Σε ένα μικρό χωριό της δυτικής Ιρλανδίας ζούσε η οικογένεια Μόρτιμερ. Ο πατέρας ήταν γόνος βασιλιάδων και κληρονόμος μιας αμύθητης περιουσίας που πήγαινε από γενιά σε γενιά. Όμως δεν του άρεσε η μεγάλη ζωή, τα ακριβά αυτοκίνητα και οτι γενικά έκαναν οι πολύ πλούσιοι άνθρωποι.

Εκείνος ήθελε να έχει το στάβλο με τα αγαπημένα του άλογα, να φροντίζει τα αμπέλια που έβγαζαν το περίφημο κόκκινο κρασί των Μόρτιμερ, αλλά και να συνεχίσει να βελτιώνει καθώς και να συντηρεί τον πύργο της οικογένειας. Αυτό το τεράστιο πέτρινο οίκημα που είχε κατασκευαστεί πριν από διακόσια ολόκληρα χρόνια.

Η γυναίκα του ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος με ταλέντο στη ζωγραφική και την ποίηση. Οι εκθέσεις της στην Ιρλανδία ήταν από τις πιο πετυχημένες σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο. Το καμάρι της ήταν ο πίνακας της οικογένειας Μόρτιμερ που κοσμούσε τον τοίχο πάνω από το τζάκι στο μεγάλο σαλόνι του πύργου.

Εκεί απεικονίζονταν ο πατέρας Μόρτιμερ, η γυναίκα του και ένα αγοράκι με λευκή επιδερμίδα και κόκκινα μαλλιά. Ήταν ο Φρανκ, ο γιος της οικογένειας και μοναδικός κληρονόμος της περιουσίας των Μόρτιμερ. Όμως αυτό το παιδί δεν ήταν σαν όλα τα άλλα… Κάτι στο βλέμμα του φανέρωνε μεγάλη θλίψη και ανησυχία…

Επειδή ο πύργος ήταν τεράστιος και δεν μπορούσε να τον κουμαντάρει η κυρία Μόρτιμερ, η οικογένεια είχε προσλάβει μια νεαρή και όμορφη κοπέλα για να τη βοηθήσει. Η Λουίζα όταν πήγε στο σπίτι τους κατάλαβε από την πρώτη στιγμή οτι κάτι περίεργο συμβαίνει εκεί. Κάτι που την έκανε να νιώθει πολύ άβολα…

Όμως είχε ανάγκη από τα χρήματα που της έδιναν οι Μόρτιμερ. Ο λόγος ήταν οτι η μητέρα της ήταν βαριά άρρωστη και τα έξοδα της νοσηλείας της στην ιδιωτική κλινική που βρισκόταν ήταν δυσβάσταχτα για τη νεαρή κοπέλα. Το μόνο κακό στη συμφωνία ήταν οτι έπρεπε να ζει στον πύργο, να είναι δηλαδή αποκλειστική βοηθός της κυρίας Μόρτιμερ.

Αυτό δεν της επέτρεπε να επισκέπτεται τη μητέρα της, όχι περισσότερο από μία φορά το μήνα. Η ανάγκη όμως την υποχρέωσε να πει το “ναι” και από εκείνη τη μέρα ζούσε με την αγωνία μήπως πεθάνει η μάνα της δεν προλάβει να είναι στο πλάι της. Όλο αυτό το άγχος έκανε τη Λουίζα να χάσει το γέλιο της και τη ζωντάνια από τα μάτια της.

Η νεαρή κοπέλα έγινε φίλη με τον παράξενο Φρανκ, τον βοηθούσε στα μαθήματα και του μιλούσε για τη ζωή έξω από τον πύργο. Βλέπετε την εκπαίδευση του γιου των Μόρτιμερ είχε αναλάβει η ίδια του η μάνα γιατί ο πατέρας του φοβόταν να τον στείλει σε κανονικό σχολείο. Φοβόταν οτι ο μικρός μπορεί να έπεφτε θύμα απαγωγής εξαιτίας της βασιλικής του καταγωγής και της αμύθητης περιουσίας του.

