Λίμνη Ίναρη, βόρεια Φιλανδία…

Ήταν ακόμα μία ήρεμη μέρα στη φάρμα του Άλφρεντ Κλάους. Ο νεαρός άντρας είχε βγάλει τους τάρανδους για να βοσκήσουν, οτι μπορούσαν να βρουν κάτω από τόσο χιόνι. Την ίδια στιγμή ο μικρότερος γιος της οικογένειας, ο Σάντι, βρισκόταν μέσα στο στάβλο, καθισμένος σε ένα χαμηλό σκαμπό και άρμεγε τους θηλυκούς.

Μάζευε το γάλα σε κουβάδες φτιαγμένους από ξύλο ελάτου, τους τοποθετούσε με προσοχή στο μικρό του έλκηθρο και τους μετέφερε μέχρι το σπίτι. Εκεί περίμενε η μητέρα του η Χίλντα, η οποία έπαιρνε το γάλα και έφτιαχνε κρέμες, τυρί και γιαούρτι, όλα τους νόστιμα και θρεπτικά.

Καθώς επέστρεφε στο σπίτι ο μικρός Σάντι, έκανε μια στάση στα μισά του δρόμου και κατέβασε από το έλκηθρο έναν κουβά. Τον άφησε δίπλα από το κλασικό σημείο, ένα δέντρο δηλαδή που ήταν σημαδεμένο με ένα “Χ” στον κορμό του και κρύφτηκε πίσω από μερικούς φουντωτούς θάμνους.

Μέσα σε λίγα λεπτά ένας τάρανδος έκανε την εμφάνισή του. Ήταν ένας νεαρός αρσενικός, με γεροδεμένο κορμί και κάτι τεράστια κέρατα. Το πανέμορφο ζώο πλησίασε διστακτικά τον κουβά με το γάλα, έσκυψε και μύρισε το περιεχόμενο κι ύστερα άρχισε να πίνει με λαιμαργία.

Αυτός ο τάρανδος ήταν ο Ρούντολφ. Όταν ήταν μικρός βρισκόταν μαζί με τη μητέρα του στη φάρμα του Άλφρεντ Κλάους. Όμως κάποια μέρα χτύπησε άσχημα και έσπασε το πόδι του. Ο πατέρας του Σάντι αποφάσισε να διώξει το κακόμοιρο το ζώο και το άφησε στην άγρια φύση να πεθάνει μοναχό του.

Το αγοράκι όμως είχε συμπαθήσει πάρα πολύ τον Ρούντολφ και δεν τον άφησε στην τύχη του. Αφού δεν μπορούσε να τον πάρει πίσω στη φάρμα, τουλάχιστον του έδεσε καλά το πόδι και του άφηνε που και που κανέναν κουβά με γάλα. Έτσι ο τάρανδος έγινε περδίκι, ξεπέρασε τον άσχημο τραυματισμό του και μεγάλωσε σαν ένα άγριο και ανεξάρτητο ζώο.

Ο μικρός Σάντι παρέδωσε τους υπόλοιπους κουβάδες με το γάλα στη μητέρα του, ακούγοντας την… απαραίτητη κατσάδα για τον ένα που του χύθηκε. Ύστερα αφού πρώτα έπλυνε τα χέρια του, έτρεξε στο σαλόνι και άρχισε να τρώει τους αγαπημένους του κουραμπιέδες. “Μην φας πολλούς γιατί θα σε πονάει πάλι το στομάχι σου“, του φώναξε η μητέρα του χαμογελώντας.

Η νύχτα έκανε γρήγορα την εμφάνισή της και το φεγγάρι, υπέρλαμπρο όπως πάντα στις βόρειες χώρες, φώτισε το λευκό τοπίο με την παγωμένη του λάμψη. Ο Άλφρεντ Κλάους είχε ολοκληρώσει τις δουλειές της μέρας, ασφάλισε τους τάρανδους στο στάβλο και τους έβαλε φρέσκο και καθαρό νερό για το βράδυ.

