Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΧΑΟΥΣ

Μάλλον καλοκαίρι του 2051…

Μάλιστα… Αυτό κι αν είναι κάτι καινούργιο… Χα! Κι εγώ που νόμιζα οτι τα έχω ζήσει όλα… Αλλά έτσι είναι… Κάποιος κερδίζει και κάποιος χάνει… Κι εγώ έχασα… Και αυτή είναι η ιστορία μου άγνωστε…“, έγραψε ο Παντελής κι ύστερα έκατσε με την πλάτη στον κορμό του φοίνικα και έκλεισε για λίγο τα μάτια του.

Ήθελε να θυμηθεί όλα τα σημαντικά πράγματα που έζησε από τότε που επικράτησε το χάος στην Ελλάδα και τον υπόλοιπο κόσμο. Πρώτα έπεσαν οι μεγάλες πόλεις, σειρά πήραν τα χωριά και το ηπειρωτικό κομμάτι και στο τέλος τα νησιά. Οι λυσσασμένοι ανθρωποφάγοι δεν σταματούσαν σε κανένα εμπόδιο, ούτε τα τανκς κατάφεραν να τους εμποδίσουν, ούτε η αεροπορία, ούτε τίποτα. Στο τέλος όλοι οι άνθρωποι είτε είχαν γίνει και αυτοί τέρατα είτε ζούσαν σαν κυνηγημένοι σε μικρές ομάδες διάσπαρτες σε όλη τη Γη.

Ένα μονάχα ήταν αυτό που ενοχλούσε τους ανθρωποφάγους και αυτό ήταν το νερό. Όχι όμως για να τους σκοτώσει αλλά για να τους εμποδίσει να περάσουν από τη στεριά και να φτάσουν στα νησιά. Αλλά ο ιός της Αφρικής ήταν ήδη παντού. Μόνο και μόνο ο τουρισμός και οι ανεπαρκείς έλεγχοι στις πύλες εισόδου της κάθε χώρας, έφταναν για να “βουλιάξουν” από την αρρώστια τα νησιά και να μείνει ούτε ένας προορισμός ασφαλής.

Εκτός από τις βραχονησίδες και εκείνα τα ερημωμένα εξωτικά νησάκια που η πρόσβαση σε αυτά γίνεται μόνο με πλοίο και αυτό μόνο για λίγες ώρες. Αυτά είναι τα μοναδικά “καθαρά” σημείο του πλανήτη αφού η απουσία των ανθρώπων από εκεί ήταν καταλυτική για να μην εξαπλωθεί ο ιός των ανθρωποφάγων σε εκείνα τα μέρη.

…και μέσα σε όλον αυτόν τον χαμό, εγώ ξέμεινα στο αεροδρόμιο, εκεί που ήταν η δουλειά μου… Ένα άτομο σε ένα ολόκληρο κτίριο… Μόνο με έναν ασύρματο στο χέρι… Και αυτό ήταν που με έσωσε τελικά… Έτσι κατάφερε και με βρήκε ο Γιάννης, το φιλαράκι μου…” και μόλις ολοκλήρωσε την πρότασή του ο Παντελής, σταμάτησε και άρχισε να κλαίει. Και όχι, δεν έκλαιγε για την μαύρη του τη μοίρα, ούτε για το τέλος του που ερχόταν σε λίγο. Όχι… Έκλαψε για τον φίλο του που χάθηκε τόσο ηρωικά πριν από είκοσι χρόνια.

Δεκέμβριος του 2021

Τα ουρλιαχτά των λυσσασμένων ανθρωποφάγων έκαναν τον Παντελή να ανατριχιάζει. Κάθε φορά που τους άκουγε ένα ρίγος διαπερνούσε απ’ άκρη σ’ άκρη το κορμί του. Εδώ και ένα μήνα περίπου, τότε δηλαδή που έγινε το μακελειό στο αεροδρόμιο, εκείνος βρισκόταν κλεισμένος στην αποθήκη με τις προμήθειες των καταστημάτων. Από ρούχα και αρώματα μέχρι τσιγάρα, μπισκότα και σοκοφρέτες.

