Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που έγιναν οι Σταυροφορίες. Αυτός ο αιώνιος πόλεμος ανάμεσα σε χριστιανούς και μωαμεθανούς για την επικράτηση στους Αγίους Τόπους. Η Ιερουσαλήμ ήταν πάντοτε το μεγάλο έπαθλο όμως σημαντικά ήταν και τα πολιτικά αλλά και τα οικονομικά οφέλη για όποιον επικρατούσε. Έστω και προσωρινά…
Όμως η ιστορία που θα δούμε παρακάτω δεν είναι ακόμα μία με ιππότες, άλογα και αιματοβαμμένα πεδία μάχης. Ούτε με όμορφες δεσποσύνες, κόρες βασιλιάδων και ευγενών που περιμένουν κάποιον να τις σώσει και να τις παντρευτεί. Αυτά ανήκουν στην ιστορία και στα βιβλία που γράφτηκαν από τους λόγιους της εποχής.
Υπάρχουν μύθοι από εκείνα τα χρόνια, παράξενα περιστατικά που μεταδόθηκαν από στόμα σε στόμα, στις αγορές της Δαμασκού από τους ντόπιους έμπορους και στα παλάτια της Άκρα από τους ποιητές. Μύθοι που αναφέρονται σε μερικούς πολύ ιδιαίτερους πολεμιστές, εξόριστους και αφορισμένους από την Εκκλησία, οι οποίοι πολέμησαν για κάτι πολύ πιο σημαντικό από τα πλούτη και τη γη. Πολέμησαν για την ελευθερία όλων των ανθρώπων σε μέρη δύσβατα και σκοτεινά, εκεί που κανένας δεν τολμούσε να πάει.
Αυτοί ήταν οι “Μαχητές του Χριστού“, μια ομάδα Σταυροφόρων που στάλθηκαν από την Καθολική Εκκλησία για να πολεμήσουν τις δυνάμεις της Κόλασης και να τις εξοντώσουν πριν εκείνες κυριεύσουν τους ανθρώπους. Ο λόγος που ο Πάπας τους είχε αφορίσει ήταν για να μην καταλάβει ποτέ κανένας τι σκόπευαν να κάνουν. Τους είχε στείλει εξόριστους στους Αγίους Τόπους, μακριά από τους άλλους Σταυροφόρους, απομονωμένους στα βάθη της Μέσης Ανατολής για να κάνουν τη δουλειά τους χωρίς να τους εμποδίσει κανείς.
Όμως επειδή ο Πάπας δεν εμπιστεύονταν ούτε τη σκιά του, πριν φτιάξει τους “Μαχητές του Χριστού” έστειλε πρόσκληση σε όλες τις επαρχίες της Αυτοκρατορίας, να του φέρουν τους πιο ικανούς πολεμιστές με την πρόφαση οτι τους ήθελε για να συνοδέψουν τον Ιερό Σταυρό στις μάχες με τους μωαμεθανούς. Όμως ήταν λίγες οι περιοχές που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά του κάνοντας το έργο του ακόμα πιο δύσκολο. Μόλις τέσσερις μαχητές εμφανίστηκαν στο Βατικανό αλλά ήταν όλοι τους ξακουστοί για τις ικανότητές τους στον πόλεμο και τα πεδία της μάχης.
Οι Φράγκοι έστειλαν τον Ζιλ Μπομέρ, οι Σάξονες τον σερ Άλαν Γουένφιρθ, οι Ίβηρες τον Ελ Μουέρτε και οι Βυζαντινοί τον Ιωάννη Παρθένιο. Τέσσερις άντρες που στο άκουσμά τους ακόμα και οι χριστιανοί έτρεχαν να κρυφτούν ενώ οι μωαμεθανοί τους είχαν επικηρύξει και έστελναν κατά καιρούς δολοφόνους για να τους εξοντώσουν. Όμως κάθε φορά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Ο Σουλτάνος δεν μάθαινε ποτέ τα μαντάτα των δολοφόνων γιατί ποτέ κανένας τους δεν γύρισε πίσω.