Όλη η οικογένεια είχε μαζευτεί γύρω από το τραπέζι το οποίο ήταν γεμάτο με λαχταριστά εδέσματα. Για την αρχή υπήρχαν ψητά τυριά με καυτερές πιπεριές και κόκκινη σάλτσα, όπως και μικρές, στρογγυλές ζύμες γεμάτες με λιωμένο τυρί και καπνιστό κρέας ταράνδου.

Το κυρίως γεύμα ήταν φυσικά ολόκληρος τάρανδος, ψημένος στο τεράστιο τζάκι του σπιτιού και γεμισμένος με χόρτα, βελανίδια και καπνιστό τυρί από το γάλα του ζώου. Το επιδόρπιο όμως ήταν αυτό που περίμεναν με ανυπομονησία τα παιδιά. Κουραμπιέδες με ζάχαρη άχνη αλλά και σοκολατένιοι ενώ μια υπέροχη τούρτα με λευκή σοκολάτα, κακάο και σοκολάτα γάλακτος, περίμενε υπομονετικά τη σειρά της.

Ξαφνικά κι ενώ η οικογένεια Κλάους απολάμβανε τις πεντανόστιμες δημιουργίες της Χίλντα, ακούστηκε ένας χτύπος στην πόρτα του σπιτιού. Ο Άλφρεντ άνοιξε για να δει ποιος είναι και μπροστά στα μάτια του εμφανίστηκαν ένας άντρας, μία γυναίκα και ένα μικρό αγοράκι. Οι τρεις άγνωστοι ζήτησαν μια στέγη για τη νύχτα, για να γλιτώσουν από την παγωνιά και ο Άλφρεντ δεν τους αρνήθηκε.

Η Χίλντα τους σέρβιρε από ένα ζεστό πιάτο φαγητό και τους έβαλε να καθίσουν δίπλα στο τζάκι για να ζεσταθούν. Την ίδια στιγμή ο μικρός Σάντι μαζί με τα αδέρφια του ετοίμασαν το χώρο που θα κοιμόντουσαν οι τρεις άγνωστοι, στρώνοντας πρώτα μια χοντρή, μάλλινη κουβέρτα και ύστερα άλλες δύο φτιαγμένες από δέρμα τάρανδου και ενισχυμένες με το τρίχωμα του ζώου.

Οι… επισκέπτες αφού έφαγαν με την ψυχή τους, άρχισαν να μιλάνε για το ταξίδι τους στη βόρεια Φιλανδία και το που ήθελαν να πάνε. Όμως μια απότομη χιονοθύελλα τους ανάγκασε να μπουν στο δάσος για να γλιτώσουν κι έτσι έχασαν πολύτιμο χρόνο και τους πρόλαβε η νύχτα. Το σπίτι των Κλάους ήταν το πρώτο που βρέθηκε μπροστά τους και γι’ αυτό έτρεξαν να ζητήσουν βοήθεια.

Έτσι η ώρα πέρασε και όλοι έπεσαν για ύπνο. “Πολύ περίεργο αυτό με τη χιονοθύελλα που είπε ο ξένος. Αφού σήμερα ο καιρός ήταν υπέροχος από το πρωί“, είπε στη γυναίκα του ο Άλφρεντ πριν αποκοιμηθεί και αρχίσει τα ροχαλητά. Και η απόλυτη ηρεμία απλώθηκε απ’ άκρη σ΄ άκρη στο σπίτι της οικογένειας Κλάους αφού όλοι κοιμόντουσαν του καλού καιρού.