Το πιο σημαντικό απ’ όλα όμως ήταν το νερό. Ευτυχώς για τον Παντελή στην αποθήκη υπήρχαν ολόκληρες παλέτες με κιβώτια νερά, αρκετά για τρία, το πολύ τέσσερα χρόνια και αυτό με περιορισμένη χρήση. Αν και ο ίδιος δεν πίστευε οτι θα αντέξει εκεί μέσα για περισσότερο από μία εβδομάδα. Ο τρόμος που του είχαν προκαλέσει όλες εκείνες οι εικόνες με τους ανθρώπους να τρέχουν για να γλιτώσουν από τους ανθρωποφάγους, ήταν τόσο μεγάλος που το σοκ τον είχε κάνει ανήμπορο να σκεφτεί το οτιδήποτε.

Πάλι καλά που λειτουργούσαν τα φώτα εξαιτίας της ηλιακής ενέργειας και έτσι δεν έχασε τελείως το μυαλό του μέσα στα σκοτάδια. Η αποθήκη είχε δύο εισόδους, μία που επικοινωνούσε με το κυρίως κτίριο του αεροδρομίου και άλλη μία μεγάλη για να μπορούν να μπαίνουν μέσα τα φορτηγά με τις προμήθειες, από τον δρόμο δίπλα στον αεροδιάδρομο. Οι περισσότεροι ανθρωποφάγοι ήταν μέσα στα κτίρια του αεροδρομίου ενώ καμιά εκατοστή από δαύτους περιφέρονταν δίχως κανένα νόημα και σκοπό στον χώρο γύρω από τα αεροπλάνα.

Κάθε μέρα ο Παντελής άνοιγε τον ασύρματο και προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τον οποιονδήποτε, κάποιον τέλος πάντων που να είναι ακόμα ζωντανός. Όμως είχε αγανακτήσει πια, τριάντα μέρες το μόνο που άκουγε ήταν τα ουρλιαχτά των τεράτων και τα παράσιτα που συνόδευαν τη σιγή του ασυρμάτου. Ώσπου μια μέρα, εκεί που καθόταν σε μια γωνιά και σκεφτόταν το ενδεχόμενο να βγει επιτέλους από την αποθήκη, μια φωνή ακούστηκε στον ασύρματο.

Έι! Είναι κανείς εκεί..; Με ακούει κανένας..;“, είπε ο άγνωστος και το πρόσωπο του Παντελή έλαμψε από χαρά κι ελπίδα, λες και βρήκε τον τρόπο να σταματήσει τον εφιάλτη με τους λυσσασμένους ανθρωποφάγους.

Και η φωνή στην άλλη πλευρά του ασυρμάτου δεν ήταν άλλη από του Γιάννη, υπάλληλος και αυτός σε ξένη αεροπορική εταιρία. Φίλος του Παντελή από κοινές παρέες, μια φιλία που ενισχύθηκε εξαιτίας του ίδιου χώρου εργασίας. Αφού μίλησαν με τις ώρες, γέλασαν και έκλαψαν με την τύχη που τους έλαχε, αποφάσισαν να ψάξουν έναν τρόπο για να μπορέσουν να βρεθούν στο ίδιο κτίριο. Αυτό γιατί και ο Γιάννης, όπως ο Παντελής, είχε αποκλειστεί στα γραφεία της εταιρίας που δούλευε. Ήταν μια δύσκολη απόφαση, δεν ήταν εύκολο για κανέναν από τους δύο να βγουν εκεί έξω, εκεί που περίμεναν οι λυσσασμένοι ανθρωποφάγοι.