Ο Ζιλ Μπομέρ ήταν ένας νεαρός άντρας που μπορεί με την εξωτερική του εμφάνιση να μην προκαλούσε ιδιαίτερη εντύπωση, αλλά με το σπαθί του στο χέρι ήταν πιο επικίνδυνος και από δέκα άντρες μαζί. Το όνομά του έγινε γνωστό στα πέρατα της Γης, όταν είχε σφάξει οκτώ ληστές οι οποίοι είχαν την ατυχία να επιτεθούν σε αυτόν και τη γυναίκα του ένα απόγευμα που απολάμβαναν το γεύμα τους δίπλα στο ποτάμι. Εκείνη τη μέρα μέχρι και η ίδια τον είχε φοβηθεί από τη μανία με την οποία όρμησε σε εκείνους τους άντρες, κόβοντας τα κεφάλια και χύνοντας τα σωθικά τους.
Στην ιβηρική χερσόνησο ο Ελ Μουέρτε ήταν ο πιο διάσημος μαχητής ο οποίος έμαθε μονάχος του την τέχνη του πολέμου. Πριν γίνει πολεμιστής ήταν βοσκός και ζούσε στο βουνό μαζί με τα πρόβατά του. Ένα βράδυ μια αγέλη δέκα λύκων επιτέθηκε στα κακόμοιρα ζώα του Ίβηρα. Εκείνος δεν το πολυσκέφτηκε, πήρε ένα χοντρό παλούκι που είχε φτιάξει από βελανιδιά και χίμηξε ουρλιάζοντας στα σαρκοφάγα αρπακτικά. Μόλις τελείωσε η συμπλοκή το μόνο που είχε μείνει ήταν ένας άντρας γεμάτος αίματα, με δαγκωνιές σε όλο του το κορμί και γύρω του νεκροί λύκοι με σπασμένα τα κεφάλια και τα σαγόνια τους.
Ιδιαίτερη ήταν η περίπτωση του Ιωάννη Παρθένιου του βυζαντινού αρχοντόπουλου. Αν και ορθόδοξος αψήφησε τον αυτοκράτορα και ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Πάπα. Από μικρό παιδί το μόνο που τον ένοιαζε ήταν η δόξα, να μείνει το όνομά του γνωστό και στις επόμενες γενιές. Γι’ αυτό κατατάχθηκε νεαρός στον στρατό, έμαθε ξιφασκία και τοξοβολία ενώ ήταν έξοχος καβαλάρης. Πολέμησε σε αμέτρητες μάχες της βυζαντινής αυτοκρατορίας και τώρα, στα πενήντα του χρόνια, ήθελε κάτι ακόμα πιο δύσκολο από το να θερίζει άπιστους μωαμεθανούς. Το κάλεσμα του Πάπα άναψε και πάλι στην ψυχή του τη φλόγα της δόξας και της αθανασίας μέσα από τα βιβλία της ιστορίας.
Ο πιο γνωστός από τους τέσσερις ήταν ο Σάξονας σερ Άλαν Γουένφιρθ. Ήταν το πρωτοπαλίκαρο του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου στις μάχες με τους Φράγκους και τους μωαμεθανούς. Φόβος και τρόμος για τους εχθρούς, ευγενικός και φιλεύσπλαχνος με όλους τους άλλους. Άριστος με το δόρυ και το σπαθί, πανούργος στις τακτικές του πολέμου στο πεδίο της μάχης, ο σερ Άλαν ήταν αυτό που ήθελε ο κάθε βασιλιάς. Πιστός μέχρι θανάτου και άξιος πολεμιστής. Αν και ήταν διστακτικός απέναντι στον Πάπα και την πρόσκλησή του, με την συμβολή του Ριχάρδου πείστηκε τελικά και ταξίδεψε στη Ρώμη.
Παρουσιάστηκαν και οι τέσσερις μπροστά από τον Άγιο Πατέρα στο Βατικανό. Γονάτισαν και ορκίστηκαν πίστη στον ίδιο και τον Ιερό Σταυρό, έτοιμοι να αναλάβουν μια αποστολή δύσκολη στα όρια του ακατόρθωτου. Εκείνος πρώτα τους ευλόγησε για να έχουν την προστασία του Χριστού απέναντι στον υπερφυσικό εχθρό που τους περίμενε κι ύστερα προχώρησε σε μία κίνηση τόσο διαβολική που μέχρι και ο ίδιος ο Σατανάς θα τον ζήλευε. Οργάνωσε μια γιορτή για τους τέσσερις πολεμιστές και διέταξε να τους ρίξουν υπνωτικό στα ποτά τους.
