καρκίνο. Η μέρα που “έφυγε” ήταν η χειρότερη της ζωής του, ο τρόπος που τον κοίταζαν ο Νικόλας και η μικρή Χριστίνα όταν τους ανακοίνωνε οτι δεν θα μπορέσουν να την ξαναδούν, ακόμα του έφερνε δάκρυα στα μάτια. Αυτή η αθώα θλίψη και απορία που βλέπεις στα μάτια των παιδιών όταν χάνουν κάτι τόσο πολύτιμο χωρίς καμία πειστική εξήγηση.

Μία εβδομάδα μετά το ταξίδι

Η οκτάχρονη Χριστίνα έβραζε λίγο νερό στην κατσαρόλα για να βάλει μέσα τα μακαρόνια για το μεσημεριανό. Την ίδια στιγμή ο αδερφός της ήταν έξω στην αυλή και έκοβε ξύλα για το τζάκι. Δώδεκα χρονών πια, ο νεαρός έπρεπε να μεγαλώσει πολύ γρήγορα για να βοηθήσει τον πατέρα του που έλειπε σχεδόν όλη τη μέρα στην προσπάθειά του να βρει περισσότερο φαγητό και καύσιμα για το αυτοκίνητο. Το χάος που επικρατούσε σε όλη τη Γη είχε κάνει δυσεύρετη τη βενζίνη και το πετρέλαιο ενώ τα φαρμακεία αντιμετώπιζαν τεράστιες ελλείψεις σε αντιβιοτικά και αντιπυρετικά.

Το μαύρο OPEL έφτασε στο σπίτι αργά το απόγευμα. Ο Κώστας φαινόταν ταραγμένος αλλά με το που κατέβηκε από το αυτοκίνητο άλλαξε τη διάθεσή του για να μην καταλάβουν τίποτα τα παιδιά. “Έτοιμο το φαγητό;“, ρώτησε τη Χριστίνα μπαίνοντας στο σπίτι για να εισπράξει το χαμόγελο της κόρης του που μόλις είχε πλύνει το πιάτο της και εκείνο του αδερφού της. “Συγνώμη μπαμπά μου αλλά πεινούσαμε πολύ και δεν σε περιμέναμε“, απολογήθηκε η μικρή σερβίροντας παράλληλα τον πατέρα της λίγα μακαρόνια με κόκκινη σάλτσα.

Λοιπόν αύριο θα κάτσουμε μαζί και θα πάμε στη θάλασσα να μας δει ο ήλιος και να μας ζεστάνει“, είπε στα δύο παιδιά καθώς ολοκλήρωνε το γεύμα του. Δεν ήθελε φυσικά να τους αποκαλύψει οτι ο πραγματικός λόγος που θα πήγαιναν στην παραλία ήταν για να ελέγξει αν υπήρχε κάποια βάρκα ή κανένα σκάφος παρατημένο. Τα πράγματα σε όλη τη χώρα είχαν ξεφύγει τελείως με αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα στον στρατό και τους αναρχικούς, με σακούλες γεμάτες πτώματα μολυσμένων ανθρώπων να κάνουν την εμφάνισή τους έξω από κάθε νοσοκομείο και κάθε μεγάλο κτίριο.

Οι πόλεις σιγά σιγά άδειαζαν αφού πολλοί ήταν αυτοί που αψηφούσαν την απαγόρευση κυκλοφορίας και επιχειρούσαν να πάνε στην επαρχία. Στα σημεία ελέγχου που είχε στήσει ο στρατός, εκεί που ήταν τα διόδια δηλαδή, περνούσαν μόνο όσοι ήταν “καθαροί” και μόνο όσοι είχαν οικογένειες στα χωριά και τα νησιά της χώρας. Φυσικά οι περισσότεροι δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις και δεν ήταν λίγες οι φορές που κάποιοι δεν σταματούσαν στα μπλόκα και είτε πυροβολούνταν είτε έπεφταν πάνω στους στρατιώτες και τα οχήματα του στρατού.