Το σχέδιο του Γιάννη

Λοιπόν Παντέλο, άκου πως θα το κάνουμε. Έχεις, είπες, έναν έξτρα ασύρματο. Ωραία, αυτό είναι που θα μας βοηθήσει. Αυτά τα… πλάσματα εκεί έξω, όπως παρατήρησα τόσο καιρό εδώ μέσα, είναι υπερευαίσθητα στον ήχο. Μόλις ακούσουν κάτι αρχίζουν και τρέχουν σαν λυσσασμένα προς την πηγή του ήχου. Αν δεν κάνω λάθος, η αποθήκη που βρίσκεσαι έχει δύο εισόδους, επομένως έχει ισάριθμες εξόδους. Από εδώ που είμαι μπορώ να δω τον αεροδιάδρομο και την πίσω πλευρά από το κυρίως κτίριο. Αυτά τα διαόλια είναι λίγα εκεί έξω, ούτε εκατό δεν πρέπει να είναι όλα μαζί.

Μέσα γίνεται χαμός Παντέλο μου, αυτό το βλέπω από τις κάμερες. Μόνο μία επιλογή έχουμε και αυτή είναι η πίσω πόρτα της αποθήκης. Θα σου πω εγώ πότε είναι ελεύθερο το πεδίο για να βγεις έξω. Την πρώτη φορά που θα το κάνεις, θα πας μέχρι τη γωνία στα δεξιά σου καθώς βγαίνεις και θα αφήσεις εκεί τον ένα ασύρματο, ανοικτό και με την ένταση του ήχου στο τέρμα. Θα γυρίσεις στην αποθήκη και μόλις κλειδώσεις την πόρτα, θα βάλω μουσική και μέσα από τον δικό μου ασύρματο, ο οποίος θα είναι συντονισμένος με εκείνον που θα αφήσεις έξω, θα τραβήξουμε τα διαόλια προς τα εκεί.

Έτσι θα τα κρατήσουμε απασχολημένα και θα έχεις ελεύθερο το πεδίο για να έρθεις στο δικό μου κτίριο. Θα είμαι στην πόρτα στο ισόγειο για να σου ανοίξω να μπεις, εδώ δεν έχουμε ανθρωποφάγους γιατί η εταιρία υπολειτουργούσε εδώ και λίγο καιρό, έτσι στην τελευταία βάρδια πριν το μακελειό στο αεροδρόμιο δούλευα μόνο εγώ και η καθαρίστρια. Εκείνη πρόλαβε να φύγει κι εγώ κλειδώθηκα μέσα. Αλλά αυτά θα τα πούμε αργότερα. Είσαι έτοιμος;“, είπε ο Γιάννης στον Παντελή και αφού άκουσε το “ναι” του φίλου του έβαλε μπροστά το σχέδιό του.

Όταν ο χώρος έξω από την αποθήκη άδειασε από τους ανθρωποφάγους, ο Γιάννης ενημέρωσε τον Παντελή και εκείνος βγήκε δειλά δειλά, κοιτάζοντας συνέχεια γύρω του. Μόλις σιγουρεύτηκε οτι ήταν μόνος του, άρχισε να τρέχει και έφτασε γρήγορα στη γωνία. Γονάτισε, άνοιξε τον ασύρματο και τον συντόνισε στο δεύτερο κανάλι και έβαλε στο τέρμα την ένταση. Πήγε να σηκωθεί αλλά αμέσως έκατσε και πάλι κάτω. Μερικά μέτρα πιο μπροστά του ήταν μερικοί τους λυσσασμένους ανθρωποφάγους. Τρόμαξε τόσο πολύ που η καρδιά του άρχισε να χτυπάει με έναν τρελό ρυθμό.

