“Θα πας στο λιμάνι… Θα μπεις στην παμπ του μίστερ Κουκ και θα καθίσεις στο μπαρ… Θα παραγγείλεις μια μπύρα χωρίς καθόλου αφρό…“. Ο Τζακ έβαλε το χαρτάκι στην τσέπη του και βγήκε από το σπίτι σχεδόν τρέχοντας. Μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε για το λιμάνι του Λίβερπουλ.
Άνοιξε το ραδιόφωνο και έβαλε μια εκπομπή από εκείνες που υπάρχουν για να κρατούν παρέα στους νυχτερινούς ταξιδιώτες. Ένας ακροατής είχε πάρει τηλέφωνο και συζητούσε με τον άντρα στο μικρόφωνο για το δυστύχημα της προηγούμενης μέρας.
Μια νεαρή γυναίκα περπατούσε στο πεζοδρόμιο. Είχε βραδιάσει και εκείνη μόλις είχε σχολάσει από τη δουλειά και γύριζε στο σπίτι της. Ξαφνικά ένα μαύρο τζιπ με μεγάλη ταχύτητα, έκανε δύο απότομα ζιγκ – ζαγκ και χάνοντας τελείως τον έλεγχο, “καβάλησε” το πεζοδρόμιο και έπεσε πάνω στην άτυχη κοπέλα.
Σύμφωνα με μαρτυρίες ο οδηγός του τζιπ κατέβηκε από το αμάξι, πλησίασε την αιμόφυρτη γυναίκα για να δει αν είναι ζωντανή κι ύστερα μπήκε πάλι στο αμάξι και έφυγε. Η κοπέλα είχε ξεψυχήσει πριν καν μπει στο ασθενοφόρο που έφτασε στο σημείο λίγα λεπτά μετά το δυστύχημα.
Ο Τζακ φανερά ενοχλημένος άλλαξε σταθμό και έβαλε έναν που έπαιζε ροκ μουσική. Ανέβασε την ένταση στο ραδιόφωνο και πάτησε λίγο περισσότερο το γκάζι. Πήρε ένα τσιγάρο από το ανοικτό πακέτο που είχε ακουμπήσει στο ταμπλό του αυτοκίνητου, το άναψε αφήνοντας για μια στιγμή τα χέρια από το τιμόνι και ρούφηξε τον καπνό με λαχτάρα, λες και τον είχε ανάγκη για να αναπνεύσει.
Μετά από μία ώρα οδήγησης έφτασε στο Λίβερπουλ. Πήγε μέχρι το λιμάνι της πόλης και σταμάτησε στο πάρκινγκ της παμπ του μίστερ Κουκ, αυτή για την οποία είχε διαβάσει στο χαρτάκι που είχε βρει στο σπίτι του. Μπήκε μέσα διστακτικά, κοιτάζοντας πότε στα δεξιά τους λιγοστούς πελάτες του μαγαζιού και πότε το μπαρ στα αριστερά του.
Κάθισε σε ένα σκαμπό χωρίς πλάτη και αυτό τον έκανε να νιώθει κάπως άβολα. Ζήτησε από τον συμπαθητικό γέροντα με την ποδιά, που βρισκόταν πίσω από την μπάρα, να του φέρει μια μπύρα χωρίς καθόλου αφρό. Ρούφηξε λίγη από το ποτήρι του και βγήκε έξω από την παμπ για να κάνει ένα τσιγάρο. Μια μηχανή έκανε την εμφάνισή της και πάρκαρε ακριβώς δίπλα από το αμάξι του Τζακ. Ο οδηγός κατέβηκε και χωρίς να κοιτάξει τον άντρα που κάπνιζε έξω από την παμπ, έσπρωξε την ξύλινη πόρτα και μπήκε μέσα.
