Γιατί την 28η Οκτωβρίου γιορτάζουμε την έναρξη ενός πολέμου, που στην τελική έκβασή του, μερικούς μήνες αργότερα, δεν ήταν νικηφόρος;
Γιατί στην Ελλάδα γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου και όχι την 8η Μαΐου, ημέρα λήξης του πολέμου;
Γιατί μετά τη λήξη του πολέμου δεν καθιερώθηκαν εορτασμοί για την 12η Οκτωβρίου, δηλαδή την ημέρα της απελευθέρωσης της Αθήνας και, συμβολικά, της χώρας;
Γιατί δεν γιορτάζουμε το τέλος της Κατοχής, δηλαδή των 3,5 χρόνων που σημαδεύτηκαν από την πείνα, τη βαρβαρότητα των ναζί, αλλά και όλο αυτό το μαζικό κίνημα αντίστασης που αναπτύχθηκε;
Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες η έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι μια μνήμη, ίσως, και ταπεινωτική, αφού συνθηκολόγησαν ή και κατέρρευσαν απέναντι στον κατακτητή.
Για τους Έλληνες, όμως, η έναρξη του πολέμου δεν συνδέθηκε με την “ήττα” ή την ταπείνωση και γι’ αυτό πολύ γρήγορα καθιερώθηκε στη συνείδησή τους η 28η Οκτωβρίου ως ημέρα εορτασμού, ακόμα και πριν η χώρα απελευθερωθεί και θεσπιστεί επίσημα ως εθνική επέτειος.
Ο πρωθυπουργός Μεταξάς στις 28 Οκτωβρίου 1940 δεν συναίνεσε στο ιταλικό αίτημα-τελεσίγραφο, με το οποίο η Ιταλία απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του ιταλικού στρατού από την ελληνοαλβανική μεθόριο, προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Ελληνικού Βασιλείου (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για τις ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του για τη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική.
Ήδη από το 1941, την πρώτη επέτειο από την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, ένα χρόνο μετά το διάσημο ΟΧΙ (το οποίο, όπως φαίνεται, δεν βγήκε από το στόμα του Μεταξά, αλλά πιθανώς από τίτλο σε εφημερίδα της εποχής), πραγματοποιήθηκαν “παράνομα” στην κατεχόμενη Αθήνα πατριωτικές εκδηλώσεις και συγκεντρώσεις. Και δεν ξεκίνησε από τον Μεταξά, ο οποίος είχε ήδη πεθάνει από τον Ιανουάριο του 1941.
Στις 10 Οκτώβρη του 1941 η Κεντρική Οργανωτική Επιτροπή του ΕΑΜ (που είχε ιδρυθεί πριν λίγες μέρες, στις 27 Σεπτεμβρίου) απηύθυνε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό καλώντας τον να ενωθεί στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Στο διάγγελμα του γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην πρώτη επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940: “Το ΕΑΜ ορίζει το χρονικό διάστημα απ’ τα σήμερα ως τις 28 Οκτωβρίου, την πρώτη επέτειο της άνανδρης επιδρομής των Ιταλών φασιστών ενάντια στη χώρα μας, περίοδο του νέου εθνικού απελευθερωτικού ξεκινήματος. Μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, ας ανεβάσουμε τις μορφές της πάλης μας. Στις 28 Οκτωβρίου με κάθε είδους εκδήλωση, αγωνιστείτε για το εθνικό ξεκίνημα.“
Τη νύχτα της 27ης προς 28ης Οκτωβρίου, ψηλά στον Υμηττό άναψαν φωτιές και μέσα στο σκοτάδι άστραψε η ιστορική ημερομηνία: 28 Οκτώβρη 1940, με την υπογραφή του ΕΑΜ. Την ημέρα της επετείου, πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη συγκέντρωση στο Σύνταγμα, όπου κατατέθηκαν στεφάνια στον άγνωστο στρατιώτη, ακούστηκαν συνθήματα για την ελευθερία και την ανεξαρτησία της Ελλάδας, έγιναν ομιλίες και για πρώτη φορά ακούστηκε το σύνθημα «Θάνατος στο Φασισμό – λευτεριά στο λαό». Όταν οι δυνάμεις κατοχής επιχείρησαν να διαλύσουν τη συγκέντρωση, ο κόσμος τούς υποδέχτηκε με συνθήματα και φωνάζοντας «Αέρα».