Έκλεισε τα μάτια του και ακούμπησε την πλάτη του στον τοίχο. Προσπάθησε να ηρεμήσει και να βρει έναν τρόπο για να γυρίσει στην αποθήκη. Έψαξε τις τσέπες του μήπως υπάρχει κάτι που θα τον βοηθούσε να ξεφύγει από την δύσκολη κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Ξαφνικά τα μάτια του έλαμψαν! Ακούμπησε κάτι που είχε ξεχάσει τελείως, κάτι που μετά το χάος που επικρατούσε στη Γη του ήταν εντελώς άχρηστο. Αλλά αυτή τη στιγμή ήταν τόσο χρήσιμο για την επιβίωσή του Ήταν ένα νόμισμα των δύο ευρώ, αυτό με το οποίο θα αγόραζε καφέ από τον αυτόματο πωλητή όταν ξαφνικά έγινε το μακελειό στο αεροδρόμιο.

Έσφιξε το κέρμα σφιχτά στο χέρι του κοιτάζοντας στα κλεφτά για να δει που βρισκόντουσαν οι ανθρωποφάγοι και πήρε βαθιές ανάσες. Σημάδεψε έναν από τους σωλήνες της αποχέτευσης του κτιρίου και πέταξε το δίευρο με όλη του τη δύναμη. Ο ήχος που ακούστηκε έκανε τους ανθρωποφάγους που ήταν κοντά του να τρελαθούν και να αρχίσουν να τρέχουν προς τον τοίχο. Την ίδια στιγμή εκείνος σηκώθηκε και χωρίς να κοιτάξει πίσω του έφτασε σε λίγα δευτερόλεπτα στην αποθήκη. Κλείδωσε την πόρτα και άρχισε να κλαίει με λυγμούς, αποτέλεσμα της έντασης που του προκλήθηκε από την δύσκολη κατάσταση την οποία βίωσε αμέσως πριν.

Όλα καλά Γιάνναρε!“, είπε στον ασύρματο ο Παντελής και του ζήτησε να κάνει γρήγορα με το σχέδιό του. Δεν άντεχε να κάτσει ούτε ένα δευτερόλεπτο μόνος του ειδικά μετά από αυτό που έζησε. “Παντέλο μου να είσαι έτοιμος. Μόλις σου πω τρέχα, βγαίνεις από την αποθήκη και τσακίζεσαι μέχρι την πόρτα που είναι στα αριστερά σου στο απέναντι κτίριο. Θα είμαι εγώ εκεί για να σου ανοίξω“, ήταν τα λόγια του Γιάννη.

Η μουσική που ακολούθησε γρήγορα χάθηκε από τα ουρλιαχτά και τα ποδοβολητά των ανθρωποφάγων που άρχισαν να τρέχουν προς το σημείο που ήταν ο ασύρματος. “Τρέχα μαλάκα!!“, φώναξε ο Γιάννης και τότε άνοιξε η πόρτα της αποθήκης και από μέσα βγήκε ο Παντελής κι άρχισε να τρέχει όπως δεν το είχε κάνει ποτέ μέχρι τότε στη ζωή του. Αλλά για κακή του τύχη μόλις ο Γιάννης άλλαξε κανάλι στον ασύρματο για να του πει να φύγει, σταμάτησε και η μουσική κι έτσι οι ανθρωποφάγοι άκουσαν την πόρτα που έκλεισε. Η εικόνα ήταν βγαλμένη από ταινία τρόμου: Μπροστά να τρέχει ο Παντελής και από πίσω του να τον κυνηγούν ουρλιάζοντας πολλοί μολυσμένοι, διψασμένοι για σάρκα και αίμα.

…όμως τα κατάφερα… Κι έτσι βρήκα το φιλαράκι μου… Επιτέλους ένας άνθρωπος σαν και μένα… Και από εκείνη τη στιγμή αρχίσαμε να ψάχνουμε τρόπο για να φύγουμε…“, έγραψε στο χαρτί ο Παντελής κοιτάζοντας πότε τη θάλασσα και πότε το αίμα που δεν σταμάταγε να τρέχει ούτε λεπτό.