Καθώς έσβηνε το τσιγάρο με το παπούτσι του, ο Τζακ κοίταξε με απορία τη μηχανή στο πάρκινγκ. Κάπου την είχε ξαναδεί αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί με τίποτα το “που“. “Καταραμένο πιοτό! Ούτε το όνομά μου δεν θα θυμάμαι σε λίγο καιρό!“, μονολογούσε θυμωμένος την ώρα που έμπαινε και πάλι μέσα στην παμπ.
Κοίταξε τον χώρο για να δει που καθόταν ο άντρας με τη μηχανή αλλά δεν τον είδε πουθενά. Υπέθεσε οτι θα είχε πάει στην τουαλέτα και κάθισε ξανά στη θέση του. Ήπιε την μπύρα στα γρήγορα και ζήτησε από τον γέροντα με την ποδιά ακόμα μία. Την ίδια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο στην άλλη άκρη της μπάρας.
Ο γέροντας, αφού πρώτα σέρβιρε τη μπύρα στον Τζακ, βγήκε από το μπαρ και προχώρησε αργά προς το τηλέφωνο. Το σήκωσε και μετά από ένα δευτερόλεπτο γύρισε και ρώτησε: “Κύριε; Εσείς είστε ο Τζακ;“, κοιτάζοντας τον άντρα που έπινε τη μπύρα χωρίς καθόλου αφρό.
Εκείνος έγνεψε καταφατικά και με φανερή απροθυμία στις κινήσεις του πήγε και πήρε το τηλέφωνο από τον γέροντα. “Παρακαλώ;“, είπε κάπως αμήχανα αλλά το μόνο που άκουγε ήταν ο χαρακτηριστικός ήχος της γραμμής που έχει πέσει. Άφησε το ακουστικό εκνευρισμένος και γύρισε στη θέση του την ίδια στιγμή που έκλεινε και η πόρτα της εισόδου της παμπ.
Έχοντας ήδη ξεχάσει τον άντρα με τη μηχανή, πήρε τη μπύρα και την ρούφηξε μονομιάς. Καθώς άδειαζε το ποτήρι με μεγάλη έκπληξη είδε ένα χαρτάκι κολλημένο στην κάτω μεριά. Ένα χαρτάκι ίδιο με αυτό που είχε βρει νωρίτερα στο σπίτι του και που ήταν η αιτία για να φτάσει μέχρι το λιμάνι του Λίβερπουλ.
Το πήρε στα χέρια του και σχεδόν ταυτόχρονα ακούστηκε ο θόρυβος της μηχανής που έφευγε με μεγάλη ταχύτητα από το πάρκινγκ. “Ο οδηγός…“, σκέφτηκε ο Τζακ για μια στιγμή και ύστερα έστρεψε το βλέμμα του στο χαρτάκι. “Σε μισή ώρα φεύγει το τελευταίο τρένο για Εδιμβούργο… Φρόντισε να το προλάβεις…“, ήταν το μήνυμα που διάβασε.
Ταράχτηκε τόσο πολύ που έφυγε χωρίς να πληρώσει τις μπύρες που είχε πιει. Μπήκε στο αμάξι του και ξεκίνησε για τον σταθμό του τρένου σαν να τον κυνηγούσε ο ίδιος ο χρόνος. Ούτε που κατάλαβε τον γέροντα με την ποδιά που φώναζε και έβριζε μονάχος του στο άδειο πάρκινγκ της παμπ του μίστερ Κουκ.
Στο δρόμο έβγαλε το κινητό του και κάλεσε τον σταθμό του τρένου για να κλείσει ένα εισιτήριο για Εδιμβούργο. Η κοπέλα στην άλλη άκρη της γραμμής του είπε οτι έχει το πολύ ένα τέταρτο μέχρι την αναχώρηση και αυτό τον άγχωσε ακόμα περισσότερο. Αποτέλεσμα ήταν να πατήσει κι άλλο το γκάζι και να περάσει δυο φανάρια με κόκκινο χρώμα για να προλάβει.