Μόλις εκείνοι αποκοιμήθηκαν, οι φρουροί του Πάπα τους έκοψαν τις γλώσσες, αποτέλεσμα της έλλειψης εμπιστοσύνης του Άγιου Πατέρα. Ο λόγος ήταν επειδή δεν ήθελε με τίποτα να μαθευτεί οτι υπήρχαν σατανικές δυνάμεις στη Μέση Ανατολή. Όταν οι πολεμιστές ξύπνησαν και κατάλαβαν το κακό που είχαν πάθει, αγρίεψαν και ετοιμάστηκαν να επιτεθούν στον Πάπα και τους φρουρούς. Όμως εκείνος τους έδειξε ένα χαρτί με την υπογραφή του με το οποίο ενημέρωνε όλον τον χριστιανικό κόσμο οτι τους αφόρισε για εσχάτη προδοσία και οτι τους έστελνε εξόριστους στα εδάφη του εχθρού.
Επομένως το μόνο που μπορούσαν να κάνουν οι τέσσερις πολεμιστές ήταν να φύγουν για τη Μέση Ανατολή ώστε να γλιτώσουν από τον θάνατο που σίγουρα θα τους έβρισκε στην Ευρώπη. Καλύτερα να πεθάνουν κάνοντας αυτό που ξέρουν καλύτερα παρά να αποκεφαλιστούν ατιμασμένοι και να μείνουν στην ιστορία ως προδότες. Και φυσικά αυτό που ήθελαν περισσότερο από όλα ήταν να αντιμετωπίσουν τις ορδές της Κόλασης για το καλό των ανθρώπων και το όνομα του Ιησού Χριστού. Άλλωστε όλοι τους ήταν Σταυροφόροι και γι’ αυτό το λόγο ονομάστηκαν “Μαχητές του Χριστού“, αυτοί που θα έδιναν τη ζωή τους για την ανθρωπότητα όπως είχε κάνει ο μεγάλος προφήτης.
Ταξίδεψαν μυστικά, χωρίς να φανερώσουν τις ταυτότητές τους, με ένα καράβι γεμάτο σκλάβους και μισθοφόρους που πήγαιναν στους Αγίους Τόπους. Ο πόλεμος εκτός από θάνατο και εφιάλτες, σε μερικούς τυχοδιώκτες πρόσφερε χρήματα και πλούτη αν ήξεραν που να ψάξουν, ποιόν να ληστέψουν και πότε. Όταν γινόταν κάποια μεγάλη μάχη μεταξύ των Σταυροφόρων και των άπιστων μωαμεθανών, τα χωριά και οι μικρές πόλεις άδειαζαν από άντρες και φρουρούς, έτσι οι περιουσίες εκείνων που έφευγαν για τον πόλεμο έμεναν αφύλακτες. Οι γυναίκες ήταν απροστάτευτες, εύκολη λεία στις αρρωστημένες ορέξεις των ληστών και των φονιάδων.
Λίγο έξω από το λιμάνι της Άκρα, ένα μεγάλο πολεμικό πλοίο με σημαίες της Φραγκίας τους πλεύρισε και τους επιτέθηκε. Οι σκλάβοι έπεσαν στη θάλασσα για να γλιτώσουν ενώ οι μισθοφόροι χίμηξαν στους εχθρούς τους αλλά ήταν λιγότεροι και χειρότερα εξοπλισμένοι σε σχέση με τους Φράγκους. Ξαφνικά και μέσα στο χάος της ναυμαχίας, οι τέσσερις “Μαχητές του Χριστού” έκαναν την εμφάνισή τους και ρίχτηκαν στη μάχη. Μέσα σε λίγα λεπτά οι Φράγκοι είχαν αφανιστεί και είχαν “στολίσει” με το αίμα τους το καράβι των σκλάβων και των μισθοφόρων.
Από την Άκρα οι τέσσερις Σταυροφόροι, αφού πρώτα αγόρασαν άλογα και προμήθειες, ταξίδεψαν μέχρι τα βάθη της Μέσης Ανατολής. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που τους είχε δώσει ο Πάπας, υπήρχε μια μεγάλη σπηλιά κρυμμένη στα σπλάχνα ενός παράξενου βουνού με κόκκινους βράχους και τρεις μυτερές κορυφές. Ο “Καταραμένος Βράχος” όπως το ονόμαζαν οι ντόπιοι, οι οποίοι δεν το πλησίαζαν από φόβο για τους ίδιους και τα ζώα τους.