Μισή ώρα αργότερα…

Οι τάρανδοι στο στάβλο ήταν ανήσυχοι εξαιτίας των ουρλιαχτών που ερχόντουσαν από το σπίτι. Έπιπλα έσπαγαν και τζάμια θρυμματίζονταν μέσα στην άγρια φασαρία που ξέσπασε στην οικία των Κλάους. Κανείς δεν κατάλαβε πως ξεκίνησε αυτός ο σαματάς ούτε φυσικά μπορούσε να φανταστεί που θα κατέληγε,

Ξαφνικά οι φωνές σταμάτησαν και τη θέση τους πήρε μια νεκρική σιγή, σχεδόν ανατριχιαστική. Κάποιος βγήκε από το σπίτι και άρχισε να τρέχει προς την παγωμένη λίμνη. Ήταν ένα μικρό παιδί, ένα αγοράκι, το οποίο κλαίγοντας με λυγμούς προσπαθούσε να γλιτώσει από το κακό που προηγήθηκε.

Ήταν ο νεαρός Σάντι, ο μικρότερος γιος της οικογένειας των Κλάους. Τα ρούχα του ήταν κατακόκκινα από κάτι που έμοιαζε με αίμα ενώ στα πόδια του δεν φορούσε παπούτσια, δείγμα οτι το παιδί έφυγε πολύ βιαστικά από το σπίτι. Ένα λεπτό μετά ένας άντρας πετάχτηκε έξω αλαφιασμένος και άρχισε να κυνηγά το μικρό αγόρι.

Αυτός ήταν ο άγνωστος που νωρίτερα είχε ζητήσει τη βοήθεια των Κλάους. Καθώς έτρεχε άκουσε από μακριά τη γυναίκα του να φωνάζει: “Πιάσε το παιδί!! Πιάσε το και σκότωσέ το!!” και άνοιξε ακόμα περισσότερο το βήμα του. Κι ενώ όλα έδειχναν οτι ο άντρας θα έπιανε τον Σάντι, ξαφνικά ακούστηκε ένα μουγκρητό και ένας τάρανδος έκανε την εμφάνισή του.

Το κερασφόρο τετράποδο έφτασε δίπλα από τον Σάντι και χαμήλωσε τον κορμό του για να μπορέσει να ανέβει το αγόρι στη ράχη του. Μόλις ο μικρός κρατήθηκε γερά από τα κέρατα του ζώου, εκείνο άνοιξε τον καλπασμό του και γρήγορα απομακρύνθηκε από τον άγνωστο άντρα, ο οποίος έμεινε μόνος του στο λευκό τοπίο να ουρλιάζει κατάρες και βρισιές.

Τριάντα χρόνια μετά…

Τρία αγοράκια είχαν κρυφτεί πίσω από τον φράχτη και πετούσαν χιονόμπαλες στο ξύλινο άλογο που στεκόταν περήφανο στο κέντρο της αυλής. Στόχος τους ήταν το κεφάλι του άψυχου ομοιώματος και οι χαμένοι θα κερνούσαν τον νικητή ζεστή σοκολάτα και καραμέλες γάλακτος.

Όμως η πόρτα του σπιτιού που άνοιξε απότομα, ανάγκασε τα τρία αγόρια να το βάλουν στα πόδια αφήνοντας στη μέση το παιχνίδι τους. Μέσα από τα σκοτάδια ξεπρόβαλλε ένας ψηλός άντρας, με μακριά μαλλιά και πυκνά γένια. Κοίταξε θυμωμένα προς το δρόμο, εκεί δηλαδή που κατευθύνθηκαν τα παιδιά και ύστερα μπήκε και πάλι μέσα στο σπίτι.

Ο παράξενος αυτός άντρας, ο οποίος είχε γεμίσει το σπίτι του με ξύλινες κατασκευές όπως το άλογο στην αυλή, ονομάζονταν από τους ντόπιους ως “ο άνθρωπος με τα παιχνίδια“. Αυτό το όνομα το είχε αποκτήσει επειδή κάθε χρόνο πριν αλλάξει η τελευταία μέρα και έρθει ο καινούργιος, έβγαζε στην αυλή του σπιτιού του όλες τις περίεργες δημιουργίες του.