Για καλή του τύχη η αστυνομία δεν έκανε την εμφάνισή της κι έτσι κατάφερε να φτάσει στον σταθμό του τρένου έγκαιρα. Παράτησε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου και έτρεξε προς τα εκδοτήρια. Αγόρασε το εισιτήριο που είχε κλείσει και μπήκε στο τρένο για Εδιμβούργο με φανερή την ανακούφιση στο πρόσωπό του. Πήρε μια μπύρα από το κυλικείο και κάθισε στη θέση του.
Μόλις ξεκίνησε το τρένο ο Τζακ παρατήρησε, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο, τα φώτα ενός περιπολικού να πλησιάζουν το σταθμό. Ύστερα γύρισε το βλέμμα του στην τηλεόραση στο βάθος του βαγονιού, είχε μια εκπομπή που ασχολούνταν με το θάνατο της νεαρής κοπέλας από το μαύρο τζιπ που ανέβηκε στο πεζοδρόμιο. Ενοχλήθηκε και ρούφηξε με τη μία όλη του τη μπύρα για να ηρεμήσει.
Ξαφνικά τον κυρίευσε ένα περίεργο συναίσθημα, είχε την εντύπωση οτι κάποιος τον παρακολουθούσε. Κοίταξε ένα προς ένα τα καθίσματα σε όλο το βαγόνι αλλά το μόνο που είδε ήταν απλοί, καθημερινοί άνθρωποι. Σηκώθηκε και προχώρησε μέχρι την πόρτα, την άνοιξε και βγήκε στον χώρο που ήταν οι τουαλέτες. Ένιωθε την ανάγκη να κάνει ένα τσιγάρο αλλά απαγορεύονταν σε όλο το τρένο.
Μπήκε στην τουαλέτα και αφού καθάρισε με λίγο βρεγμένο χαρτί το καπάκι της λεκάνης, κάθισε και άναψε ένα τσιγάρο. Έμεινε αφηρημένος να κοιτάζει τον καπνό που έβγαινε από το στόμα και τα ρουθούνια του, να γεμίζει απ’ άκρη σ’ άκρη το χώρο. Η σκέψη του γυρνούσε διαρκώς στα χαρτάκια και σε αυτά που ήταν γραμμένα μέσα.
Ποιος θα μπορούσε να είναι αυτός που του τα στέλνει; Για ποιο λόγο τον κατευθύνει στη Σκωτία; Διάφορες ερωτήσεις βασάνιζαν το θολωμένο του μυαλό αλλά ο Τζακ δεν καταλάβαινε τίποτα. Θα το πήγαινε μέχρι τέλους, ούτως ή άλλως δεν φαινόταν να έχει και άλλη επιλογή
Γύρισε στη θέση του και κάθισε ξεφυσώντας. Κοίταξε την ώρα στο κινητό του και είδε οτι είχε κανένα δίωρο μέχρι να φτάσει στον προορισμό του. Έτσι βολεύτηκε κάπως καλύτερα στο κάθισμα και έκλεισε για λίγο τα μάτια του. Και χωρίς να το καταλάβει, ο Τζακ αποκοιμήθηκε…
Ένα χέρι τον σκούντησε στον ώμο και αμέσως εκείνος πετάχτηκε πάνω λες και τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Ήταν ο ηλικιωμένος από το μπροστινό κάθισμα, τον ξύπνησε γιατί το τρένο είχε φτάσει πια στο Εδιμβούργο. Ο Τζακ τον ευχαρίστησε βαριεστημένα και τεντώθηκε για να ξεπιαστεί από τον ύπνο.
Ένα χαρτάκι έπεσε από το μπουφάν του. Γνωστό το μέγεθος όπως και το χρώμα, ήταν ίδιο με τα δύο που είχε βάλει στην τσέπη του παντελονιού του. Το πήρε στα χέρια του με αγωνία λες και ήταν το παιδί κάποιου ναυτικού και είχε πάρει γράμμα από τον πατέρα του μετά από πολύ καιρό.
