Κάποτε, σε έναν κόσμο μαγικό, έναν που χάθηκε και είναι πια κρυμμένος στις ιστορίες των γιαγιάδων δίπλα από το τζάκι τον χειμώνα, υπήρχε ένας παράξενος κυνηγός. Όμως δεν ήταν σαν όλους τους άλλους, εκείνους δηλαδή που σκοτώνουν πουλιά, ελάφια και αγριογούρουνα. Αυτός κυνηγούσε και έπιανε καταραμένες ψυχές…
Οι Σκοτεινοί ήταν το όνομα όλων εκείνων που είχαν πεθάνει αλλά δεν μπορούσαν να βρουν ανάπαυση. Ήταν άνθρωποι που όταν ζούσαν είχαν κάνει τόσο πολλές αδικίες και είχαν προκαλέσει στενοχώριες στους άλλους και τους συγγενείς τους. Γι’ αυτό το λόγο η ίδια η ζωή τους καταράστηκε μετά το θάνατό τους να μην μπορούν να ταξιδέψουν στον αστρικό κόσμο που πηγαίνουν όλες οι ψυχές, αλλά να συνεχίσουν να περιφέρονται στον κόσμο κάνοντας αυτά που έκαναν όταν ζούσαν.
Έτσι το πρόβλημα ήταν μεγάλο και για τους Σκοτεινούς αλλά και για τους ανθρώπους που ταλαιπωρούνταν από δαύτους. Η λύση δόθηκε από τους “σοφούς” του κόσμου, δηλαδή τους μάγους, τους θεραπευτές και τους επιστήμονες. Συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί και αφού συζήτησαν αναλυτικά το θέμα, πρότειναν τρόπους αντιμετώπισής του και κατέληξαν στον Λούσιφερ. Αν και αρχικά υπήρξαν έντονες αντιδράσεις από την κοινωνία και τους άρχοντες του κόσμου, στο τέλος επικράτησε αυτό που είχαν αποφασίσει οι “σοφοί“.
Ο Λούσιφερ ήταν ένας περίεργος τύπος, δύστροπος και γκρινιάρης. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν ο εαυτός του και πως θα περνάει αυτός καλά, ακόμα κι αν ενοχλούσε τους γύρω του. Καθώς μεγάλωνε, μεγάλωναν μαζί και οι κακοί του τρόποι μέχρι που έφτασε να είναι επικίνδυνος για την κοινωνία και έτσι αποφασίστηκε να εξοριστεί μέχρι να πεθάνει. Μονάχος του, μακριά από τους άλλους ανθρώπους, αυτή ήταν η τιμωρία του…
Ο λόγος που οι “σοφοί” κατέληξαν στον Λούσιφερ ήταν προφανής. Από τη στιγμή που θα γινόταν και αυτός Σκοτεινός ήθελαν να εκμεταλλευτούν αυτό το γεγονός και να τον αναγκάσουν να βρει τη λύτρωση μέσα από το δύσκολο έργο που θα του ανέθεταν. Έπρεπε δηλαδή να ψάξει και να βρει όλες τις καταραμένες ψυχές και να τις οδηγήσει, με όποιον τρόπο μπορούσε, στον αστρικό κόσμο, μακριά από τους ανθρώπους.
Όμως για να μπορεί ο Λούσιφερ να αντιμετωπίσει τους Σκοτεινούς έπρεπε να έχει τα κατάλληλα όπλα. Αυτό γιατί ο ίδιος ήταν άνθρωπος και εκείνοι ψυχές, άρα όντα άυλα και άπιαστα. Έτσι οι μάγοι του χάρισαν το νερό της διορατικότητας για να βλέπει τους Σκοτεινούς, οι θεραπευτές το φως της ζωής για να τους οδηγήσει στη λύτρωση και οι επιστήμονες το σχοινί της απελευθέρωσης για να μπορεί να τους πιάσει.
