Ο βασιλιάς Χου Τσι, της δυναστείας των Γου, περπατούσε μονάχος του στον σκοτεινό διάδρομο που οδηγούσε στην κρεβατοκάμαρά του. Το μόνο που ακούγονταν ήταν ο αέρας που φυσούσε με ορμή έξω από το παλάτι και ο ήχος από τα βήματά του.

Μια σκιά μέσα στα σκοτάδια παρακολουθούσε τον γέρο βασιλιά. Ένας αόρατος δολοφόνος που είχε τρυπώσει στο παλάτι νωρίς το πρωί και τώρα βρήκε την ευκαιρία που περίμενε. Έφτασε πίσω από τον Χου Τσι χωρίς να κάνει καθόλου θόρυβο.

Έβγαλε ένα στιλέτο και γράπωσε τον ηλικιωμένο άντρα από το λαιμό. Του ψιθύρισε στο αυτί: “Αναπαύσου εν ειρήνη” και έμπηξε τη λεπίδα στην καρωτίδα του. Ακούμπησε με ευλάβεια το σώμα του βασιλιά στο πάτωμα και έφυγε χωρίς να τον καταλάβει κανείς.

Αυτό ήταν το πρώτο από τα τρία συμβόλαια θανάτου που έπρεπε να εκτελέσει ο Ζίου Πο. Γνωστός ως “Σκιά της Σιωπής“, ο νεαρός Ιάπωνας ήταν ένας από τους πιο περιζήτητους δολοφόνους στην Ανατολή. Το παρατσούκλι του το είχε πάρει επειδή κανείς δεν τον έβλεπε ούτε μπορούσε να τον ακούσει, όχι μέχρι να είναι πολύ αργά.

Οι περισσότεροι στόχοι του Ζίου Πο το μόνο που είχαν καταλάβει πριν νιώσουν το στιλέτο του ήταν η καυτή του ανάσα στο σβέρκο τους. Τα ψιθυριστά του λόγια ήταν ο τελευταίος ήχος που άκουγαν πριν την απόλυτη σιωπή.

Αφού ξέφυγε με ευκολία από τα τείχη του παλατιού του Χου Τσι, ο νεαρός δολοφόνος καβάλησε το μαύρο του άλογο και ξεκίνησε το δρόμο της επιστροφής. Μετά από κάθε του εκτέλεση γυρνούσε πάντοτε στο βουνό, στο μέρος που είχε φτιάξει το σπίτι του.

Εκεί χαλάρωνε τη σκέψη και ξεκούραζε το σώμα του. Γυμνάζονταν σε καθημερινή βάση και εξασκούνταν στην τοξοβολία και το πέταγμα μαχαιριών. Έφτιαχνε δηλητήρια και υπνωτικά για τα βελάκια που φυσούσε από το ξύλινο καλάμι που είχε σκαλίσει και κατάστρωνε τα σχέδιά του για το επόμενο συμβόλαιο.

Δεύτερος στόχος του Ζίου Πο ήταν ο στρατηγός Λιου Μα Σανγκ, ο επικεφαλής του πάντοτε εχθρικού κινέζικου στρατού. Αυτήν την περίοδο βρισκόταν στο στρατόπεδο εκπαίδευσης νεοσύλλεκτων που ήταν έξω από το Πεκίνο. Όλη τη μέρα επέβλεπε τις ασκήσεις των στρατιωτών και τη νύχτα κλεινόταν μέσα στη σκηνή του.

Το δύσκολο για τον Ζίου Πο ήταν να μπει στο στρατόπεδο γιατί ήταν γεμάτο με φρουρούς, νεοσύλλεκτους και τους σωματοφύλακες του Κινέζου στρατηγού. Έτσι αποφάσισε να μην βιαστεί και να παρακολουθήσει από ψηλά το χώρο πριν καταλήξει σε κάποιο σχέδιο.

Δυο μέρες μετά ο νεαρός Ιάπωνας είχε φτάσει σε έναν λόφο που βρισκόταν δίπλα από το στρατόπεδο των νεοσύλλεκτων. Ανέβηκε στο ψηλότερο σημείο, εκεί που μπορούσε να βλέπει καθαρά όλο το χώρο και άρχισε να παρατηρεί με ηρεμία. Αρχικά μελέτησε τις κινήσεις των φρουρών που ήταν στην πύλη και εκείνους που φυλούσαν τη σκηνή του στρατηγού.