“Θα πας στο Αμπερντίν… Στο λιμάνι υπάρχει ένα μοτέλ… Θα νοικιάσεις το δωμάτιο με το νούμερο “21”“, ήταν το μήνυμα στο χαρτάκι. Ο Τζακ βγήκε από το σταθμό και πήρε ένα ταξί για να πάει στον προορισμό του. Τα ξημερώματα πια έφτασε έξω από το μοναδικό μοτέλ του λιμανιού του Αμπερντίν. Ζήτησε το δωμάτιο “21” και το πήρε μαθαίνοντας οτι ήταν το μοναδικό ελεύθερο.
Πήρε το κλειδί από τη γυναίκα στην υποδοχή και ανέβηκε τα σκαλιά για τον δεύτερο όροφο. Βρήκε το δωμάτιο εύκολα και ξεκλείδωσε την πόρτα για να μπει μέσα, ανάβοντας παράλληλα ένα τσιγάρο για να καλμάρει. Όσο περισσότερο προχωρούσε η ιστορία με τα χαρτάκια, τόσο μεγάλωνε η αγωνία του Τζακ.
Άνοιξε την τηλεόραση του δωματίου για να ξεχαστεί όμως την έκλεισε αμέσως γιατί έπαιζε πάλι το θέμα της νεαρής γυναίκας που σκοτώθηκε από το μαύρο τζιπ. Ξαφνικά χτύπησε το κινητό του! Ήταν το νούμερο της αστυνομίας του Λίβερπουλ, όπως έβλεπε στην οθόνη του τηλεφώνου του και ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενε τέτοια ώρα.
Το σήκωσε διστακτικά: “Ναι;“, ρώτησε χαμηλόφωνα, ήθελε να δείχνει οτι το τηλεφώνημα τον ξύπνησε από τον ύπνο. “Ο κύριος Τζακ Άμπροουζ;” και μόλις εκείνος απάντησε θετικά η γυναίκα στην άλλη μεριά της γραμμής τον ενημέρωσε οτι πρέπει να παρουσιαστεί στο αστυνομικό τμήμα άμεσα. Ο γέροντας από την παμπ του μίστερ Κουκ του είχε κάνει καταγγελία επειδή δεν τον είχε πληρώσει.
“Αυτή τη στιγμή είμαι εκτός πόλης“, πρόλαβε να απαντήσει ο Τζακ και τότε η γυναίκα στο τηλέφωνο, θυμωμένη, του ζήτησε να της πει που βρίσκεται και να περιμένει την αστυνομία να τον συλλάβει και να τον πάει στο τμήμα. Μόλις της έδωσε τις απαραίτητες πληροφορίες, η γραμμή έπεσε απότομα και ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα.
Πριν ανοίξει ο Τζακ κοίταξε από το παράθυρο αλλά δεν είδε κανέναν έξω. Ξεκλείδωσε την πόρτα και βγήκε από το δωμάτιο. Πήγε μέχρι την άκρη του διαδρόμου, εκεί που αρχίζουν τα σκαλιά για το ισόγειο, αλλά δεν υπήρχε ψυχή. Γυρνώντας παρατήρησε κάτι να είναι στο χαλάκι που βρισκόταν έξω από το δωμάτιο. Ήταν το επόμενο χαρτάκι…
Έσκυψε και το πήρε ρίχνοντας κλεφτές ματιές πάνω από τον ώμο του. Είχε μόνιμα αυτήν την παράξενη αίσθηση οτι κάποιος τον παρακολουθούσε. Μπήκε στο δωμάτιο “21” και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Άνοιξε το χαρτάκι και ξεφύσηξε απογοητευμένος, αυτό που διάβασε τον άγχωσε και τον τσίτωσε ακόμα περισσότερο.