Αλλά ο Λούσιφερ ήταν πανούργος και είπε στους άρχοντες και την κοινωνία οτι θα γινόταν κυνηγός των Σκοτεινών μόνο αν δεχόντουσαν τους τρεις όρους που τους έθεσε. Ο πρώτος ήταν να του δώσουν την ικανότητα να μιλάει στις ψυχές των ζωντανών. Ο δεύτερος όρος ήταν να μπορεί να επηρεάζει τις σκέψεις των ανθρώπων. Ο τρίτος ήταν και ο πιο περίεργος: Τους ζήτησε να του επιβάλλουν και πάλι την ποινή της εξορίας με τη μόνη διαφορά σε σχέση με πριν, οτι αυτή τη φορά θα τον έστελναν σε άλλο κόσμο.
Βασική προϋπόθεση για να δοθούν στον Λούσιφερ αυτά που ζητούσε ήταν να καταφέρει να βρει και να λυτρώσει όλους τους Σκοτεινούς που υπήρχαν στον κόσμο. Οι άρχοντες άκουσαν την πρότασή του και κάλεσαν σε συμβούλιο την κοινωνία και τους “σοφούς“. Μόλις οι άνθρωποι άκουσαν τις απαιτήσεις του Λούσιφερ αμέσως αρνήθηκαν χωρίς δεύτερη σκέψη. Οι “σοφοί” επέμεναν οτι δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να λυθεί το πρόβλημα με τους Σκοτεινούς κι έτσι την τελική απόφαση θα την έπαιρναν οι άρχοντες του κόσμου.
“Η κατάσταση με τις καταραμένες ψυχές έχει φτάσει στο απροχώρητο. Οι άνθρωποι φοβούνται πια ακόμα και να βγουν από τα σπίτια τους ειδικά μετά τα μεσάνυχτα. Οι πόλεις έχουν ερημώσει, όλοι ζουν με τον τον τρόμο και μόλις πέσει η νύχτα κλειδώνουν τις πόρτες και τα παράθυρα. Ο Λούσιφερ σίγουρα έχει κάτι πονηρό στο μυαλό του και πρέπει να πάρουμε μια πολύ προσεκτική απόφαση. Και αυτή είναι η εξής: Θα δεχθούμε τους όρους του και μόλις ολοκληρώσει το κυνήγι θα τον στείλουμε εξόριστο στο πιο βαθύ μπουντρούμι μας. Δεν δεχόμαστε εκβιασμούς από τίποτα και από κανέναν“, ήταν τα λόγια των αρχόντων.
‘Ετσι ο Λούσιφερ επέστρεψε από την εξορία και αμέσως έπιασε δουλειά. Στην αρχή δεν ήταν τόσο δύσκολο να βρει τους Σκοτεινούς γιατί κανένας άνθρωπος δεν κυκλοφορούσε το βράδυ και μόνο οι καταραμένες ψυχές παραμόνευαν στα σκοτάδια. Οπότε με το πέρασμα του χρόνου οι πόλεις άρχισαν να “καθαρίζουν” από τους Σκοτεινούς και η ζωή των ανθρώπων έγινε ξανά ανέμελη και γαλήνια. Οι παιδικές φωνές γέμισαν και πάλι τις πλατείες ενώ όλα τα σπίτια είχαν πλέον ανοιχτά τα παράθυρα και τις πόρτες.
Κάποιες ψυχές όμως ζούσαν απομονωμένες στα δάση και τα βουνά, μακριά από τους ανθρώπους και τις φοβίες τους. Αυτές ήταν πολύ δύσκολο να εντοπιστούν από τον Λούσιφερ και έπρεπε να βρει νέους τρόπους για να τα καταφέρει. Έτσι στράφηκε σε μερικές από αυτές που είχε ήδη αιχμαλωτίσει και άρχισε να τους υπόσχεται δόξες και καλοπέραση εκεί που θα τις έστελνε μόλις ολοκλήρωνε το έργο του.
Μία γυναίκα, η ψυχή της δηλαδή, ήταν εκείνη που δέχτηκε την πρόταση του Λούσιφερ. Το όνομά της ήταν Λίλιθ και όταν ήταν ζωντανή θα πρέπει να ήταν από τις πιο όμορφες γυναίκες του κόσμου. Αφού και ο ίδιος ο κυνηγός θαμπώθηκε από την εντυπωσιακή της εμφάνιση, ακόμα και τώρα που δεν είχε μείνει τίποτε άλλο εκτός από την ψυχή της. Η Λίλιθ του είπε που θα μπορούσε να βρει τους υπόλοιπους Σκοτεινούς και το μόνο που του ζήτησε ήταν να μείνει μαζί του όταν εκείνος θα τελείωνε με το κυνήγι.