Ήθελε να ξέρει κάθε πότε αλλάζουν οι σκοπιές στα δύο σημεία και όταν βεβαιώθηκε άρχισε να παρακολουθεί τον ίδιο τον Λιου Μα Σανγκ. Τον είδε να βγαίνει από τη σκηνή του τα χαράματα και να γυμνάζεται σαν νεοσύλλεκτος με πάθος και αφοσίωση. Ύστερα ο στρατηγός έτρωγε πρωινό και ξεκινούσε την επιθεώρηση του στρατόπεδου.

Τη νύχτα οι σκοπιές γινόντουσαν περισσότερες ενώ έκλεινε και η πύλη η οποία ασφαλίζονταν με μία σιδερένια, χοντρή μπάρα. Ο Λιου Μα Σανγκ έτρωγε μαζί με τους αξιωματικούς που εκπαίδευαν τους νεοσύλλεκτους, έπινε ένα μπουκάλι σάκε και έμπαινε στη σκηνή του για να κοιμηθεί.

Μόλις σιγουρεύτηκε ο Ζίου Πο, μόνο τότε άρχισε να καταστρώνει το σχέδιό του. Ήξερε οτι είχε ένα πολύ βασικό πλεονέκτημα εκτός από τις ικανότητές του. Κανείς δεν γνώριζε το πρόσωπό του αλλά ούτε και το όνομα του νεαρού δολοφόνου. Όλοι τον ήξεραν σαν “Σκιά της Σιωπής” και αυτό ήταν όλο.

Έτσι γράφτηκε στο στρατό και μπήκε σαν νεοσύλλεκτος στο στρατόπεδο που βρισκόταν ο Λιου Μα Σανγκ. Όλοι ήταν ξυρισμένοι στο κεφάλι και το πρόσωπο οπότε θα ήταν πολύ δύσκολο να τον αναγνωρίσουν όταν θα ολοκλήρωνε το συμβόλαιο. Αλλά ο ίδιος είχε ήδη κάνει την κίνησή του αφού χάραξε το πάνω μέρος του κεφαλιού του με ένα μαχαίρι.

Με αυτόν τον τρόπο ήξερε οτι όλοι όσοι θα συναντούσε θα πρόσεχαν περισσότερο την ουλή στο κεφάλι του παρά το πρόσωπό του. Και μόλις θα έφευγε από το στρατόπεδο θα περίμενε να μακρύνουν ξανά τα γένια και τα μαλλιά του μέχρι να εκτελέσει το τρίτο και τελευταίο συμβόλαιο.

Μόλις τελείωσε η εκπαίδευση των νεοσύλλεκτων και ήρθε το βράδυ όλοι, εκτός από τους φρουρούς στις σκοπιές και γύρω από τη σκηνή του στρατηγού, βρισκόντουσαν στα κρεβάτια τους για να κοιμηθούν. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος και το φεγγάρι είχε κρυφτεί πίσω από τα σύννεφα λιγοστεύοντας το ήδη ελάχιστο φως της νύχτας.

Αυτό ήταν κάτι που είχε υπολογίσει από πριν ο Ζίου Πο και περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να ξετρυπώσει από τη σκηνή. Μόλις κοιμήθηκαν όλοι και δεν ακούγονταν τίποτε άλλο εκτός από ροχαλητά, μια σκιά γλίστρησε ανάμεσα στους νεοσύλλεκτους και χάθηκε στις σκοτεινές γωνιές του στρατόπεδου.

Ο νεαρός δολοφόνος κινήθηκε αθόρυβα μέχρι την αποθήκη οπλισμού, μπήκε μέσα και διάλεξε το αγαπημένο του όπλο, ένα αιχμηρό στιλέτο. Καθώς όμως έβγαινε από τον χώρο, ένας φρουρός που είχε πάει να κατουρήσει δίπλα από τη σκηνή είδε τον Ζίου Πο και του φώναξε να πλησιάσει.

