Είναι ένα διώροφο σπίτι στο τέλος του δρόμου. Έξω είναι νύχτα και τα φώτα στο σπίτι ανοιχτά. Ένας άντρας κάθεται σε ένα χώρο που μοιάζει να είναι το σαλόνι. Μπροστά του είναι ένα τραπέζι, οβάλ σχήματος και πάνω του βρίσκονται κάμποσα χαρτιά.
Ο άντρας καπνίζει και παράλληλα πίνει λίγο ουίσκι, σκέτο σε χαμηλό ποτήρι. Στηρίζει το κεφάλι του στο ένα χέρι και έχει χωμένα τα δάχτυλα στα μαλλιά του. Από την έκφραση του προσώπου του φαίνεται οτι κάτι τον απασχολεί και μάλιστα αρκετά.
Μια γυναίκα μπαίνει στο χώρο. Είναι μελαχρινή, μετρίου αναστήματος και με λίγα παραπανίσια κιλά. Έχει ντυθεί υπερβολικά σέξι, τόσο που το ένα της στήθος είναι εκτεθειμένο. Τον πλησιάζει και του χαϊδεύει το κεφάλι. Κάθεται δίπλα του και κάτι του λέει σε ήρεμο τόνο.
Αυτός γυρίζει και την κοιτάζει με απορία που ξαφνικά γίνεται θυμός και οργή. Το οβάλ τραπέζι εκσφενδονίζεται στην άλλη πλευρά του σαλονιού, τα χαρτιά που ήταν πάνω του πετάχτηκαν στον αέρα μέχρι να ξανακαθίσουν αναπαυτικά στο κρύο πάτωμα. Ο άντρας έχει σηκωθεί όρθιος και βρίσκεται μπροστά από τη γυναίκα.
Τσακώνονται, φωνάζει ο ένας στον άλλον λόγια και λέξεις που απαγορεύεται να γραφτούν σε χαρτί, παραλίγο να έρθουν στα χέρια. Ο άντρας ανοίγει το συρτάρι στο τραπεζάκι του χολ, κάτι παίρνει από μέσα και φεύγει από το σπίτι. Η γυναίκα ουρλιάζει κατάρες κι ύστερα πέφτει στα γόνατα και κλαίει με λυγμούς.
Το κόκκινο αυτοκίνητο που βρίσκεται έξω από το διώροφο σπίτι, φεύγει με μεγάλη ταχύτητα προς άγνωστη κατεύθυνση. Διασχίζει την πόλη και φτάνει στη γέφυρα που οδηγεί στο μικρό νησάκι στο κέντρο της λίμνης. Παρκάρει σε ένα στενό και αρχίζει να περπατάει με τα χέρια στις τσέπες.
Μόλις έφτασε στην άλλη πλευρά της γέφυρας, έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα και άναψε ένα. Το κρύο ήταν τσουχτερό αλλά ο ίδιος δεν έδειχνε να επηρεάζεται, ίσα ίσα που έμοιαζε να το απολαμβάνει. Άρχισε να περπατάει στον κεντρικό δρόμο της περιοχής. Χάζευε τις βιτρίνες με τα ρούχα και τα παπούτσια.
Πάντοτε του άρεσαν αυτά τα πράγματα. Του θύμιζαν οικογενειακές στιγμές, δώρα τα Χριστούγεννα για τα αγαπημένα πρόσωπα και χαμόγελα γύρω από το τζάκι. Ζεστασιά, φαγητό και γέλια. Οικογένεια… Η μόνη λέξη που όταν την ξεστόμιζε μαλάκωνε η φωνή του, σχεδόν έτρεμε.
Στάθηκε έξω από ένα μεγάλο κτίριο. Η σιδερένια πόρτα που οδηγούσε στο προαύλιο του οικήματος ήταν κλειστή και κλειδωμένη με μια αλυσίδα και ένα λουκέτο. Πάνω από την είσοδο είχε μια μεγάλη ταμπέλα. Ήταν λευκή και είχε κάτι κόκκινα γράμματα. ‘Εγραφε: “Ορφανοτροφείο Ερυθρού Σταυρού“.