Και ο Λούσιφερ δέχτηκε και μάλιστα της υποσχέθηκε οτι θα την έκανε γυναίκα του. Της είπε οτι είχε κάτι στο μυαλό του, κάτι που δεν μπορούσαν ούτε να το φανταστούν οι άνθρωποι που του ζήτησαν να τους βοηθήσει. Το μόνο που έπρεπε να κάνει εκείνη ήταν να περιμένει για λίγο ακόμα…
Έτσι ξεκίνησε και πάλι το κυνήγι, έπιασε σχεδόν όλους τους Σκοτεινούς που είχαν απομείνει εκτός από τρεις που δεν μπορούσε να τους βρει πουθενά. Έψαξε στα δάση, στη θάλασσα και στα βουνά, γύρισε πάλι από πόλη σε πόλη αλλά δεν έβγαλε άκρη. Είχε αρχίσει να απελπίζεται όταν του ήρθε η απίθανη ιδέα να πάει μέχρι την άκρη του κόσμου και να πιάσει τον δράκο Αιμοβόρο. Το φτερωτό κτήνος βρισκόταν αποκλεισμένο στην κορυφή του Βουνού της Φωτιάς, έναν πανύψηλο βράχο που έβγαζε συνέχεια καπνούς.
Το έργο του Λούσιφερ ήταν όχι μόνο δύσκολο αλλά ακατόρθωτο για έναν θνητό. Όμως ο πανούργος κυνηγός τα είχε όλα έτοιμα στο μυαλό του, δεν άφηνε τίποτα στην τύχη γιατί πολύ απλά δεν πίστευε ο ίδιος σε αυτή. Έτσι έφτασε μέχρι το Βουνό της Φωτιάς και άρχισε να σκαρφαλώνει τους απότομους γκρεμούς με τα καυτά και κοφτερά βράχια. Τα χέρια του γέμισαν πληγές και εγκαύματα, το κορμί του είχε ξεσκιστεί από τις μυτερές πέτρες αλλά εκείνος έσφιξε τα δόντια και συνέχισε μέχρι την κορυφή.
Εκεί τον περίμενε ο Αιμοβόρος με άγριες διαθέσεις. Φυσούσε καπνό μαζί με φωτιά ενώ τα νύχια του ήταν τεράστια και σουβλερά. Μόλις είδε τον Λούσιφερ βρυχήθηκε τόσο δυνατά που όλος ο τόπος σείστηκε, βράχια ξεκόλλησαν και έπεσαν στον γκρεμό, μέχρι και ο ίδιος ο ουρανός τρεμόπαιξε για μια στιγμή. “Δράκε!! Άκου με πρώτα κι αν δεν σου αρέσουν τα λόγια μου κάνε οτι θες!“, είπε ο Λούσιφερ στο φτερωτό κτήνος και άρχισε να του εξηγεί το λόγο της επίσκεψής του αλλά και αυτό που ήθελε να κάνει μόλις τελειώσει το κυνήγι.
Έτσι καβάλησε τον δράκο και άρχισε να σαρώνει τον κόσμο από ψηλά. Με τη βοήθεια του νερού της διορατικότητας ο Λούσιφερ εντόπισε εύκολα τους τελευταίους Σκοτεινούς και τους οδήγησε στο μπουντρούμι του, εκεί που είχε βάλει και τους υπόλοιπους. Οι τρεις ψυχές που αιχμαλωτίστηκαν στο τέλος ήταν ο Φόβος, ο Εφιάλτης και η Παράνοια. Επειδή δυσκόλεψαν τόσο πολύ τον κυνηγό μέχρι να καταφέρει να τις πιάσει, ο Λούσιφερ τους υποσχέθηκε οτι θα τους έδινε σημαντικά αξιώματα στην καινούργια τους ζωή.
