Διακρίσεις και προκαταλήψεις εις βάρος των Ρομά
Διάβασα πρόσφατα σε τοπικό ειδησεογραφικό site άρθρο σχετικά με την καταστροφή κάδων από τους Ρομά του Αιτωλικού κατά τις διαμαρτυρίες του για τη δολοφονία του Νίκου Σαμπάνη στο Πέραμα. Και κάτω από τον τίτλο “Δεν αντικαταστάθηκαν ακόµα οι κάδοι που κάηκαν από τους Ροµά” ο υπότιτλος “Παραγγέλνει νέους ο δήµος µετά την καταστροφή από την γνωστή αντικοινωνική οµάδα”. Τη …γνωστή αντικοινωνική οµάδα.
Όταν γράφεις άρθρα δε γίνεται να αποφύγεις το προσωπικό σχόλιο. Όσο και να το προσπαθήσουμε, κανείς μας δεν είναι 100% αντικειμενικός (ή τουλάχιστον πρέπει να ελέγξει πολλαπλές φορές το άρθρο για να σιγουρευτεί) αφού ακόμα και τα σημεία στίξης (θαυμαστικά, αποσιωπητικά κλπ), τα επίθετα, ο τρόπος διατύπωσης της πρότασης κλπ φανερώνουν την άποψη του γράφοντος και τα προσωπικά του βιώματα και εμπειρίες.
Δυστυχώς, στη χώρα μας, αλλά και στην περιοχή μας, υπάρχει μεγάλο ποσοστό ρατσισμού προς τους Ρομά. Ο χαρακτηρισμός τους ως αντικοινωνική ομάδα εντείνει τις αντιπαραθέσεις και το ρατσιστικό αίσθημα.
Ξαναγράφω την τελευταία πρόταση: Ο χαρακτηρισμός τους ως αντικοινωνική ομάδα εντείνει τις αντιπαραθέσεις και το ρατσιστικό αίσθημα.
Η πρόταση αυτή είναι σχετικά ουδέτερη. Αν θέλω να δημιουργήσω ένταση και αντιπαράθεση μπορώ να την αλλάξω ως εξής: “Ο απαράδεκτος χαρακτηρισμός τους ως αντικοινωνική ομάδα εντείνει τις αντιπαραθέσεις και το ρατσιστικό αίσθημα και είναι ανεπίτρεπτος ακόμα και για μη επαγγελματίες δημοσιογράφους.”
Δεν θεωρώ, όμως, ότι μια τέτοια διατύπωση θα δώσει “χώρο για συζήτηση”, ούτε θα βοηθήσει στην εκτόνωση μιας κατάστασης.
Οπότε επιλέγω προσεκτικά τις λέξεις μου. Αυτή είναι η διαφορά.
Οι χαρακτηρισμοί “γνωστή” και “αντικοινωνική” ομάδα δημιουργεί άμεσα άσχημους συνειρμούς και παραπέμπει σε μια “ομάδα που πάντα δημιουργεί προβλήματα”.
Απευθυνόμενο σε ένα ούτως ή άλλως ρατσιστικό κοινό, εξαγριώνει και ξυπνά αισθήματα αγανάκτησης και αυτοδικίας.
Πιάνω ένα ιδιαίτερο θέμα σήμερα και ειλικρινά ήθελα πολύ από την πρώτη στιγμή να γράψω ένα άρθρο για τη δολοφονία Σαμπάνη από τους αστυνομικούς (και διευκρινίζω: γράφω δολοφονία και όχι ρατσιστική δολοφονία. Θα μπορούσα να γράψω απλά θάνατο, αλλά επιλέγω να τοποθετηθώ ως προς την πράξη, έστω κι αν δεν την χαρακτηρίζω…).
Ο λόγος που δεν το έγραψα δεν ήταν γιατί φοβόμουν μήπως με βρίσει κάποιος, κάτι που το θεωρώ πολύ πιθανό έως και αναμενόμενο. Ήταν γιατί σκέφτηκα ότι δε θα γίνει κατανοητός ο τρόπος σκέψης μου ή ότι δεν αξίζει τον κόπο να καταγράψω αυτές μου τις απόψεις απευθυνόμενη σε (ως επί το πλείστον) ρατσιστικό κοινό.
Όμως, αυτή τη φορά δεν ήθελα να μείνω αμέτοχη. “Βγάζει μάτι”, που λέμε, αυτός ο χαρακτηρισμός στο τοπικό άρθρο.
Αν όχι όλα, τα περισσότερα ΜΜΕ στην Ελλάδα, επιλέγουν ελαφρά τη καρδία να ενοχοποιήσουν με την πρώτη ευκαιρία μια ολόκληρη κατηγορία πολιτών που εξακολουθεί να επιβιώνει στο κοινωνικό περιθώριο.