Καθώς τον κατσάδιαζε και τον ρωτούσε επίμονα για ποιο λόγο ήταν μακριά από το κρεβάτι του, οι φωνές του τράβηξαν την προσοχή ενός από τους σωματοφύλακες του στρατηγού. Μόλις εκείνος πλησίασε τους δύο άντρες, ο Ζίου Πο με μία αστραπιαία κίνηση τον κάρφωσε με το στιλέτο στο λαιμό και παίρνοντας το σπαθί του, έκοψε το κεφάλι του φρουρού που τον είχε πιάσει.

Περίμενε για λίγο μέχρι να σιγουρευτεί οτι δεν τους είχε πάρει χαμπάρι κανένας και έκρυψε τα πτώματα. Φόρεσε τη στολή του σωματοφύλακα αφού πρώτα την καθάρισε καλά από το αίμα και πλησίασε τη σκηνή του Λιου Μα Σανγκ. Όταν του μίλησε ο άλλος σωματοφύλακας, επειδή θα προδίδονταν αν του απαντούσε, του έκανε νόημα να έρθει κοντά του.

Ένα λεπτό αργότερα ο Ζίου Πο είχε ήδη κρύψει το άψυχο κορμί του φρουρού και τρύπωσε στη σκηνή του στρατηγού. Εκεί όμως τον περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη! Ο Λιου Μα Σανγκ όχι μόνο ήταν ξύπνιος αλλά τον υποδέχτηκε ρίχνοντάς του ένα βέλος στον ώμο. Ο νεαρός δολοφόνος έπεσε στα γόνατα, έβγαλε το βέλος από την πληγή και προσκύνησε τον στρατηγό περιμένοντας τη μοίρα του.

Ο Λιου Μα Σανγκ, ικανοποιημένος από την επιτυχία του, έβγαλε το σπαθί του και πλησίασε τον δολοφόνο για να τον αποκεφαλίσει. Γελούσε με την ψυχή του για το πάθημα του άντρα που ήρθε να τον σκοτώσει και δεν πρόσεξε αυτό που είχε κρύψει ο Ζίου Πο στο δεξί του χέρι.

Όταν ο νεαρός Ιάπωνας ένιωσε τη λεπίδα του σπαθιού στο σβέρκο του, κάρφωσε τον στρατηγό στη μηριαία αρτηρία με την αιχμή του βέλους που είχε βγάλει από τον ώμο του. Ο Λιου Μα Σανγκ γονάτισε δίπλα του και τότε η “Σκιά της Σιωπής” σηκώθηκε, πήρε το σπαθί του εχθρού του και αφού του ψιθύρισε: “Αναπαύσου εν ειρήνη“, του έκοψε τον λαιμό και τον άφησε να πνιγεί μέσα στο ίδιο του το αίμα.

Μέχρι να πάρουν χαμπάρι οι φρουροί τι είχε συμβεί, ο Ζίου Πο είχε ήδη αρχίσει να ανεβαίνει το λόφο δίπλα από το στρατόπεδο. Περιποιήθηκε το τραύμα στον ώμο του υπό τον ήχο των τυμπάνων που χτυπούσαν οι στρατιώτες για να σημάνουν συναγερμό και καβάλησε το άλογό του για να επιστρέψει στη βάση του.

Αυτή τη φορά έμεινε για μήνες στο βουνό και το σπίτι του. Περίμενε να μακρύνουν πρώτα τα γένια και τα μαλλιά του πριν ξαναβγεί στο κυνήγι του επόμενου στόχου του. Πάνω από όλα ήθελε να εξασφαλίσει την ανωνυμία του και να κρύψει την ταυτότητά του από τους εχθρούς.

Έτσι άρχισε να ψαρεύει για να περάσει την ώρα του και να εξασφαλίσει το φαγητό της μέρας, άλλες φορές έστηνε παγίδες στο κοντινό δάσος για ασβούς και λαγούς ενώ με το τόξο του κυνηγούσε ελάφια και πουλιά. Εξασκήθηκε στην ξιφομαχία έχοντας έναν κομμένο κορμό δέντρου απέναντί του και χτυπώντας τον με συνδυασμούς γρήγορων κινήσεων.