Τρεις μέρες αργότερα

Ο Κώστας μπήκε τρέχοντας στο σπίτι. Πρώτα ξύπνησε τον Νικόλα και του ζήτησε να βάλει σε μια βαλίτσα όσα περισσότερα τρόφιμα μπορούσε. Ο ίδιος πήρε την καραμπίνα στα χέρια του και βγήκε ξανά στην αυλή χωρίς να δώσει κάποια εξήγηση. Δέκα λεπτά μετά ακούστηκαν πυροβολισμοί και ουρλιαχτά. Ξαναγύρισε κατάχλομος και με κόκκινους λεκέδες στην μπλούζα και τα παπούτσια, σαν πιτσιλιές από πινέλο στο λευκό φόντο μιας ακουαρέλας. “Μπες στο αυτοκίνητο και βάλε μπρος, να είναι έτοιμο για να φύγουμε κατευθείαν!!“, είπε στο γιό του και έτρεξε στο δωμάτιο που κοιμόταν η Χριστίνα.

Την πήρε αγκαλιά και της ζήτησε να μην κάνει καθόλου θόρυβο. Ένα ουρλιαχτό όμως που ακούστηκε από κοντά, έσκισε τη σιωπή της νύχτας στα δυο αναγκάζοντας το μικρό κορίτσι να κρατηθεί όσο πιο σφιχτά μπορούσε από τον πατέρα της. Ύστερα μπήκαν στο αμάξι, τα παιδιά στα πίσω καθίσματα και ο Κώστας μπροστά έχοντας δίπλα του την καραμπίνα. Πάτησε το γκάζι και ξεκίνησε για τον παραλιακό δρόμο της Ζαχάρως. Πίσω από το αυτοκίνητο εμφανίστηκαν μερικοί ανθρωποφάγοι γεμάτοι αίματα στα ρούχα και τα στόματά τους και ουρλιάζοντας σαν λύκοι έτρεχαν μανιασμένοι να το προλάβουν.

Δέκα λεπτά μετά, στην παραλία του Μπισχινόκαμπου, το μαύρο OPEL σταμάτησε απότομα και τα δύο παιδιά κατέβηκαν από αυτό και άρχισαν να τρέχουν προς τη θάλασσα. Εκεί ήταν δεμένο ένα ψαροκάικο που το είχε βρει ο Κώστας την προηγούμενη μέρα και το ετοίμαζε για ώρα ανάγκης. Ο πατέρας του Νικόλα και της Χριστίνας πήγε γρήγορα στο πορτ μπαγκάζ και έβγαλε ένα μπετόνι με βενζίνη. Πήρε την καραμπίνα στο άλλο του χέρι και έφτασε στη βάρκα. Πήδηξε μέσα και έβαλε μπροστά τη μηχανή και ξεκίνησαν για τη Ζάκυνθο.

Την ίδια στιγμή δεκάδες μολυσμένοι ανθρωποφάγοι έκαναν την εμφάνισή τους στην παραλία. Ούρλιαζαν και συμπεριφέρονταν σαν τα λυσσασμένα σκυλιά αλλά δεν πλησίαζαν το νερό. Λίγα λεπτά αργότερα και καθώς το μικρό ψαροκάικο απομακρύνονταν προς το πέλαγος, ακούστηκε το σκούξιμο από τα φρένα ενός αυτοκίνητου. Ήταν μια οικογένεια που έκανε την ίδια σκέψη με τον Κώστα και τα παιδιά του. Ποιος ξέρει; Μπορεί να ήταν οι πραγματικοί ιδιοκτήτες της βάρκας και να πήγαιναν για να σωθούν. Όμως έπεσαν πάνω στο πλήθος των λυσσασμένων και παγιδεύτηκαν, δεν μπορούσαν να κάνουν ούτε μπροστά ούτε πίσω. Και το τζάμι του συνοδηγού έσπασε από τα χτυπήματα…

Χάος και στην επαρχία

Όταν πέρασε μια βδομάδα από τότε που ο Κώστας και τα παιδιά πήγαν στο χωριό, τότε ήταν που έφτασαν και οι άλλες οικογένειες από τις μεγαλύτερες πόλεις. Μία από αυτές ήταν και οι Αργυρόγλου, ο πατέρας, η μητέρα και τα τρία τους παιδιά. Η συγκεκριμένη οικογένεια έμενε περίπου πενήντα μέτρα μακριά από το σπίτι του Κώστα. Τη μέρα που εκείνος είχε γυρίσει ταραγμένος από την αναζήτησή του για καύσιμα και τρόφιμα, ο λόγος που ήταν έτσι είχε να κάνει με τους Αργυρόγλου.