Ποιοι είναι οι Ρομά
Οι Ρομά (στον ενικό αριθμό Ρομ), γνωστοί και ως “αθίγγανοι”, είναι ένας κατά βάση νομαδικός λαός με ινδική καταγωγή. Στις περισσότερες χώρες είναι γνωστοί με λέξεις συγγενείς προς τη λέξη “γύφτος” ή “γιούφτος”. Οι λέξεις αυτές προέρχονται από τη λέξη “Αιγύπτιος” και η χρήση τους οφείλεται στην πεποίθηση παλαιότερων εποχών ότι οι Ρομά προέρχονται από την Αίγυπτο. Οι Ρομά είναι επίσης γνωστοί και με την ονομασία “αθίγγανοι”. Η ονομασία αυτή προέρχεται από μια θρησκευτική ομάδα με το ίδιο όνομα που έδρασε επιτυχώς τον 8ο αιώνα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και με την οποία οι Ρομά φαίνεται να συνδέθηκαν. Η λέξη “αθίγγανος” σημαίνει τον “ανέγγιχτο” και ετυμολογείται από το στερητικό α- και το ρήμα θιγγάνω, δηλαδή “αγγίζω”. Μια άλλη ερμηνεία αυτής της ετυμολογίας σχετίζεται με την καταγωγή των Ρομά από την Ινδία όπου πιθανολογείται ότι οι Ρομά ανήκαν στην κατώτερη ινδουιστική κάστα, αύτη των “ανέγγιχτων”. Η λέξη “τσιγγάνος” είναι παραφθορά του “αθίγγανος” (μέσω του “ατσίγγανος”).
Στην Ελλάδα διακρίνουμε δύο ομάδες Ρομά: τους μετακινούμενους και τους εγκαταστημένους.
Οι πρώτοι συνεχίζουν τη νομαδική ζωή και είναι συνήθως πλανόδιοι έμποροι φρούτων, λαχανικών, μικροεπίπλων και άλλων ειδών οικιακής χρήσης, όπως επίσης παλαιοπώλες, συλλέκτες ανακυκλώσιμων υλικών και πλανόδιοι οργανοπαίχτες.
Οι δεύτεροι κατοικούν είτε σε χωράφια και προσκείμενα σημεία εκτός πολεοδομικών συγκροτημάτων είτε σε γειτονίες πόλεων ή ξεχωριστούς οικισμούς. Τα επαγγέλματα που ασκούν έχουν σχέση συνήθως με το εμπόριο και σπανιότερα με εξαρτημένη μισθωτή εργασία.
Οι ανεπίσημες εκτιμήσεις για την Ελλάδα αναφέρουν ότι υπάρχουν 180.000 έως 350.000 Ρομά που ζουν διάσπαρτοι στη χώρα, με τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις γύρω από μεγαλύτερες πόλεις.
Εξαιτίας του νομαδικού τρόπου ζωής τους και της έλλειψης επιθυμίας ή/και δυσκολίας προσαρμογής στον τρόπο ζωής της πλειοψηφίας των υπόλοιπων κατοίκων κάθε περιοχής, οι Ρομά έχουν πέσει συχνά θύματα διακρίσεων. Συχνά αρνητικά στερεότυπα είναι αυτά του “κλέφτη”, του “άσχημου”, του “επαγγελματία ζητιάνου”, του “τσιγγούνη” κ.ά.
Στην Ελλάδα, τουλάχιστον, οι αρνητικοί συνειρμοί εναντίον των Ρομά συντηρούνται εν μέρει κυρίως από την εμφάνισή τους, τον τρόπο ζωής τους και από την εξώθηση πολλών Ρομά στην εγκληματικότητα. (στοιχεία από Wikipedia)
Το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι (ΕΠΣΕ) κατήγγειλε τον Σεπτέμβριο του 2006 ότι στην Ελλάδα “την τελευταία δεκαετία παρατηρείται η μεγαλύτερη παράνομη έξωση Ρομά”, ενώ παράλληλα είναι σε έξαρση η εξύβριση των υπερασπιστών των δικαιωμάτων τους, με την συμβολή και των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Το ότι συνδέουμε τους Ρομά με περιστατικά μικροκλοπών, απάτης, κατάχρησης κοινωνικών παροχών και επιδομάτων αλλά και πρόκλησης κινδύνων για τη δημόσια υγεία, αντικατοπτρίζει παλιές προκαταλήψεις που εξακολουθούν να αναπαράγονται αδιάκριτα.
Οι περισσότεροι, αν ερωτηθούν, χωρίς να το πολυσκεφτούν θα πουν πως οι Ρομά έχουν μια «φυσική» ροπή προς την «αποκλίνουσα συμπεριφορά», ενώ πολλοί είναι αυτοί που θα παραδεχτούν πως δεν τους θέλουν καν στην περιοχή τους. Αυτό που με προβληματίζει είναι ότι, όπως έχει ήδη διατυπωθεί και σε έρευνες στη Γερμανία και αλλού, η συντριπτική πλειοψηφία πιθανώς και να μην είχε ποτέ κάποια κακή προσωπική εμπειρία. Εμμένουν, ωστόσο, στην ρατσιστική αυτή αντίληψη λόγω των κλισέ που αναπαράγονται κυρίως από τα μέσα επικοινωνίας.