Αντίστοιχες εκδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν και τα δυο επόμενα χρόνια. Ο ίδιος ο ελληνικός λαός γιόρτασε και καθιέρωσε άτυπα την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, υπό καθεστώς Κατοχής, ως πράξη αντίστασης.
Σίγουρα, κατά την δύσκολη περίοδο της Κατοχής, οι εκδηλώσεις αυτές βοηθούσαν στην τόνωση του πατριωτικού φρονήματος του λαού απέναντι στους κατακτητές.
Μετά, όμως, γιατί δεν γιόρταζαν την επέτειο της απελευθέρωσης;
Πολλοί είναι οι ιστορικοί που υποστηρίζουν ότι αυτό έγινε για καθαρά πολιτικούς και ιστορικούς λόγους, αφού μόλις σχεδόν δύο μήνες μετά την απελευθέρωση, η Αθήνα μετατράπηκε σε πεδίο μιας βίαιης εμφύλιας σύγκρουσης.
Κάθε εθνική επέτειος έχει ως στόχο να ενισχύσει την εθνική συνοχή και ταυτότητα και όχι να ξυπνήσει “μαύρες” μνήμες από εμφύλιες συγκρούσεις που μοίρασαν στα δυο τη χώρα. Η εθνική επέτειος πρέπει να τιμά ένα γεγονός που ταυτίζεται με ηρωικές στιγμές του ένδοξου παρελθόντος, πόσο μάλλον ένα σθεναρό ΟΧΙ απέναντι στον πιο δυνατό κατακτητή (ακόμα κι αν βγαίνει “από τα χείλη” ενός δικτάτορα) και με τη νίκη στο ελληνοαλβανικό μέτωπο, σημείο αναφοράς στον αντιφασιστικό κι αντιστασιακό αγώνα.
Για τον ίδιο λόγο, δεν γιορτάζουμε τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή την 8η Μαΐου. Την ώρα που όλη η Ευρώπη πανηγύριζε, στη Θεσσαλονίκη τα πλήθη που είχαν συγκεντρωθεί το απόγευμα στην πλατεία Αριστοτέλους για να πανηγυρίσουν τη λήξη του πολέμου δέχτηκαν επίθεση από αστυνομικούς, βασιλόφρονες και παρακρατικούς με αποτέλεσμα τον θάνατο τεσσάρων πολιτών και τον τραυματισμό δεκάδων. Και ενώ στην Ευρώπη ο πόλεμος έληγε, στην Ελλάδα ξεκινούσε. Και ήταν εμφύλιος.
Το 1964, η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου πραγματοποίησε επίσημο εορτασμό της απελευθέρωσης της Αθήνας στις 12 Οκτωβρίου, ο οποίος, όμως, ποτέ δεν καθιερώθηκε ως εθνική αργία και επέτειος.
Ο ίδιος είχε καθιερώσει ήδη το 1944 την 28η Οκτωβρίου ως επίσημη Εθνική Εορτή: «Ελεύθεροι πανηγυρίζομεν την τετάρτην επέτειον της 28ης Οκτωβρίου. Η Κυβέρνησις την αναγόρευσεν Εθνικήν Εορτήν, ομότιμον προς την 25ην Μαρτίου 1821. Διότι ανάλογος υπήρξεν η δοκιμασία και η δόξα του Έθνους. Έκτοτε ο λαός εβυθίσθη εις τα ανείπωτα δεινά της δουλείας, αλλά η ψυχή του έμεινε αδούλωτος και εξηκολούθησε τον αγώνα».
Σύμφωνα με το Μενέλαο Χαραλαμπίδη, Δρ. Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, «Δεν γιορτάζαμε την απελευθέρωση αρχικά για αμιγώς πολιτικούς λόγους. Γιατί για να γιορτάσεις την Απελευθέρωση θα πρέπει να πεις ποιος συνέβαλε σε αυτή. Άρα θα έπρεπε κάποιος να μιλήσει για το ΕΑΜ που ήταν απαγορευμένη λέξη σε αυτή τη χώρα μέχρι το 1981 που το ΠΑΣΟΚ αναγνώρισε την εθνική αντίσταση. Οπότε όλα αυτά τα χρόνια από το 1944 που έφυγαν οι Γερμανοί μέχρι το 1981 ήταν πολύ δύσκολο να κάνεις έναν κανονικό εορτασμό πέραν από το τυπικό που γινόταν πάντα».