Η πληγή στον ώμο του γιατρεύτηκε εντελώς και τότε άρχισε να προπονείται ξανά στο σκαρφάλωμα δέντρων και γκρεμών. Ήξερε καλά οτι για την εκτέλεση του τρίτου συμβολαίου θα χρειαζόταν να ανεβεί σε έναν πανύψηλο πύργο. Αυτός ήταν χτισμένος σε έναν βράχο μέσα στη θάλασσα και το μόνο που είχε ήταν μια φυλακή στο ψηλότερο σημείο του.

Η πρόσβαση σε εκείνη τη φυλακή γινόταν μόνο με αερόστατο, μια παράξενη κατασκευή που είχαν ανακαλύψει οι Κινέζοι και τη χρησιμοποιούσαν σε ιδιαίτερες περιπτώσεις. Οι λιγοστοί ευγενείς για την ψυχαγωγία τους και ο στρατός για την παρακολούθηση των εχθρών της αυτοκρατορίας.

Ο φυλακισμένος σε εκείνον τον πύργο ήταν πολύ σημαντικός για την Κίνα. Ήταν η κόρη του Κουμπλάι Καν, του μεγαλύτερου γιου του τρομερού Τζένγκις Καν. Οι Μογγόλοι είχαν γίνει η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη στην Ανατολή και οι Κινέζοι είχαν απαγάγει το κορίτσι και απειλούσαν να το σκοτώσουν αν τους επιτίθονταν.

Ο Ζίου Πο λοιπόν ετοίμαζε το σώμα και το πνεύμα του για αυτήν τη δύσκολη, στα όρια του ακατόρθωτου, αποστολή. Αυτός που τον είχε πληρώσει για να εκτελέσει το συμβόλαιο θανάτου ήταν ένας Ιάπωνας πολιτικός, άνθρωπος που επηρέαζε άμεσα τον αυτοκράτορα της χώρας και επιθυμούσε να προκληθεί χάος στην Κίνα.

Με αυτόν τον τρόπο η Ιαπωνία θα ανάσαινε από τον ασφυκτικό κλοιό στον οποίο την είχε κλείσει η γειτονική χώρα εδώ και πολλές δεκαετίες. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να πεθάνει η κόρη του Κουμπλάι Καν και τα μαντάτα του θανάτου της να φτάσουν στα αυτιά του Μογγόλου στρατηγού.

Μετά από μισό χρόνο περίπου ο Ζίου Πο ήταν έτοιμος για να εκτελέσει την αποστολή του. Εξοπλίστηκε με όλα όσα χρειαζόταν για το ταξίδι, πήδηξε πάνω στο μαύρο του άλογο και ξεκίνησε για τη νότια Κίνα και τον Ινδικό Ωκεανό. Εκεί βρισκόταν ο βράχος με τον πύργο που ήταν φυλακισμένη η νεαρή κοπέλα.

Στο δρόμο του συνάντησε αρκετές δυσκολίες και επικίνδυνους εχθρούς. Κλέφτες που παραμόνευαν στα δάση, ληστές και δολοφόνοι κρυμμένοι στις σπηλιές και πάντοτε έτοιμοι να σκοτώσουν όποιον βρεθεί στο διάβα τους. Όμως ο Ζίου Πο ήταν καλά ενημερωμένος για τη διαδρομή του από έναν χάρτη που είχε βρει στο παλάτι του βασιλιά Χου Τσι όταν είχε πάει για να τον δολοφονήσει.

Έτσι απέφυγε τους Κινέζους στρατιώτες που ήταν απλωμένοι σε όλη τη χώρα και μέσα από μικρά μονοπάτια δίπλα σε ποτάμια και πλαγιές βουνών, έφτασε μετά από ένα μήνα περίπου στον προορισμό του. Μόλις είδε για πρώτη φορά τον πανύψηλο πύργο, ένιωσε ένα δέος από το τεράστιο μέγεθός του και απλά κάθισε σε μια μεριά και τον χάζευε.