Επιβίωση και σχέδιο απόδρασης

Τα επόμενα πέντε χρόνια ήταν ιδιαίτερα δύσκολα τόσο για τον Παντελή όσο και για τον Γιάννη. Έπρεπε να βρίσκουν διάφορους τρόπους για να πηγαινοέρχονται στην αποθήκη και να παίρνουν τρόφιμα και νερό. Όπως επίσης έπρεπε να είναι φειδωλοί στην κατανάλωση των προμηθειών για να τους φτάσουν μέχρι να είναι έτοιμοι να φύγουν. Το μόνο θετικό σχετικά με τους ανθρωποφάγους ήταν οτι τα νούμερά τους δεν αυξάνονταν και οτι από την έλλειψη τροφής, δηλαδή ανθρώπων, είχαν γίνει τόσο αδύνατοι που δυσκολεύονταν ακόμα και να τρέξουν. Όμως δεν πέθαιναν με τίποτα…

Μέσα σε αυτό το διάστημα των πέντε χρόνων ο Γιάννης είχε διαβάσει χιλιάδες πληροφορίες και οδηγίες για το πως θα μπορούσε να πετάξει ένα αεροπλάνο. Στον αεροδιάδρομο υπήρχε ένα ιδιωτικό τζετ και αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο σκόπευαν να δραπετεύσουν από το αεροδρόμιο οι δύο φίλοι. Ο λόγος που είχαν επιλέξει το συγκεκριμένο αεροπλάνο ήταν επειδή χρειαζόταν λίγα καύσιμα σε σχέση με τα μεγαλύτερα αλλά και επειδή βρισκόταν σε καλή θέση σχετικά με τον αεροδιάδρομο. Δύο προβλήματα έπρεπε να λύσουν: Να μάθουν να πιλοτάρουν και γεμίσουν το τζετ με καύσιμα για το ταξίδι της σωτηρίας τους.

…όπως έλεγε και ο Γιάννος… Μακριά από δω και όπου μας βγάλει…Όμως ο μπάσταρδος είχε ήδη κάτι στο μυαλό του… Απλά δεν πρόλαβε να μου το πει…“, συμπλήρωσε την πρόταση ο Παντελής και βούρκωσε για ακόμα μία φορά. Δεν είναι άλλωστε και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο να γράφεις την ιστορία της ζωής σου περιμένοντας να πεθάνεις…

Τέσσερα χρόνια από τότε που βρέθηκαν μαζί και ο Γιάννης ήξερε πια τα πάντα για τα αεροπλάνα, πως να τα σηκώνεις από το έδαφος, πως να τα πιλοτάρεις στον αέρα και φυσικά πως να τα προσγειώνεις. Έμαθε από που ανεφοδιάζονται και με ποιον τρόπο, το μόνο που του έλειπε ήταν η… πρακτική εξάσκηση. Αλλά αυτό θα γινόταν μόνο όταν θα έμπαινε στο τζετ, μόνο όταν θα ήταν έτοιμοι για να φύγουν. Γι’ αυτό ο Γιάννης έμαθε όλα όσα γνώριζε στον Παντελή ώστε να μπορούν και οι δύο να πιλοτάρουν σε περίπτωση που ο ένας δεν τα κατάφερνε να φτάσει στο αεροπλάνο. Λες και είχε δει το μέλλον…

Πέρασε άλλος ένας χρόνος και οι δύο φίλοι ήταν πια έτοιμοι να φύγουν. Το πιο δύσκολο πράγμα που τους έτυχε αυτήν την πενταετία ήταν ο ανεφοδιασμός του τζετ με το οποίο θα πετούσαν. Όταν το γέμιζαν με καύσιμα, παραλίγο να παγιδευτούν από τους ανθρωποφάγους αλλά ο Παντελής κατάφερε και τους απομάκρυνε, κάνοντάς τους να κυνηγήσουν το φορτηγάκι του ανεφοδιασμού. Ο Γιάννης εκμεταλλεύτηκε το γεγονός και έτρεξε μέχρι το κτίριο που ζούσε με τον Παντελή, την ίδια στιγμή που ο φίλος του επέστρεψε με το φορτηγό, σταματούσε μπροστά από την πόρτα με τα φρένα να ουρλιάζουν και έμπαινε μέσα και αυτός.