Ο άντρας άρχισε να περπατάει περιμετρικά του ορφανοτροφείου. Κάθε τόσο σταματούσε και απλά στεκόταν και παρατηρούσε το κτίριο. Έκανε το ίδιο πράγμα μέχρι να ακουστεί η καμπάνα για τα μεσάνυχτα. Άναψε ακόμα ένα τσιγάρο και έκλεισε για λίγο τα μάτια του, ήθελε να ονειρευτεί.
Με τη σκέψη του γύρισε πολλά χρόνια πίσω. Τότε που έγινε ένα τρομερό αυτοκινητιστικό δυστύχημα και χάθηκαν δύο ζωές. Η μία που τα κατάφερε και έζησε, βρέθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη με δύο ξένους. Δύο άγνωστους, αμόρφωτους, θυμωμένους ανθρώπους..
Άνοιξε ξανά τα μάτια του στο άκουσμα του χτύπου της καμπάνας. Η ώρα ήταν πια δώδεκα το βράδυ. Τα φώτα στο ορφανοτροφείο έκλεισαν εκτός από εκείνα του προαύλιου. Ο άντρας δεν το πολυσκέφτηκε, σκαρφάλωσε σε ένα δέντρο δίπλα από τη μάντρα και πήδηξε μέσα.
Περπάτησε νευρικά προς την πόρτα που βρισκόταν στην πίσω πλευρά του κτιρίου. Είχε χωθεί στις σκιές και πρόσεχε μην τον πάρει κανένα μάτι. Προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα αλλά ήταν κλειδωμένη κι αυτή. Χωρίς να χάσει χρόνο πήρε μια πέτρα από κάτω, έβγαλε την μπλούζα του και την τύλιξε.
Έσπασε το τζάμι της πόρτας χωρίς να κάνει πολύ θόρυβο, έβαλε το χέρι του από τη μέσα πλευρά και ξεκλείδωσε. Μπήκε στο ορφανοτροφείο, πιο συγκεκριμένα στην κουζίνα και πήρε στα χέρια του ένα μαχαίρι. Άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες αργά αργά, ένα βήμα τη φορά και προσέχοντας μην τον καταλάβει κανείς.
Πέρασε από το δωμάτιο με τα παιχνίδια και κοντοστάθηκε. Μπήκε μέσα και πήγε μπροστά από ένα μεγάλο πλαστικό κουτί. Άνοιξε το καπάκι και άρχισε να ψαχουλεύει το περιεχόμενο. Κάποια στιγμή σταμάτησε, χαμογέλασε και έβγαλε από μέσα ένα λούτρινο κουνελάκι.
Του χάιδεψε τα αυτιά, τη μύτη και τα μουστάκια. Το έφερε κοντά στο πρόσωπό του και το ακούμπησε στο μάγουλό του. Αναστέναξε βαθιά με μελαγχολία… Πόσες αναμνήσεις πέρασαν σαν σε ταινία από το μυαλό του. Παιχνίδια με τα άλλα παιδιά του ιδρύματος και το βράδυ ύπνο αγκαλιά με το αγαπημένο του κουνελάκι.
Στάθηκε έξω από την πόρτα της υπεύθυνης του ορφανοτροφείου για τη διανυκτέρευση. Την έσπρωξε απαλά, μπήκε μέσα και την έκλεισε. Ακούστηκε ένας θόρυβος σαν να πέφτει κάτι βαρύ στο πάτωμα, ύστερα μια κοφτή κραυγή και μετά σιωπή.
Ο άντρας βγήκε από το δωμάτιο με αίματα στη μπλούζα και το μαχαίρι. Στο πρόσωπό του, στο δεξί μάγουλο, είχε μια γρατζουνιά, αποτέλεσμα της σύντομης πάλης που προηγήθηκε. Προχώρησε μέχρι το δωμάτιο των κοριτσιών. Άνοιξε την πόρτα και κοίταξε μέσα. Είκοσι παιδάκια, από τριών μέχρι οκτώ ετών, ήταν τυλιγμένα στις ζεστές κουβέρτες τους, ξαπλωμένα στα κρεβάτια τους και κοιμόντουσαν.