‘Ηταν άλλωστε αμέτρητες οι ιστορίες για ολόκληρα κοπάδια από πρόβατα που χάθηκαν από προσώπου γης ενώ έβοσκαν κοντά στο βουνό. Ακόμα περισσότερες ήταν οι φήμες σχετικά με τους παράξενους ήχους που ακούγονταν από τα βάθη του “Καταραμένου Βράχου“, ειδικότερα τη νύχτα. Ουρλιαχτά, διαβολικά γέλια και λυγμοί ήταν οι συχνότεροι ήχοι που είχαν ακούσει οι ντόπιοι βοσκοί.
Οι τέσσερις Σταυροφόροι πλήρωσαν αδρά έναν νεαρό άντρα για να τους δείξει το δρόμο για το παράξενο βουνό. Εκείνος τους οδήγησε μέσα από ένα μονοπάτι που περνούσε ξυστά από τους απότομους γκρεμούς του “Καταραμένου Βράχου” αλλά μερικοί ογκόλιθοι που είχαν πέσει στο δρόμο τους καθυστέρησαν μέχρι να καταφέρουν να συνεχίσουν. Έτσι τους πρόλαβε η νύχτα με αποτέλεσμα ο νεαρός βοσκός να φύγει τρομαγμένος και να αφήσει τους “Μαχητές του Χριστού” στα μισά του δρόμου, χωρίς να μπορέσει να τους δείξει τη μεγάλη σπηλιά στα σπλάχνα του βουνού.
Οι τέσσερις πολεμιστές κατέβηκαν από τα άλογα και τα έδεσαν στην άλλη άκρη του δρόμου, ύστερα άναψαν φωτιά σε ένα σημείο κρυμμένο από το μονοπάτι και κατασκήνωσαν για το βράδυ. Ο λόγος που άφησαν τα άλογα τόσο μακριά ήταν πολύ απλός: Αν όντως υπήρχαν διαβολικά πλάσματα στο βουνό και έτρωγαν ζώα τότε δεν θα αντιστέκονταν στο… εύκολο γεύμα που τους είχαν ετοιμάσει οι “Μαχητές του Χριστού“. Και προς μεγάλη τους ευχαρίστηση, έτσι έγινε…
Ουρλιαχτά και γέλια γέμισαν απ’ άκρη σ’ άκρη τον “Καταραμένο Βράχο“. Στην αρχή ακούγονταν από πολύ μακριά αλλά ώρα με την ώρα πλησίαζαν προς το μέρος που ήταν οι τέσσερις πολεμιστές. Τα άλογα άρχισαν να χλιμιντρίζουν νευρικά, κλωτσούσαν το έδαφος και προσπαθούσαν να ελευθερωθούν από τα σχοινιά με τα οποία ήταν δεμένα. Ο σερ Άλαν έκανε νόημα στους υπόλοιπους να ετοιμαστούν για μάχη. Έριξε αγιασμό στο σπαθί του και το ίδιο έκαναν και οι άλλοι Σταυροφόροι με τα δικά τους όπλα.
Ξαφνικά τα γέλια σταμάτησαν και ακολούθησε μια παράξενη ηρεμία, όπως η γαλήνη που προηγείται της καταιγίδας. Και τότε μια ομάδα πενήντα, περίπου, διαβολικών πλασμάτων, εμφανίστηκε από τις σκιές και έπεσε πάνω στα κακόμοιρα άλογα. Οι υπηρέτες του Κακού περπατούσαν στα τέσσερα, το κορμί τους ήταν αδύνατο, κοκκαλιάρικο ενώ τα νύχια τους ήταν τόσο μακριά που μπορούσαν να κόψουν το κεφάλι ενός ενήλικα ανθρώπου σαν βούτυρο. Τα μάτια τους ήταν κατακόκκινα και το στόμα τους ήταν γεμάτο σουβλερά δόντια και μια γλώσσα διχαλωτή όπως του φιδιού.
Ήταν αρκετά γρήγοροι στις κινήσεις τους, μπορούσαν ακόμα και να περπατήσουν πάνω στα απότομα βράχια του γκρεμού ή και να σταθούν ανάποδα σαν να μην τους επηρεάζει η βαρύτητα του κόσμου μας. Αυτά τα πλάσματα οι ντόπιοι τα αποκαλούσαν “Ντιαμπόλι“, δηλαδή τα παιδιά του διαβόλου και τα φοβόντουσαν περισσότερο από κάθε άλλο εχθρό, ακόμα και από τους φονιάδες και τους άκαρδους μισθοφόρους που συχνά πυκνά τους θέριζαν με επιδρομές και έσφαζαν τις γυναίκες και τα παιδιά τους.