…ήμασταν πια έτοιμοι… Το μόνο που έπρεπε να κάνουμε ήταν να φτάσουμε ξανά στο αεροπλάνο… Και να διώξουμε τους διαβολεμένους από τον αεροδιάδρομο για να πετάξουμε…“, έγραψε ο Παντελής νιώθοντας σιγά σιγά τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Το αίμα που είχε χάσει ήταν τόσο πολύ που θα έπρεπε ήδη να έχει λιποθυμήσει. Όμως ήθελε να ολοκληρώσει την ιστορία…

Ώρα αναχώρησης

Έφτασε η μεγάλη μέρα! Πέντε χρόνια στο αεροδρόμιο ήταν πια πολλά. Οι δύο φίλοι είχαν ετοιμάσει τα πάντα για να μπορέσουν να φτάσουν στο τζετ και παράλληλα να απομακρύνουν τους λυσσασμένους ανθρωποφάγους από τον διάδρομο απογείωσης. Το σχέδιο ήταν απλό: Ο ένας θα οδηγούσε το φορτηγάκι με τα καύσιμα για να κάνει τους μολυσμένους να το κυνηγήσουν και ο άλλος θα ετοίμαζε το αεροπλάνο για να φύγουν. Θα το έφερνε στη σωστή θέση και θα περίμενε τον φίλο του για να απογειωθούν.

Ο Γιάννης ήταν αυτός που βγήκε πρώτος από το κτίριο και μπήκε στο φορτηγό. Έκανε τον σταυρό του και έβαλε μπροστά, προκαλώντας τα ουρλιαχτά των ανθρωποφάγων που άρχισαν να τρέχουν από πίσω του. Μόλις άδειασε ο τόπος από τα τέρατα βγήκε ο Παντελής και τρέχοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής του έφτασε στο τζετ. Άναψε τους κινητήρες και οδήγησε το αεροπλάνο στη σωστή θέση στον αεροδιάδρομο. Το μόνο που μπορούσε πια να κάνει ήταν να περιμένει τον Γιάννη να μπει μέσα και να φύγουν.

Εκείνος άφησε το φορτηγάκι στην πίσω μεριά του κτιρίου που ζούσε τόσο καιρό, περίμενε να πλησιάσουν οι μολυσμένοι, πήδηξε έξω και άρχισε να τρέχει. Μόλις τον κατάλαβαν οι λυσσασμένοι ανθρωποφάγοι ξεκίνησαν να τον κυνηγούν, πάνω από εκατό λιπόσαρκοι και πεινασμένοι από δαύτους. Ο Γιάννης έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς τα πίσω για να δει που ήταν οι μολυσμένοι. Και τότε ήταν που το κατάλαβε… Δεν θα έφευγαν και οι δύο από εκεί…

Οι ανθρωποφάγοι ήταν ήδη κοντά του και ακόμα κι αν κατάφερνε να μπει στο τζετ, δεν θα μπορούσαν να το απογειώσουν με τόσο κόσμο στον αεροδιάδρομο. Έτσι ο Γιάννης φώναξε στον Παντελή να κλείσει την πόρτα του αεροπλάνου και μόλις το σηκώσει στον αέρα να κοιτάξει κάτω από τη θέση του πιλότου. Τον χαιρέτησε με ένα γλυκόπικρο χαμόγελο και συνέχισε να τρέχει προς την αντίθετη πλευρά από εκείνη του αεροσκάφους. Κατευθύνθηκε προς την αποθήκη που είχε βρει τον Παντελή, έστριψε στην γωνία και εξαφανίστηκε. Και από πίσω του συνέχιζαν να τρέχουν οι λυσσασμένοι ανθρωποφάγοι…