“Εύλογα η 28η Οκτωβρίου κατέχει κεντρική θέση στην εθνική αφήγηση και μνήμη, ωστόσο δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τούτο: η μνήμη των χρόνων 1940-1944 (του ελληνοιταλικού πολέμου, της Κατοχής και της Αντίστασης) καθορίστηκε από τις μετέπειτα εξελίξεις.
Ο Εμφύλιος πόλεμος αποτέλεσε το «φίλτρο» μέσα από το οποίο διαμορφώθηκε η μνήμη τόσο του πολέμου όσο και της Κατοχής. Εάν δεν είχε μεσολαβήσει ο Εμφύλιος, ίσως να είχαν εγγραφεί στην εθνική αφήγηση και μνήμη και άλλες ημερομηνίες – γεγονότα των χρόνων 1940-1944 ως εξίσου σημαντικά με την 28η Οκτωβρίου“. (Πολυμέρης Βόγλης, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας)
Τα τελευταία χρόνια έχουν καθιερωθεί και οι εκδηλώσεις «12 Οκτωβρίου 1944. Η Αθήνα Ελεύθερη» με σκοπό την ανάδειξη του αγώνα του ελληνικού λαού ενάντια στον φασισμό/ναζισμό κατά την περίοδο του Β/ Παγκόσμιου Πολέμου και τη διάχυση της σχετικής με την περίοδο επιστημονικής γνώσης.
Με τη συνδρομή και άλλων φορέων και ομάδων πολιτών πραγματοποιούνται όλο τον Οκτώβριο έκθεση για την περίοδο της Κατοχής, εκπαιδευτικά προγράμματα, ιστορικοί περίπατοι, συναυλίες, δημόσιες συζητήσεις και άλλες πολιτιστικές και εκπαιδευτικές δράσεις (http://freeathens44.org/)
Κάπως έτσι, πιστεύει ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης, ότι θα έπρεπε να διδάσκεται και η ιστορία στα παιδιά, κι όχι με αυτή την ξύλινη μορφή, τον ξύλινο λόγο, που μαθαίνουμε να μισούμε την ιστορία και δεν την μαθαίνουμε στην ουσία της.
Ο ίδιος, σχετικά με το μεγάλο ενδιαφέρον που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια για την περίοδο της Κατοχής, έχει δύο εξηγήσεις.
Πρώτα από όλα τα τελευταία χρόνια υπάρχει σημαντική ιστοριογραφία από νέους ιστορικούς που καταπιάνονται με την Κατοχή όχι μόνο εστιάζοντας στην πολιτική και στρατιωτική ιστορία αλλά στην κοινωνική της πλευρά.
Από την άλλη οι κρίσεις οδηγούν τους ανθρώπους να αναζητούν στο παρελθόν εργαλεία για να ερμηνεύσουν το παρόν και να αντιμετωπίσουν το μέλλον.
«Οι άνθρωποι καταλαβαίνουν ότι αυτό που ζούμε τα τελευταία χρόνια με την κρίση δεν έχει να κάνει απλά με κάποιους κακούς οικονομικούς χειρισμούς που έγιναν μερικά χρόνια πριν, αλλά ότι οι παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας που οδήγησαν τελικά στην κρίση έχουν πολύ πιο βαθιές ρίζες. Κάποιες από αυτές μπορούν να της βρουν στην περίοδο της Κατοχής και σε όλη αυτή τη στρέβλωση που δημιουργήθηκε στη χώρα μετά, όπου αυτοί που αντιστάθηκαν τελικά εκδιώχθηκαν και φυλακίστηκαν, εξοντώθηκαν κι εκτελέστηκαν και αυτοί που συνεργάστηκαν ουσιαστικά ανταμείφθηκαν και μπόρεσαν να συνεχίσουν τη ζωή τους κανονικά.
Αυτό το απίστευτο αναποδογύρισμα της πραγματικότητας και της ηθικής τάξης είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί να χωνευτεί και δεν θα χωνευτεί ποτέ αν δεν το συζητήσουμε, αν δεν το κατανοήσουμε και δεν καταλάβουμε για ποιους λόγους έγινε.
Οπότε αυτή η απίστευτη αδικία που έγινε τόσα χρόνια πίσω ακόμα μας καταδιώκει για αυτό ασχολούμαστε με τη δεκαετία του ’40».
Και μια ερώτηση κρίσεως: Γιατί η Ελλάδα είναι, ίσως, η μόνη χώρα που έχει όχι μία, αλλά δύο εθνικές επετείους;
Βάσω Ζ. Νικολογιάννη