Μιλώντας με μερικούς ντόπιους έμαθε οτι το μικρότερο παιδί της οικογένειας ήταν βαριά άρρωστο. Κάποιος το είδε να έχει δεμένο το λαιμό του όταν το αυτοκίνητό τους πέρασε μέσα από τον Κακόβατο. Ο ίδιος ο Κώστας πήγε τάχα να χαιρετήσει τον κύριο Αργυρόγλου και από τα συμφραζόμενα κατάλαβε οτι όντως ο μικρός τους γιος είχε σοβαρό πρόβλημα. Και αυτή την εποχή μόνο ένα θα μπορούσε να είναι το θέμα. Ο ιός των ανθρωποφάγων…

Το βράδυ λοιπόν που ο Κώστας και τα παιδιά πήγαν στην παραλία για το ψαροκάικο, τότε ήταν που βγήκαν από το σπίτι τους οι Αργυρόγλου. Όλοι τους μέσα στα αίματα και με δαγκωνιές στα χέρια, τα πόδια και το σώμα. Όταν πέθανε ο μικρός του γιος, εκείνοι αντί να τον θάψουν στην αυλή αποφάσισαν απλά να σκεπάσουν το άψυχο κορμί του με ένα σεντόνι. Εκείνος μεταμορφώθηκε και επιτέθηκε στους υπόλοιπους και μόλις έγιναν όλοι λυσσασμένοι ανθρωποφάγοι, έσπασαν την πόρτα και βγήκαν στο δρόμο.

Ο Κώστας πυροβόλησε τη μητέρα που έτρεξε κατά πάνω του για να τον δαγκώσει και γύρισε γρήγορα στο σπίτι για να πάρει τα παιδιά και να φύγουν. Τα υπόλοιπα μολυσμένα μέλη της οικογένειας Αργυρόγλου ήταν εκείνοι που κυνήγησαν το μαύρο OPEL όταν αυτό ξεκίνησε για την παραλία του Μπισχινόκαμπου.

Την ίδια κατάληξη είχαν κι άλλες οικογένειες που γύρισαν στα χωριά τους και μέσα σε δύο μέρες το χάος επικράτησε και στην επαρχία. Η Κυπαρισσία, η Ζαχάρω, ο Κακόβατος ήταν μόνο μερικές από τις περιοχές που κυριεύτηκαν από τους λυσσασμένους ανθρωποφάγους. Ο Κώστας και τα παιδιά του ήταν από τους ελάχιστους που κατάφεραν και γλίτωσαν από την μανία τους για σάρκα και αίμα.

Έξω από τη Ζάκυνθο

Αργά το πρωί της επόμενης μέρας το μικρό ψαροκάικο έφτασε στο λιμάνι της Ζακύνθου. Ο Κώστας είχε τυλίξει με κουβέρτες τα παιδιά του για να μην κρυώσουν από την υγρασία και τον αέρα που θέριζε το Ιόνιο πέλαγος. Εκείνα κοιμόντουσαν αγκαλιασμένα σε μια γωνιά της βάρκας, καταβεβλημένα από τον τρόμο που βίωσαν το προηγούμενο βράδυ με το κυνηγητό των λυσσασμένων ανθρωποφάγων.

Μία λάμψη φώτισε το πρόσωπο του Κώστα ο οποίος σταμάτησε απότομα τη μηχανή του ψαροκάικου. Κοίταξε προς την προβλήτα του λιμανιού και κοκκάλωσε! Άνθρωποι έτρεχαν σαν τρελοί για να γλιτώσουν από τους εκατοντάδες μολυσμένους που τους κυνηγούσαν, άλλοι πετούσαν βόμβες μολότοφ κι άλλοι πυροβολούσαν στο ψαχνό. Το χάος είχε πια κατακτήσει και τα νησιά, κανείς δεν μπορούσε να γλιτώσει από τον τρόμο που προκαλούσε ο νέος ιός.

Η Γη είχε χάσει τη μάχη…

ΤΕΛΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΤΡΙΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΧΑΟΥΣ

ΖΕΥΣ