Για κάποιο λόγο δεν έκανε κάτι όσο κάθισε στο δωμάτιο. Έμεινε απλά για πέντε λεπτά μέσα και τις κοίταζε. Βγήκε στο διάδρομο ιδρωμένος και ξεφυσώντας. κάτι του είχε ανεβάσει τους παλμούς και τον είχε φέρει σε πολύ δύσκολη θέση.
Προχώρησε μέχρι την τελευταία πόρτα, εκεί που βρισκόταν το δωμάτιο των αγοριών. Προσπάθησε να την ανοίξει αλλά ήταν κλειδωμένη από μέσα. Έσκυψε και κοίταξε από την κλειδαρότρυπα αλλά κάτι τον εμπόδιζε από το να δει το δωμάτιο, κάποιο αντικείμενο ίσως.
Έστρεψε το βλέμμα του στο πάτωμα, στο σημείο που τελείωνε η πόρτα και έπεσε στα γόνατα. Τότε μόνο κατάφερε να δει οτι υπήρχε κάποιο φως αναμμένο στο δωμάτιο των αγοριών. Σταμάτησε να αναπνέει για μια στιγμή. Αυτό ήταν κάτι που δεν είχε υπολογίσει και έπρεπε να αλλάξει τα σχέδιά του.
Άρπαξε ένα κοριτσάκι στον ύπνο του και χωρίς να τον πάρει χαμπάρι κανείς το ανέβασε στον τελευταίο όροφο του ορφανοτροφείου. Διάλεξε το δωμάτιο που βρισκόταν ακριβώς πάνω από το αντίστοιχο των αγοριών. Ύστερα έσπασε το λαιμό του κοριτσιού σαν σπιρτόξυλο και το σκότωσε.
Πήρε λίγο σκοινί που βρήκε στο αποθηκάκι στο ισόγειο και ανέβηκε ξανά στο δωμάτιο. Έδεσε το λαιμό του άψυχου παιδιού και το πέταξε από το παράθυρο. Το άφησε να κρέμεται ακριβώς έξω από εκείνο του δωματίου των αγοριών και περίμενε.
Μέσα σε ένα λεπτό τα ουρλιαχτά των παιδιών γέμισαν απ’ άκρη σ’ άκρη το ορφανοτροφείο. Τα αγόρια ξεκλείδωσαν την πόρτα και προσπάθησαν να βγουν στο διάδρομο αλλά τους εμπόδιζε ένας ψηλός άντρας. Μπήκαν ξανά όλοι μέσα στο δωμάτιο και σταμάτησαν να κλαίνε και να ουρλιάζουν.
Ο τρομακτικός άντρας με τα αίματα στην μπλούζα έβγαλε ένα κομμάτι χαρτί από την τσέπη του παντελονιού του. Το έδωσε στα αγόρια και τα υποχρέωσε να γράψουν το όνομά τους. Μόλις είδε ένα από τα παιδιά να χρησιμοποιεί το αριστερό του χέρι, το χτύπησε στο κεφάλι με ένα κομμάτι ξύλο για να λιποθυμήσει.
Έκανε νόημα στα υπόλοιπα αγόρια να μην βγάλουν άχνα, κάνοντας τη χαρακτηριστική κίνηση με το δάχτυλο στα χείλη. Τους είπε οτι αν φωνάξουν θα έχουν την ίδια τύχη με το κοριτσάκι που ήταν κρεμασμένο έξω από το παράθυρο. Ύστερα πήρε το αγόρι που είχε λιποθυμήσει, βγήκε από το δωμάτιο και κλείδωσε την πόρτα.