Στην Ελλάδα, μάλιστα, θεωρούνται οι ίδιοι οι Ρομά υπεύθυνοι για τις κακές συνθήκες στις οποίες αναγκάζονται να ζουν και, επομένως, και για τον αντιτσιγγανισμό.
Αν βρεθεί κάποιος να μιλήσει για όλα τα “δεινά” που έχει τραβήξει προσωπικά από τους Ρομά, θα βρεθεί και κάποιος άλλος που έχει τραβήξει αντίστοιχα “δεινά” από κάποιους άλλους.
Το “τσουβάλιασμα” ανθρώπων σε κατηγορίες “κλέφτες, απατεώνες, γκέι, αλλοδαποί, αλλόθρησκοι κλπ”, που -στη συγκεκριμένη περίπτωση- γνωρίζουμε πολύ καλά όλες τις δυσκολίες και τον τρόπο που έχουν μεγαλώσει και ανατραφεί, αλλά και τις συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων αυτών, παραπέμπει σε στοχοποίηση ευάλωτων κοινωνικών ομάδων που είναι, αν μη τι άλλο, επικίνδυνη.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των αστυνομικών αναφορών στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Παρά το ότι η αστυνομία οφείλει να μην αναφέρεται στα εθνικά και μειονοτικά χαρακτηριστικά των υπόπτων, έχει επανειλημμένα παρακάμψει αυτόν τον περιορισμό στιγματίζοντας δημοσίως Ρομά ως εγκληματίες.
“Τους αντιμετωπίζουμε με σκεπτικισμό ή και με άρνηση. Χρησιμοποιούμε τα ονόματα τους απαξιωτικά, ως συνώνυμο του «κλέφτη», του «ζητιάνου», του «αναξιοπρεπή».
Και τώρα σταδιακά χάνουν την πολιτισμική τους ταυτότητα σε μια «αναγκαστικά» περιθωριακή ενσωμάτωση καθώς τα όρια συνύπαρξης και ανοχής στένεψαν για το «ασθενέστερο» της αναγκαστικής γειτονιάς. (…)
Οι οργανώσεις που τάσσονται υπέρ τους και παλεύουν για τα δικαιώματα τους πρέπει να δουλέψουν μέσα στις κοινότητές τους, ώστε να δημιουργηθούν κατάλληλες προϋποθέσεις περιορισμού της κοινωνικής περιθωριοποίησης τους.” (dw.com, Αndrea Grunau/Δήμητρα Κυρανούδη)
“Είναι καιρός η χώρα μας να εγκύψει πάνω στο θέμα των Ρομά και στον τρόπο που αντιμετωπίζονται από τα όργανά της. Είμαστε κράτος δικαίου και η θεσμική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν επιτρέπει διακρίσεις σε βάρος κανενός, πολύ δε περισσότερο απέναντι στους Ρομά που έχουν ανάγκη στήριξης και ισότιμης αντιμετώπισης. Εξάλλου η χωρίς διάκριση προστασία των πολιτών αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση του κράτους μας και οφείλει χωρίς εκπτώσεις να την τηρήσει!” (Βασίλης Χειρδάρης, ποινικολόγος)
Λίγες ημέρες πριν από το περιστατικό στο Πέραμα και συγκεκριμένα στις 5.10.2021 το Ευρωπαϊκό Κέντρο Δικαιωμάτων των Ρομά με παρέμβασή του σε εξεταζόμενη υπόθεση εναντίον της Ελλάδας ζητά από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να ελέγξει τη χώρα για θεσμικό αντιτσιγγανισμό, ενώ ήδη έχουν εκδοθεί αρκετές αποφάσεις σε βάρος της χώρας μας αλλά και δυσμενείς κρίσεις διεθνών επιτροπών και οργανισμών για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων (συμπεριλαμβανομένης της αστυνομικής βίας).
Αυτή τη στιγμή στο Δικαστήριο του Στρασβούργου εκκρεμεί σχετική προσφυγή κατά της Ελλάδας για παραβιάσεις δικαιωμάτων των Ρομά. (Στοιχεία από ειδησεογραφία του εξωτερικού)
Aπέναντι στον κοινωνικό ρατσισμό, τη βία και την αυτοδικία, χρειάζεται ουσιαστικός κοινωνικός διάλογος και, σίγουρα, από την πλευρά της πολιτείας, μακροπρόθεσμες πολιτικές με επάρκεια πόρων και αγωγή της κοινότητας, σε ένα πλαίσιο που θα προωθεί την συνύπαρξη, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ένταξη, με στόχο μια πιο συνεκτική και υποστηρικτική κοινωνία.
Δυστυχώς, ο δρόμος προς μια πραγματική κοινωνική ένταξη των Ρομά στις ολοένα και πιο εσωστρεφείς δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες είναι μακρύς και δύσκολος…
Βάσω Ζ.Νικολογιάννη