Μελέτησε την πελώρια κατασκευή απ’ άκρη σ’ άκρη για να βρει την καλύτερη μεριά και να αρχίσει το σκαρφάλωμα, πήρε βαθιές ανάσες για να πάρει κουράγιο και ξεκίνησε την αναρρίχηση. Για καλή του τύχη ο πύργος ήταν φτιαγμένος από πέτρες και έτσι, ένας δεξιοτέχνης σαν και τον Ζίου Πο, μπορούσε εύκολα να βρει κρατήματα στα εξογκώματα του και να ανέβει γρήγορα στην κορυφή.

Δύο ώρες μετά η “Σκιά της Σιωπής” βρισκόταν έξω από τη φυλακή της νεαρής κοπέλας. Ξεκλείδωσε με άνεση την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο. Εκεί υπήρχε ένα μεγάλο, ξύλινο κρεβάτι και ένα δοχείο για τη φυσική ανάγκη της φυλακισμένης. Η γυναίκα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και έμοιαζε να κοιμάται.

Μόλις την πλησίασε ο Ζίου Πο η κοπέλα άνοιξε τα μάτια της και πετάχτηκε πάνω τρομαγμένη. Προσπάθησε να φωνάξει αλλά είχε χάσει τη φωνή της, αποτέλεσμα των ανούσιων κραυγών της τόσο καιρό που ήταν φυλακισμένη στον πύργο. Ο νεαρός δολοφόνος βρισκόταν πια σε ένα δίλλημα.

Από τη μία λυπόταν το κορίτσι για όλα όσα είχε τραβήξει και προτιμούσε να το σώσει και από την άλλη ήξερε οτι για να διατηρήσει την καλή του φήμη έπρεπε να ολοκληρώσει το συμβόλαιο. Και φυσικά για να αποφύγει να γίνει καταζητούμενος από τους συμπατριώτες του και από τον ίδιο τον αυτοκράτορα της Ιαπωνίας.

Αποφάσισε το προφανές, δεν χωρούσαν συναισθήματα σε αυτή τη δουλειά. Έριξε ένα υπνωτικό βέλος στην κοπέλα για να πέσει για ύπνο και έτσι να μπορέσει να τη σκοτώσει χωρίς εκείνη να φοβηθεί. Πήρε μια τρίχα από τα μαλλιά της και την κράτησε όρθια μέχρι τα χείλη της. Έσταξε λίγο δηλητήριο πάνω της και οι λίγες σταγόνες έτρεξαν αμέσως στο στόμα της νεαρής γυναίκας. Ο θάνατός της ήταν τελείως ανώδυνος…

Όμως ο Ζίου Πο ένιωσε την ανάγκη να… εκδικηθεί τους συμπατριώτες του για αυτό που τον έβαλαν να κάνει, έτσι έφτιαξε μια επιστολή στην οποία έγραφε οτι η κόρη του Κουμπλάι Καν ήταν νεκρή και οτι οι Ιάπωνες είχαν βοηθήσει τους Κινέζους να την σκοτώσουν. Τύλιξε το γράμμα σε ένα κομμάτι δέρμα μαζί με ένα κόσμημα της κοπέλας και λίγες τρίχες από τα μαλλιά της και το άφησε έξω από το στρατόπεδο των Μογγόλων στον βορρά.

Λίγους μήνες μετά η Ιαπωνία είχε παραδοθεί ολοκληρωτικά στην ανωτερότητα του τρομερού μογγολικού στρατού και την οργή του Κουμπλάι Καν. Φωτιές ξεπηδούσαν από κάθε μέρος που περνούσαν οι Μογγόλοι και το μόνο χρώμα που έβλεπε κανείς ήταν το κόκκινο της φλόγας και το γκρίζο της στάχτης και των καμένων δέντρων.

Η “Σκιά της Σιωπής” σταμάτησε τις εκτελέσεις και αποσύρθηκε στο βουνό και το σπίτι του. Αποφάσισε να ζήσει τη ζωή του με απόλυτη ηρεμία και γαλήνη, να ξεχάσει όλα εκείνα τα πρόσωπα που τον κοίταζαν με τρόμο πριν πάρει τις ζωές τους. Ο Ζίου Πο έγινε ένας θρύλος για τους λαούς της Ανατολής, αυτός ο οποίος έγινε η αιτία να χαθούν τόσες ψυχές και να κυριεύσουν οι Μογγόλοι την Ιαπωνία.

(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται σε αυτό είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