Πέρασε έξω από εκείνο των κοριτσιών και άκουσε φωνές. Φαίνεται οτι είχαν ακούσει τα ουρλιαχτά των αγοριών και είχαν ξυπνήσει. Ένα παιδί έβγαλε το κεφάλι του έξω από την πόρτα για να δει τι γίνεται και πάγωσε τελείως. Ένας άντρας με ένα αγόρι στην αγκαλιά του στεκόταν όρθιος και την κοίταζε στα μάτια.
Λίγα δευτερόλεπτα μετά το κοριτσάκι έκλεισε την πόρτα, την κλείδωσε με το κλειδί που της έδωσε ο άγνωστος και έκατσε στο κρεβάτι της. Κρατούσε στα χέρια της ένα λούτρινο κουνελάκι το οποίο είχε έναν κόκκινο λεκέ στο αριστερό του αυτί. Έκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε να διώξει την εικόνα του άγνωστου άντρα στο διάδρομο.
Εκείνος με το αγόρι στα χέρια κατέβηκε τις σκάλες μέχρι το ισόγειο. Ύστερα βγήκε σαν κύριος από την είσοδο του ορφανοτροφείου και κατευθύνθηκε προς τα δεξιά, εκεί που βρισκόταν μια μικρή αποθήκη. Έσπασε την πόρτα με δυο γερές κλωτσιές και μπήκε μέσα.
Με λίγο καλό ψάξιμο βρήκε αυτά που ήθελε. Μια ξύλινη σκάλα για να περάσει πάνω από τη μάντρα μαζί με το αγόρι, δυο δοχεία γεμάτα με βενζίνη και ένα κουτί σπίρτα γιατί κάπου είχε χάσει τα δικά του. Πήγε στην άκρη της μάντρας και έβαλε τη σκάλα για να είναι έτοιμος να φύγει. Όμως ο άντρας είχε κάτι άλλο στο μυαλό του…
Άφησε το αγόρι στην αποθήκη και πήρε τα δοχεία με τη βενζίνη. Άδειασε το ένα στο ισόγειο και στις σκάλες του ορφανοτροφείου και με το άλλο έλουσε τον διάδρομο του πρώτου ορόφου και τις πόρτες των δωματίων των παιδιών. Κατέβηκε ξανά στο ισόγειο, άναψε ένα σπίρτο, το πέταξε και έφυγε.
Κάμποση ώρα μετά περίπου τέσσερα περιπολικά περνούσαν με μεγάλη ταχύτητα δίπλα από ένα κόκκινο αυτοκίνητο και έμπαιναν στην γέφυρα που οδηγούσε στο μικρό νησάκι στη μέση της λίμνης. Είχαν προηγηθεί ήδη τρία μεγάλα πυροσβεστικά οχήματα με κατεύθυνση το ορφανοτροφείο.
Ο άντρας που οδηγούσε το κόκκινο αυτοκίνητο άναψε ένα τσιγάρο και έβαλε στο ραδιόφωνο τον τοπικό σταθμό. Οι δημοσιογράφοι είχαν πάει στο σημείο της πυρκαγιάς και είχαν απευθείας σύνδεση με το στούντιο. Το ορφανοτροφείο του Ερυθρού Σταυρού είχε παραδοθεί στις φλόγες από άγνωστη αιτία.
Λίγα χιλιόμετρα οδήγησης αργότερα και πάρκαρε έξω από το διώροφο σπίτι στο τέλος του δρόμου. Είναι ακόμα νύχτα, σχεδόν τρείς τα ξημερώματα κι έτσι δεν τον νοιάζει αν θα τον δει κανένα μάτι. Βγάζει το λιπόθυμο αγόρι από το πορτ μπαγκάζ και μπαίνει στο σπίτι.
Πάει μέχρι το σαλόνι, ανοίγει το φως και αφήνει το παιδί στο πάτωμα. Βρίσκει τα χαρτιά που κοίταζε πριν φύγει από το σπίτι και χαμογέλασε. Έστρεψε το βλέμμα του προς το αγόρι κι ύστερα σηκώθηκε και έβαλε ένα ποτήρι ουίσκι. Την ίδια στιγμή εμφανίστηκε η μελαχρινή, μετρίου αναστήματος, γυναίκα.