“Πίσω από το μοτέλ είναι παρκαρισμένο ένα μαύρο τζιπ… Ο οδηγός δεν σε αφορά… Μπες στο τζιπ…“, ήταν το μήνυμα το χαρτάκι. Μαύρο τζιπ; “Πολύ παράξενη σύμπτωση“, σκέφτηκε φωναχτά ο Τζακ και έκανε να φύγει από το δωμάτιο αλλά κοκκάλωσε! “Και η αστυνομία;“, θυμήθηκε γουρλώνοντας τα μάτια του. Κανονικά έπρεπε να περιμένει εκεί που ήταν αλλιώς θα θεωρούνταν φυγάς και θα έμπλεκε ακόμα πιο πολύ. Όμως τα χαρτάκια ήταν η μόνη λύση για το πρόβλημα που αντιμετώπιζε, ήταν ο μόνος δρόμος για να αποφύγει το ρεζιλίκι και την σκλαβιά του περιορισμού.
Έτσι έφυγε από το δωμάτιο “21“, κατέβηκε τα σκαλιά και βγήκε από το χώρο του μοτέλ. Πήγε στην πίσω πλευρά του κτιρίου και είδε ένα μαύρο τζιπ να περιμένει με τα φώτα αναμμένα στην άκρη του δρόμου. Μπήκε στο αμάξι και προσπάθησε να δει ποιος ήταν ο οδηγός αλλά ήταν αδύνατο γιατί τα παράθυρα του αυτοκίνητου ήταν κατάμαυρα.
Με το που έκλεισε την πόρτα το τζιπ ξεκίνησε με άγνωστο τον προορισμό του. Ο Τζακ είχε ιδρώσει σε όλο του το κορμί, έβγαλε ένα τσιγάρο για να παλέψει το άγχος του, το έβαλε στο στόμα και μόλις πήγε να το ανάψει, εμφανίστηκε στα δεξιά του ένα κόκκινο λαμπάκι με την επιγραφή “ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ“.
Υπάκουσε και κάθισε όσο πιο ήρεμος μπορούσε και περίμενε να δει μέχρι που θα πάει αυτή η κατάσταση, Η καρδιά του χτυπούσε πολύ δυνατά, η αναπνοή του έγινε κοφτή και γρήγορη, κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Χτύπησε το τζάμι που χώριζε την πίσω καμπίνα με την μπροστινή αλλά ο οδηγός δεν ανταποκρίθηκε. Έτσι ο Τζακ λιποθύμησε μετά από ένα λεπτό…
Ξύπνησε σε ένα χώρο τόσο μικρό που δεν χωρούσε άλλο άτομο. Ήταν καθιστός, δεμένος στην καρέκλα και δεν μπορούσε να κουνηθεί. Ξαφνικά άνοιξε ένα μικρό πορτάκι δίπλα του, ακριβώς στο ίδιο ύψος με το κεφάλι του. Και τότε κατάλαβε… Βρισκόταν σε ένα εξομολογητήριο…
“Τζακ!“, είπε μια αντρική φωνή από το δίπλα δωματιάκι. “Ναι;“, απάντησε διστακτικά εκείνος. “Νόμιζες οτι θα ξεφύγεις Τζακ; Αυτό νόμιζες;“, του είπε ο άγνωστος με φανερός το θυμό στη φωνή του. “Γιατί σκότωσες τη γυναίκα; Γιατί σκότωσες τη Λίζα μου;“, τον ξαναρώτησε ο άντρας σχεδόν φωνάζοντας.