Έτσι με τον καιρό αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερη φιλική σχέση ανάμεσα στον μοναχογιό των Μόρτιμερ και της Λουίζας. Από την άλλη μεριά η μητέρα του αγοριού δεν είδε ποτέ με καλό μάτι την πρόσληψη της νεαρής κοπέλας, της μιλούσε απότομα και την ξεθέωνε με παραπανίσιες και ανούσιες εργασίες.

Η κυρία Μόρτιμερ πίστευε οτι κάτι έτρεχε ανάμεσα στον άντρα της και τη Λουίζα αν και η αλήθεια είναι οτι, εκτός από τα γεύματα, η νεαρή κοπέλα και ο κύριος δεν αντάμωναν ποτέ. Αλλά η μοναχική ζωή και τα μεγάλα και άδεια δωμάτια του πύργου, είχαν “πειράξει” κάπως το μυαλό της μητέρας του Φρανκ.

Τον τελευταίο καιρό μάλιστα είχε αρχίσει να φτιάχνει πίνακες με γυναίκες. Όμορφες, άσχημες, νέες, γριές, ξανθές, κοκκινομάλλες… Όλες είχαν το ίδιο, κοινό χαρακτηριστικό της γύμνιας του κορμιού τους και πάντοτε στο βάθος του κάθε πίνακα υπήρχε ένας πολύ μικρός πύργος.

Η Λουίζα αγνοούσε την παράξενη συμπεριφορά της κυρίας Μόρτιμερ, τόσο την αγένεια όσο και τις φωνές της. Έκανε υπομονή γιατί είχε συνέχεια στο μυαλό της την άρρωστη μητέρα της. Στην πιο πρόσφατη επικοινωνία που είχε με την κλινική, ο γιατρός της είπε οτι ίσως χρειαστεί να βάλουν τη μάνα της σε μονόκλινο δωμάτιο για να μην ρισκάρουν κάποια μόλυνση από τα λεγόμενα “νοσοκομειακά μικρόβια“.

Φυσικά αυτή η εξέλιξη θα ανέβαζε ακόμα περισσότερο το κόστος της νοσηλείας της μητέρας της Λουίζας. Όμως εκείνη την αγαπούσε πολύ και ήθελε το καλύτερο για τον άνθρωπο που τη μεγάλωσε με τόσους κόπους κι έτσι συμφώνησε με τον γιατρό για τη μετακίνησή της σε μονόκλινο δωμάτιο.

Ένας λόγος παραπάνω για τη Λουίζα να συνεχίσει με ακόμα περισσότερο ζήλο τη δουλειά της στον πύργο. Ο Φρανκ είχε αποδειχτεί καλή παρέα και έτσι ο καιρός περνούσε κάπως πιο ευχάριστα για τη νεαρή κοπέλα. Μάλιστα, ο μοναχογιός των Μόρτιμερ, πολλές φορές έδινε στη Λουίζα δαχτυλίδια και άλλα χρυσαφικά μεγάλης αξίας για να τη βοηθήσει με τα έξοδα για τη μητέρα της.

Αν και εκείνη είχε αρνηθεί στην αρχή, στη συνέχεια υποχρεώθηκε από τον Φρανκ να τα δεχτεί. Ο λόγος ήταν ο εκβιασμός του νεαρού άντρα οτι θα πει ψέματα στη μητέρα του οτι η Λουίζα είχε σχέση με τον κύριο Μόρτιμερ. Με αυτόν τον ιδιαίτερο, όμως, τρόπο ο Φρανκ έδειχνε τη συμπόνοια του για τα βάσανα της κοπέλας.

Τα χρόνια πέρασαν και οι Μόρτιμερ ετοιμάζονταν για τα δέκατα όγδοα γενέθλια του γιού τους. Το μεγάλο σαλόνι του πύργου ήταν στολισμένο με πολύχρωμες κουρτίνες στα παράθυρα και μπλε χαλιά στο πάτωμα. Το μακρύ τραπέζι είχε σκεπαστεί με ένα υπέροχο, κόκκινο τραπεζομάντηλο και πάνω του ήταν πιατέλες γεμάτες γλυκά, λουκουμάδες με καυτή σοκολάτα και κρέπες με μαρμελάδα φράουλα και μπανάνες.