Τα Ντιαμπόλι είχαν πέσει σαν τις σφίγγες πάνω στα άλογα και τα έτρωγαν ζωντανά. Είχαν σκίσει τα στομάχια και μασούλαγαν τα σωθικά των άτυχων τετράποδων ενώ από τις κομμένες αρτηρίες ρουφούσαν το ζεστό αίμα που πλημμύρισε τον τόπο. Σε μια στιγμή τέσσερις σκιές εμφανίστηκαν από τα σκοτάδια, αθόρυβες όπως ο ίδιος ο θάνατος. Στάθηκαν πίσω από τα απασχολημένα δαιμόνια και άφησαν τους μανδύες τους να πέσουν στο έδαφος. Όλοι τους ήταν ντυμένοι με τα ρούχα των Σταυροφόρων, ασημένια πανοπλία που στο στήθος είχε ένα λευκό ύφασμα με έναν κόκκινο σταυρό κεντημένο πάνω του.
Ο σερ Άλαν τράβηξε το ξίφος του όπως και ο Ζιλ Μπομέρ, την ίδια ώρα που ο Ελ Μουέρτε κρατούσε το σιδερένιο του ρόπαλο και ο Ιωάννης ένα τόξο ενώ στην πλάτη του είχε μια φαρέτρα γεμάτη με βέλη ποτισμένα με αγιασμό. Μόλις τα Ντιαμπόλι τους πήραν είδηση τους επιτέθηκαν ουρλιάζοντας σαν λυσσασμένοι λύκοι. Ένα μετά το άλλο τα δαιμόνια έπεφταν νεκρά από τα χτυπήματα των Σταυροφόρων μέχρι που δεν έμειναν παρά ελάχιστα. Ο τόπος γύρω από τους “Μαχητές του Χριστού” είχε γεμίσει από κομμένα κεφάλια, χέρια και πόδια, μία εικόνα αντάξια του “Καταραμένου Βράχου“.
Από τα πενήντα περίπου Ντιαμπόλι είχαν μείνει τρία τα οποία φοβήθηκαν τους τέσσερις πολεμιστές και άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητα. Ο Ιωάννης σήκωσε το τόξο και κράτησε στα χέρια του από ένα βέλος για κάθε δαιμόνιο. Σημάδεψε και ετοιμάστηκε να ρίξει όταν ένα χέρι τον κράτησε από τον ώμο για να σταματήσει. Ήταν ο σερ Άλαν Γουένφιρθ ο οποίος πολύ έξυπνα ήθελε αυτός και οι άλλοι πολεμιστές να ακολουθήσουν τα Ντιαμπόλι για να βρουν τη φωλιά τους στα σπλάχνα του βουνού.
Οι “Μαχητές του Χριστού” περπάτησαν κάμποση ώρα στο μονοπάτι, μέχρι που έφτασαν σε ένα σημείο που ο δρόμος σταματούσε στην άκρη ενός απότομου γκρεμού. Τα ουρλιαχτά που ακούγονταν από χαμηλά υποδείκνυαν οτι η μεγάλη σπηλιά δεν απείχε πολύ ακόμη. Έτσι οι τέσσερις πολεμιστές κατέβηκαν τον γκρεμό και έφτασαν σε ένα μέρος που μύριζε θάνατο και σαπίλα. Λίγο πιο μπροστά, επιτέλους, ήταν η είσοδος της μεγάλης σπηλιάς του “Καταραμένου Βράχου” γεμάτη αίματα και κόκκαλα ανθρώπων και ζώων.
Μπήκαν μέσα χωρίς να κάνουν θόρυβο αν και ήταν σίγουροι οτι τα Ντιαμπόλι και οτι άλλο δαιμονικό υπήρχε εκεί πέρα, τους περίμεναν και τους είχαν στήσει ενέδρα. Ξαφνικά πετάχτηκαν μερικά δαιμόνια από τα δεξιά τους αλλά τα σκότωσαν με συνοπτικές διαδικασίες. Λίγο μετά το ίδιο έγινε από τα αριστερά, από την οροφή και από πίσω τους μα το αποτέλεσμα ήταν και πάλι το ίδιο. Κάποιος έστελνε αυτά τα πλάσματα να επιτεθούν στους πολεμιστές, κάποιος που είχε μεγαλύτερη δύναμη από τα Ντιαμπόλι και εξουσίαζε το μυαλό τους.