Και τότε ο Τζακ κατάλαβε. Ο άγνωστος από δίπλα ήταν ο μηχανόβιος που τον είχε κυνηγήσει το βράδυ που παρέσυρε και σκότωσε την άτυχη κοπέλα. Ήταν αυτή για την οποία έπαιζαν οι εκπομπές στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Ήταν ένα έγκλημα που είχε κάνει και νόμιζε οτι θα την γλυτώσει…
“Σοκαρίστηκα τόσο πολύ όταν μου είπες οτι δεν σε νοιάζει για τη Λίζα… Περίμενα μία συγνώμη, μία στιγμή μεταμέλειας, κάτι… το οτιδήποτε!“, φώναξε στον Τζακ κλαίγοντας με λυγμούς. “Θύμωσα τόσο που σκέφτηκα να σε σκοτώσω! Να σου κόψω τα φρένα από το τζιπ, να σου βάλω φωτιά στο σπίτι..! Όμως δεν ήθελα να γίνω σαν εσένα“.
Ο άγνωστος βγήκε από το εξομολογητήριο και άνοιξε την πόρτα πίσω από την οποία βρισκόταν ο Τζακ. Πήρε μια καρέκλα και κάθισε απέναντί του. “Έτσι αποφάσισα να σε κάνω να τρελαθείς από την αγωνία σου… Να νομίζεις οτι θα σωθείς από την αστυνομία και τη φυλακή αν κάνεις αυτά που σου έγραφα στα χαρτάκια“.
Και συνέχισε σε έντονο ύφος: “Σε ακολούθησα μέχρι τη δουλειά σου και μόλις μπήκες μέσα, πήγα στο σπίτι σου και άφησα τις φωτογραφίες και το πρώτο χαρτάκι. Το μαύρο τζιπ που σκότωσε τη γυναίκα μου… Ούτε που σε ένοιαξε να αλλάξεις αμάξι, τόσο αδιάφορος και ανεύθυνος είσαι!!” και έριξε μια μπουνιά στον Τζακ και του έσπασε τη μύτη.
“Όταν σε είδα να πέφτεις πάνω στη Λίζα έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Κοκκάλωσα και έμεινα εκεί να σε κοιτάζω να κατεβαίνεις από το αμάξι, να την κοιτάς λες και κοιτούσες κανένα σκυλί που πετάχτηκε στο δρόμο κι ύστερα να φεύγεις ανενόχλητος. Πήρα τηλέφωνο για ασθενοφόρο αλλά μόλις κατάλαβα οτι η Λίζα δεν έχει παλμό τότε θόλωσα, καβάλησα τη μηχανή και σε ακολούθησα.
Ήρθα και στην παμπ του μίστερ Κουκ. Εγώ πάρκαρα δίπλα από το αμάξι σου αλλά είσαι τόσο άρρωστος στο μυαλό που ούτε το πήρες χαμπάρι. Σου άφησα το σημείωμα και πήγα στο σταθμό του τρένου. Μπήκα στο ίδιο βαγόνι με σένα και μόλις κοιμήθηκες σου έβαλα το χαρτάκι στο μπουφάν.
Κατέβηκα γρήγορα μόλις φτάσαμε στο Εδιμβούργο και πήρα ταξί για το Αμπερντίν. Περίμενα να έρθεις, σου χτύπησα την πόρτα και μόλις βγήκες για να με ψάξεις, άφησα στο χαλί το τελευταίο χαρτάκι. Είχα ήδη νοικιάσει ένα μαύρο τζιπ και σε περίμενα πίσω από το μοτέλ, όπως ακριβώς σου είχα γράψει.
Τώρα που τα ξέρεις όλα, έχεις κάτι να πεις, κάτι για να ελαφρύνεις τη θέση σου;“, είπε ο άγνωστος άντρας και σηκώθηκε όρθιος. Ο Τζακ είχε μείνει να τον κοιτάζει σαν χάνος, πρέπει να είχε πάθει σοκ από αυτά που είχε ακούσει. Προσπάθησε να πει κάτι αλλά πριν προλάβει να ανοίξει το στόμα του έπεσε νεκρός με μία τρύπα στο κεφάλι, τραύμα που προκλήθηκε από το πιστόλι με το οποίο τον πυροβόλησε ο άγνωστος.
(Η παραπάνω ιστορία αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)
ΖΕΥΣ