Όλη την προετοιμασία για τα γενέθλια την είχε αναλάβει η Λουίζα και μάλιστα με πολύ μεγάλη χαρά. Οι λόγοι ήταν δύο: Πρώτον, η νεαρή κοπέλα χαιρόταν για τη μάνα της που είχε αναρρώσει τελείως και θα γυρνούσε στο σπίτι τους και δεύτερον για τον εαυτό της, αφού μετά το πάρτι για την ενηλικίωση του Φρανκ, θα μάζευε τα πράγματά της και θα έφευγε από τον πύργο.

Αφού δεν είχε ανάγκη τα λεφτά των Μόρτιμερ πια, δεν είχε και λόγο να συνεχίσει να εργάζεται για την ιδιότροπη μητέρα του Φρανκ, ούτε να αισθάνεται περίεργα και άβολα όταν καθάριζε το υπόγειο του πύργου. Όλα αυτά τα χρόνια που δούλευε στους Μόρτιμερ, κάθε φορά που κατέβαινε εκεί κάτω ένιωθε οτι κάτι κακό υπήρχε στην ατμόσφαιρα.

Φυσικά και ήταν επηρεασμένη από όλες εκείνες τις ιστορίες που της είχε διηγηθεί ο Φρανκ όταν περνούσαν το χρόνο τους παρέα. Τότε που κάτω από την κουβέρτα και με συντροφιά το φως από ένα μικρό κερί, ο μοναχογιός των Μόρτιμερ είπε στη Λουίζα για την κατάρα της οικογένειάς του.

Κάποτε ο προπροπροπάππους μου, ο Φρανκ ο Γηραιός, είχε πάει για κυνήγι στο δάσος του Γούντφελ στη νότια Ιρλανδία. Επειδή τον πήρε η νύχτα, άναψε φωτιά και πέρασε το βράδυ εκεί. Κάποια στιγμή τα μεσάνυχτα, μια λευκή φιγούρα εμφανίστηκε στα σκοτάδια και άρχισε να πλησιάζει τον γέρο Φρανκ.

Εκείνος πετάχτηκε όρθιος και ετοιμάστηκε να πυροβολήσει όμως μόλις είδε καθαρά τι ήταν αυτό που κοίταζε μπροστά του κατέβασε την καραμπίνα. ‘Ήταν μια κατάξανθη γυναίκα, πανέμορφη με γαλαζοπράσινα μάτια και λευκή επιδερμίδα. Τον πλησίασε και του ψιθύρισε στο αυτί: “Γιατί σκοτώνεις τους φίλους μου;”, κάνοντάς τον να ανατριχιάσει.

Ο γέρο Φρανκ σαστισμένος, σχεδόν μαγεμένος, της ζήτησε συγνώμη και ξεκίνησε να μαζεύει τα πράγματά του για να φύγει. Όμως η γυναίκα, εντελώς ξαφνικά, άρχισε να ουρλιάζει και να καταριέται τον κακόμοιρο. “Η κυρά του δάσους σε καταριέται Φρανκ Μόρτιμερ!! Σε καταριέται να κάνεις κακό στους δικούς σου φίλους όπως έκανες στους δικούς της!! Εσύ και οι απόγονοί σου θα είστε καταραμένοι μέχρι να μην υπάρχετε πια!!“, ήταν η ιστορία του Φρανκ που τάραξε τη Λουίζα.

Μάλιστα ο γιος των Μόρτιμερ είπε στη νεαρή κοπέλα οτι η κατάρα ήταν αληθινή και οτι κάθε Φρανκ Μόρτιμερ που ακολούθησε του προπροπροπάππου του ήταν καταραμένος. “Ακόμα και συ;“, τον ρώτησε περιπαικτικά εκείνη. Τότε αυτός απλά κούνησε το κεφάλι του χωρίς να δώσει κάποια απάντηση.