Αφού πια είχε ολοκληρώσει το κυνήγι, οι άρχοντες του κόσμου και η κοινωνία τον κάλεσαν να παρουσιαστεί μπροστά τους. Μόλις εκείνος μπήκε στην αίθουσα όλοι τρόμαξαν από την αποκρουστική του εμφάνιση. Η δοκιμασία που πέρασε ο Λούσιφερ για να ανέβει στο Βουνό της Φωτιάς τον παραμόρφωσε τελείως. Όλο του το σώμα ήταν γεμάτο πληγές και κοψίματα ενώ τα εγκαύματα είχαν καλύψει το κορμί του από τα πόδια μέχρι το κεφάλι.
“Ολοκλήρωσα τη δουλειά που μου αναθέσατε. Τώρα ήρθε η ώρα για να εκπληρώσετε την υπόσχεσή σας και να μου δώσετε αυτά που σας ζήτησα!“, είπε ο Λούσιφερ έχοντας ένα πονηρό χαμόγελο σχηματισμένο στα χείλη του. Γνώριζε οτι δεν υπήρχε περίπτωση οι άνθρωποι να τηρήσουν τη συμφωνία αλλά περίμενε να το ακούσει από τα χείλη τους πριν αποκαλύψει το πραγματικό του σχέδιο. Κι έτσι έγινε…
Μόλις οι άρχοντες διέταξαν τους φρουρούς να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν στο πιο βαθύ μπουντρούμι του κόσμου, εκείνος έβγαλε μια ανατριχιαστική κραυγή και μέσα σε μια στιγμή ο δράκος Αιμοβόρος εμφανίστηκε από πάνω τους, γκρεμίζοντας τη σκεπή με τα νύχια του. Άρπαξε τον αρχηγό των αρχόντων και τον έκανε μια χαψιά, αναγκάζοντας τους υπόλοιπους να τρέξουν να κρυφτούν κάτω από τα τραπέζια που έτρωγαν και μέσα στα βαρέλια με το κρασί που έπιναν.
“Ακούστε με καλά άνθρωποι!! Με στείλατε εξόριστο για να πεθάνω μόνος μου, μακριά από εσάς και τις οικογένειές σας. Μόλις με χρειαστήκατε ζητήσατε τη βοήθειά μου και υποσχεθήκατε μονάχα ψέματα. Αν και βρίσκεστε στο έλεός μου εγώ δεν πρόκειται να σας ενοχλήσω. Τουλάχιστον όχι όσο είστε ζωντανοί…
Θα φύγω από την κοινωνία σας και θα πάω να μείνω στο μέρος που είχατε σκοπό να με φυλακίσετε. Επειδή δεν σας εμπιστεύομαι δεν θα ελευθερώσω τους Σκοτεινούς στον αστρικό κόσμο αλλά θα μείνουν μαζί μου στο νέο μου βασίλειο. Όπως το ίδιο θα συμβεί με τον δράκο ο οποίος θα είναι και ο φύλακας του κόσμου που θα δημιουργήσω.
Με τη γυναίκα μου τη Λίλιθ θα ζήσουμε μαζί στην αιωνιότητα και θα κάνουμε αμέτρητους γιους και κόρες, οι οποίοι θα έχουν το δικαίωμα να ζήσουν στον δικό σας κόσμο και με τους δικούς σας όρους. Θα τους δοξάσετε, θα τους λατρέψετε σαν θεούς, θα τους μισήσετε μα δεν θα μπορείτε να τους πειράξετε.
Αυτή η μέρα είναι η αρχή του τέλους της αθωότητας. Θα σας παρακολουθώ από το νέο μου βασίλειο κι αν ποτέ καταλάβω οτι παρεκτρέπεστε τότε αυτομάτως θα έχετε κερδίσει μια θέση στον δικό μου κόσμο για να σας τιμωρήσω όπως θέλω εγώ. Άνθρωποι καλώς ήρθατε στην Κόλαση!“, είπε ο Λούσιφερ και μόλις τελείωσε πήδηξε πάνω στον Αιμοβόρο και χάθηκε για πάντα από τον κόσμο των ανθρώπων, των αρχόντων και τον “σοφών“.
Χάθηκε μέχρι να τον χρειαστούν ξανά…
(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται σε αυτό είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)
ΖΕΥΣ