Κρατάει στα χέρια της ένα περίστροφο και σημαδεύει τον άντρα. Ουρλιάζει σαν τρελή και ανοίγει την τηλεόραση. Στις ειδήσεις η πυρκαγιά που ξέσπασε στο ορφανοτροφείο ήταν ήδη πρώτο θέμα. Οι πληροφορίες αναφέρουν οτι δεν υπάρχει ούτε ένας που να επέζησε της φωτιάς.
Μέσα στο κτίριο υπήρχαν συνολικά πενήντα ψυχές. Και αυτό επειδή ήταν βράδυ αλλιώς θα ήταν περισσότεροι άνθρωποι. Μία γυναίκα που ήταν υπεύθυνη για τη διανυκτέρευση, είκοσι κορίτσια και είκοσι εννέα αγόρια. Ήταν μια τραγωδία που συγκλόνισε, όχι μόνο την τοπική κοινωνία αλλά ολόκληρη τη χώρα.
Η τηλεόραση κλείνει και ο άντρας προσπαθεί να πείσει τη γυναίκα να κατεβάσει το όπλο. Εκείνη του κάνει νόημα να σταματήσει να μιλάει, σηκώνει το περίστροφο και το βάζει στο κεφάλι της. Πατάει τη σκανδάλη και ο τόπος κοκκίνησε από τα αίματα…
Ο άντρας ταράζεται πολύ και φωνάζει βρισιές και κατάρες. Παίρνει το άψυχο κορμί της γυναίκας και το μεταφέρει σε ένα άλλο δωμάτιο. Παράλληλα το μικρό λιπόθυμο αγόρι είχε ανακτήσει και πάλι τις αισθήσεις του. Ήταν τρομαγμένο και φαινόταν να τα έχει τελείως χαμένα.
Στο τραπέζι μπροστά του υπάρχουν μερικά χαρτιά. Παίρνει κάποιο από αυτά στο χέρι του και αρχίζει να το διαβάζει. “Πως να πουλήσετε την ψυχή σας στον διάβολο; Πολύ απλό! Χαρίστε του πενήντα ψυχές και ύστερα θα του ανήκετε! Σας περιμένει μια εντελώς καινούργια και συναρπαστική ζωή!“.
Ο μικρός άφησε το χαρτί τρομοκρατημένος. Όμως μια παράξενη περιέργεια τον βασάνιζε. Έτσι άπλωσε το χέρι του και άρπαξε ένα άλλο από το τραπέζι. Ήταν εξετάσεις από νοσοκομείο. Ο ασθενής ήταν άντρας σύμφωνα με το όνομα πάνω αριστερά και είχε διαγνωσθεί με καρκίνο στον πνεύμονα.
Την ίδια στιγμή επέστρεψε στο σαλόνι ο άγνωστος άντρας. Είδε το αγόρι ξύπνιο και κοκκάλωσε! Αιφνιδιάστηκε! Έτσι κάθισε δίπλα του και άνοιξε την τηλεόραση. Οι ειδήσεις έδειχναν ακόμα τη φωτιά στο ορφανοτροφείο. Τότε ήταν που άρχισε να λέει στο παιδί οτι το έσωσε από την πυρκαγιά και το έφερε στο σπίτι του.
Δεν ήθελε να το σκοτώσει. Δεν το είχε ανάγκη πια αφού είχε πιάσει τον αριθμό των ψυχών που έψαχνε. Σαράντα εννέα στο ορφανοτροφείο και άλλη μία η γυναίκα του. Έτσι αποφάσισε να κρατήσει το αγόρι. Αποφάσισε να κάνει ένα δώρο στον εαυτό του, αυτό που ήθελε από πάντα. Να φτιάξει μία οικογένεια…
(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται σε αυτό είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)
ΖΕΥΣ