Η ώρα περνούσε αλλά κανείς από την οικογένεια Μόρτιμερ δεν εμφανίστηκε στο σαλόνι. Η Λουίζα άρχισε να πηγαινοέρχεται στα δωμάτια του πύργου για να τους βρει αλλά δίχως αποτέλεσμα. Κάτι μέσα της την έτρωγε να κατέβει στο υπόγειο όσο άβολα κι αν αισθανόταν για να το κάνει.

Φώναξε το όνομα του Φρανκ ξανά και ξανά όμως η σιωπή του πύργου ήταν η μοναδική απάντηση που πήρε. Έτσι μάζεψε όσο κουράγιο μπορούσε να βρει και άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο υπόγειο του τεράστιου κτιρίου.

Η υγρασία την έκανε να ανατριχιάσει και να χώσει τα χέρια της στις τσέπες του μπουφάν της. Περπάτησε σε έναν μακρύ και σκοτεινό διάδρομο προσέχοντας που και που μην γλιστρήσει στις υγρές και γεμάτες γλίτσα πέτρες. Ξαφνικά η Λουίζα σταμάτησε να περπατάει και κράτησε την αναπνοή της γιατί της φάνηκε οτι κάτι άκουσε από μακριά.

Βοήθεια..! Βοήθεια..! Κάποιος να με βοηθήσει..!“, ήταν τα λόγια που έφτασαν στα αυτιά της νεαρής κοπέλας. Όμως το χειρότερο ήταν οτι αυτή η φωνή της θύμιζε εκείνη του Φρανκ κι έτσι η Λουίζα προχώρησε προς τα εκεί που ερχόταν ο ήχος, μέχρι που έφτασε έξω από μια παλιά και βαριά, ξύλινη πόρτα.

Την έσπρωξε και μπήκε μέσα μόνο και μόνο για να αντικρύσει το πιο παράξενο και ανησυχητικό θέαμα. Ο νεαρός Φρανκ Μόρτιμερ ήταν στην άλλη μεριά του δωματίου, αλυσοδεμένος στα χέρια και τα πόδια λες και ήταν κανένα άγριο ζώο. Η Λουίζα γρήγορα έτρεξε κοντά του.

Την ίδια στιγμή η ξύλινη πόρτα έκλεισε και κάποιος την κλείδωσε από την έξω μεριά. Μέσα στη σιωπή ακούστηκε η φωνή της κυρίας Μόρτιμερ: “Χρόνια πολλά αγόρι μου! Ελπίζω να σου αρέσει το δώρο σου!” κι ύστερα ακολούθησε ο χαρακτηριστικός ήχος των τακουνιών που απομακρύνονται.

Τρ… τρέχα Λουίζα!! Η… κατάρα… των… Μόρτιμερ…“, πρόλαβε να πει ο Φρανκ πριν αρχίσει να βγάζει αφρούς από το στόμα και να χτυπιέται σαν λυσσασμένος. Η κοπέλα μάταια προσπαθούσε να τον βοηθήσει και μέσα σε λίγα λεπτά φρίκαρε τελείως η κακόμοιρη και έτρεξε προς την πόρτα μπας και καταφέρει να δραπετεύσει από εκεί μέσα.

Ο λόγος που φρίκαρε η Λουίζα ήταν επειδή ο αλυσοδεμένος άντρας είχε μεταμορφωθεί σε ένα πλάσμα που έμοιαζε μεν με άνθρωπο αλλά είχε κεφάλι λύκου. Μόλις μύρισε τη νεαρή κοπέλα το τέρας άρχισε να τραβάει τις αλυσίδες με όση δύναμη είχε. Εκείνη είχε χλομιάσει από τον φόβο της και στριμώχτηκε σε μια γωνιά κλαίγοντας με λυγμούς.

Και μετά από λίγο οι αλυσίδες έσπασαν…

(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται σε αυτό είναι τυχαίες και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ

*Απαγορεύεται ρητά η οποιαδήποτε χρήση, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, φόρτωση (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά του περιεχομένου του δικτυακού τόπου, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη άδεια του etoliko.gr*