Οι τέσσερις Σταυροφόροι έφτασαν στο τέλος της σπηλιάς, σε κάτι που έμοιαζε με μεγάλη αίθουσα. Ο Ιωάννης άναψε έναν πυρσό και το ίδιο έκαναν και οι υπόλοιποι. Κοίταζαν το κολοσσιαίο χώρο γύρω τους με γουρλωμένα μάτια. Στο έδαφος υπήρχαν αμέτρητα κρανία και σπασμένα κόκκαλα με σάπιες σάρκες πάνω τους, σαν να ήταν η χωματερή των Ντιαμπόλι μετά από τα γεύματά τους. Στα τοιχώματα της μεγάλης αίθουσας υπήρχαν πάρα πολλές τρύπες, ήταν στην ουσία τα… δωμάτια των τετράποδων δαιμόνιων που πρέπει να ήταν χιλιάδες.
Μια φλόγα άρχισε να καίει κάτω από το μακάβριο στρώμα από κόκκαλα και υπολείμματα. Οι “Μαχητές του Χριστού” κατέβηκαν προς το σημείο και περίμεναν με τα όπλα στα χέρια. Η φωτιά ολοένα και δυνάμωνε φωτίζοντας απ’ άκρη σ’ άκρη τον τεράστιο χώρο. Ουρλιαχτά άρχισαν να ακούγονται από παντού ενώ λαμπερά, κόκκινα μάτια εμφανίστηκαν μέσα από τις σκιές. Τα Ντιαμπόλι ξεκίνησαν να συγκεντρώνονται για να επιτεθούν στους τέσσερις πολεμιστές. Η ώρα της τελικής αναμέτρησης είχε πια φτάσει…
Ξαφνικά ένας φοβερός βρυχηθμός ακούστηκε κάτω από τα πόδια των πολεμιστών την ώρα που τα πάντα στην αίθουσα άρχισαν να τρέμουν σαν να γινόταν σεισμός. Και τότε ήταν που στο έδαφος άνοιξε μια τρύπα και από μέσα της εμφανίστηκε αυτός ή αυτό που πρέπει να εξουσίαζε τα Ντιαμπόλι. Ήταν ένα γιγαντιαίο πλάσμα με ανθρώπινο σώμα, μαύρο δέρμα γεμάτο πληγές και στο κεφάλι του είχε τρία κέρατα που πετούσαν φλόγες. Σύμφωνα με όσα είχε πει ο Πάπας στους τέσσερις Σταυροφόρους, το πλάσμα αυτό ήταν ο Νέκρον ο υπαρχηγός του Σατανά και δημιουργός όλων των διαβολικών τεράτων της Κόλασης.
Ο σερ Άλαν έκανε νόημα στους υπόλοιπους να ετοιμαστούν. Έβγαλαν τα όπλα τους και κάθισαν πλάτη με πλάτη, σχηματίζοντας έτσι έναν σταυρό που προκαλούσε την οργή των Ντιαμπόλι τα οποία άρχισαν να τρέχουν κατά πάνω τους. Η μάχη που ακολούθησε ήταν βιβλική! Τα τετράποδα δαιμόνια ήταν τόσα πολλά που κάποια στιγμή είχαν καλύψει τελείως τους “Μαχητές του Χριστού“, κρύβοντάς τους από το πεδίο του Νέκρον ο οποίος πλησίαζε απειλητικά.
Κανένας δεν έμαθε ποτέ τις έγινε εκείνη τη μέρα. Οι ντόπιοι βοσκοί μίλησαν για έναν μεγάλο σεισμό που γκρέμισε τον “Καταραμένο Βράχο” και έκλεισε μια και καλή την είσοδο της σπηλιάς στα σπλάχνα του βουνού. Αλλά από εκείνη τη μέρα και έπειτα, κανένα κοπάδι δεν χάθηκε, κανένα ζώο ή άνθρωπος δεν πέθανε από κάποια άγνωστη δύναμη κοντά στο βουνό. Το Βατικανό δεν παραδέχτηκε ποτέ την ύπαρξη των “Μαχητών του Χριστού“, οι οποίοι έμειναν γνωστοί στην ιστορία ως οι προδότες του Ιερού Σταυρού που εξορίστηκαν στους… καταραμένους Άγιους Τόπους.
(Η παραπάνω ιστορία αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)
ΖΕΥΣ