Στρατιωτάκια, άλογα, ελάφια, σπιτάκια και οτι μπορούσε να φανταστεί ο ανθρώπινος νους. Κάθε φορά το ίδιο πράγμα, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς γέμιζε την αυλή του με παιδικά παιχνίδια. Εκτός από φέτος που έβγαλε από το σπίτι μόνο το ξύλινο άλογο που είχαν βάλει για στόχο τα τρία αγόρια.

Μετά από λίγη ώρα βγήκε ξανά έξω από το σπίτι. Φορούσε ένα χοντρό, λευκό παλτό και μαύρες, ψηλές μπότες. Στον ώμο του κρατούσε ένα σακί γεμάτο μέχρι πάνω. Σφύριξε μία φορά και αμέσως εμφανίστηκε ένας τεράστιος τάρανδος ο οποίος βγήκε μέσα από το παγωμένο δάσος του Ροβανιέμι.

Ρούντολφ, ήρθε η ώρα να γυρίσουμε σπίτι“, ψιθύρισε στο αυτί του κερασφόρου ζώου και ανέβηκε στην πλάτη του. Γύρισε και κοίταξε για τελευταία φορά την αυλή και το ξύλινο άλογο, πήρε μια βαθιά ανάσα και έκανε νόημα στον τάρανδο να ξεκινήσει το ταξίδι.

Λίγες μέρες μετά ο Ρούντολφ και ο “άνθρωπος με τα παιχνίδια” του Ροβανιέμι έφτασαν στη λίμνη Ίναρη, περίπου εκατό μέτρα μακριά από το σπίτι των Κλάους. Ο άντρας, ο οποίος φυσικά δεν ήταν κανένας άλλος από τον Σάντι Κλάους, κατέβηκε από τον τάρανδο και τον έστειλε στο δάσος για να ξεκουραστεί.

Ο ίδιος μάζεψε όσο κουράγιο μπορούσε και κατευθύνθηκε προς το σπίτι της οικογένειάς του. Χτύπησε την πόρτα δυνατά και περίμενε με όση υπομονή του είχε απομείνει. Όταν η πόρτα άνοιξε εμφανίστηκε ένας άντρας κοντά στην ηλικία του. Είχε αγριεμένη όψη, φάνηκε να είναι ενοχλημένος από τον… επισκέπτη του.

Τι θες;“, ρώτησε τον Σάντι απότομα. “Ήθελα να ρωτήσω αν θα μπορούσα να μιλήσω με τον κύριο Άλφρεντ Κλάους. Αυτός δεν μένει εδώ;“, του απάντησε εκείνος. “Δεν ξέρω κανέναν με αυτό το όνομα. Αυτό το σπίτι ανήκει στην οικογένειά μου εδώ και πάνω από εκατό χρόνια! Φύγε μακριά!!“, του φώναξε και έκλεισε με δύναμη την πόρτα.

Ο Σάντι κοκκίνησε από τον θυμό του, δεν έβλεπε μπροστά του από τα νεύρα. Πήγε πίσω από το σπίτι και άρχισε να σκαρφαλώνει προς τη σκεπή. Μόλις έφτασε στην καμινάδα, πέταξε μέσα το σάκο που είχε μαζί του και έπεσε και αυτός μέσα.

Ο σάκος κάλυψε τη φωτιά από το τζάκι ώστε να μην καεί ο Σάντι που ακολούθησε. Την ίδια στιγμή εμφανίστηκε στο σαλόνι και ο αγενής άντρας που άνοιξε νωρίτερα την πόρτα. Πήγε να αρπάξει την καραμπίνα αλλά ένα χτύπημα που δέχτηκε στο κεφάλι τον ζάλισε κι ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα λιποθύμησε.

Ξύπνησε ιδρωμένος, δεμένος σε μια καρέκλα, μπροστά από το τζάκι. Δίπλα του, όρθιος, ήταν ο άγνωστος άντρας που έπεσε από την καμινάδα. Απλά στεκόταν και κοίταζε τους δύο πίνακες που ήταν κρεμασμένοι στον τοίχο. Δύο πρόσωπα που έβλεπε ο Σάντι στους εφιάλτες που τον βασάνιζαν όλα αυτά τα τριάντα χρόνια.