…και αυτή ήταν η τελευταία φορά που είδα τον Γιάνναρο… Και γενικότερα η τελευταία φορά που είδα άνθρωπο… Η θυσία του φίλου μου ήταν αρκετή για να καταφέρω να πετάξω το αεροπλάνο… Να ζήσω λίγα χρόνια ακόμα… Ε, τριάντα χρόνια μετά δεν το λες και μικρό διάστημα…” και ολοκληρώνοντας την πρότασή του ο Παντελής, έγειρε στο πλάι και αποκοιμήθηκε.

Μετά το αεροδρόμιο

Ο Παντελής προσπαθούσε ακόμα να συνέλθει από αυτό που έγινε. Η θυσία του Γιάννη τον συγκλόνισε, ο ίδιος δεν ήταν σίγουρος οτι θα έκανε το ίδιο πράγμα αν ήταν στη θέση του φίλου του. Και ίσως αυτό να τον είχε γεμίσει με ενοχές και να τον έκανε να αισθάνεται τόσο άσχημα. Αλλά οτι έγινε έγινε και μόνο μπροστά μπορούσε να κοιτάξει πια. Θυμήθηκε τα λόγια του Γιάννη και έβαλε τον αυτόματο πιλότο. Έψαξε με το χέρι του κάτω από το κάθισμα του πιλότου και βρήκε ένα κομμάτι χαρτί. Ήταν ένας χάρτης!

Πάνω του ήταν κυκλωμένο ένα σημείο στον Ειρηνικό Ωκεανό, κοντά στις ακτές της δυτικής λατινικής Αμερικής. Ήταν ένα τόσο μικρό νησάκι, ίσα ίσα που μπορούσε να το δει. “Ρε τον μπαγάσα!“, είπε από μέσα του όταν πια κατάλαβε οτι ο Γιάννης τα είχε σκεφτεί όλα, δεν είχε αφήσει τίποτα στην τύχη. Θα προσγειωνόταν στην Χιλή και από εκεί θα έβρισκε ένα σκάφος για να πάει στο νησί του Αγίου Αμβρόσιου, έναν μικρό παραδεισένιο προορισμό, θεωρητικά ανέγγιχτο από τους ανθρωποφάγους. Και έτσι έγινε…

2051, το τέλος…

…έζησα κοντά τριάντα χρόνια εδώ πέρα… Ούτε πριν από την πανδημία κατάφερα να ζήσω τόσο όμορφα και γαλήνια… Ψάρευα κάθε μέρα, μάζευα νερό και έτρωγα καρύδες και φρούτα… Σαν τον παράδεισο ένα πράγμα… Αν και με αυτά που είδαν τα μάτια μου σε αυτή τη ζωή είμαι σίγουρος οτι δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα… Αχ, καταραμένε καρχαρία… Αυτό δεν το περίμενα με τίποτα… Μακάρι κάποιος να διαβάσει την ιστορία μου… Μακάρι κάποιος να ζει εκεί έξω… Μακάρι οι άνθρωποι να υπάρχουν ακόμα… Σε ευχαριστώ άγνωστε…” έγραψε ο Παντελής και αφού τύλιξε το γράμμα του, το έβαλε σε ένα μπουκάλι, κούμπωσε το καπάκι και το πέταξε στη θάλασσα.

Κοίταξε για μία τελευταία φορά το κομμένο του πόδι, εκείνο που έχασε νωρίτερα από τον μεγάλο λευκό καρχαρία ο οποίος κυνηγούσε στα νερά γύρω από το νησάκι του Αγίου Αμβρόσιου. Χαμογέλασε αδύναμα, ξάπλωσε στην ζεστή άμμο και έκλεισε τα μάτια του για τελευταία φορά.

ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΤΡΙΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΧΑΟΥΣ

(Η “ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΧΑΟΥΣ” αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται σε αυτό είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