Ξέρεις, ο πατέρας μου έφτιαξε αυτό το σπίτι, πέτρα στην πέτρα, από τα θεμέλια ακόμα. Είδε τη μητέρα μου σε ένα πανηγύρι στο χωριό και αμέσως την ερωτεύθηκε παράφορα. Έτσι ήρθαν εδώ για να ζήσουν μαζί και από τον έρωτά τους γεννήθηκα εγώ και τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια μου.

Πριν από τριάντα χρόνια ο πατέρας μου έβαλε μέσα στο σπίτι ένα ζευγάρι με ένα μικρό παιδί. Αγοράκι πρέπει να ήταν αν θυμάμαι καλά. Του είπαν οτι ήθελαν βοήθεια και εκείνος, αγαθιάρης όπως ήταν, τους ζέστανε, τους τάισε και τους κοίμισε στο σπίτι του.

Και ποιό ήταν το “ευχαριστώ”; Οι ξένοι τους έσφαξαν όλους! ΌΛΟΥΣ!! Μόνο εγώ κατάφερα και ξέφυγα και αυτό επειδή με βοήθησε ο Ρούντολφ ο τάρανδός μου“, είπε ο Σάντι στον δεμένο άντρα.

Ύστερα ακολούθησε μια μακρά σιωπή μέχρι ο νεαρός άντρας από το Ροβανιέμι πάρει στα χέρια του ένα τσεκούρι. Βγήκε από το σπίτι και καθυστέρησε να γυρίσει. Όταν το έκανε ήταν ιδρωμένος και ξεφυσούσε, ήταν προφανές οτι είχε κάνει κάποια βαριά δουλειά.

Μετέφερε τον δεμένο άντρα έξω στο κρύο και τον τοποθέτησε μπροστά από ένα πανύψηλο έλατο. Το είχε κόψει με το τσεκούρι και το είχε καρφώσει γερά στο παγωμένο έδαφος. Μπήκε γρήγορα στο σπίτι και επέστρεψε με τον σάκο του. Έβγαλε από μέσα ένα πριόνι χειρός και ξεκίνησε το μακάβριο έργο του.

Λίγη ώρα μετά το έλατο ήταν “στολισμένο” με τα εντόσθια του άντρα στην καρέκλα και στην κορυφή του ήταν καρφωμένο το κεφάλι του. Αυτή τη φορά εκείνος που καθόταν στην καρέκλα ήταν ο Σάντι. Το άσπρο του παλτό είχε κοκκινήσει από το αίμα του θύματός του ενώ οι μπότες του ήταν λερωμένες με λάσπες.

Αλλά όπως και τότε έτσι και τώρα, ο Σάντι Κλάους λάτρευε τους κουραμπιέδες. Έτσι πήρε αγκαλιά μια πιατέλα γεμάτη από δαύτους, την οποία βρήκε στο σπίτι και άρχισε να τρώει με λαιμαργία. Μάλιστα έτρωγε τόσο άγαρμπα που τα μούσια του είχαν γίνει κάτασπρα από τη ζάχαρη άχνη που έπεφτε από τους κουραμπιέδες καθώς τους καταβρόχθιζε.

Και αυτή ήταν η ιστορία του Σάντι Κλάους, του αγοριού που πήγε στο Ροβανιέμι για να γλιτώσει από τους φονιάδες της οικογένειάς του και γύρισε πίσω ολόκληρος άντρας για να πάρει την εκδίκησή του.

(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται σε αυτό είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ

*Απαγορεύεται ρητά η οποιαδήποτε χρήση, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, φόρτωση (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά του περιεχομένου του δικτυακού τόπου, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη άδεια του etoliko.gr*