Η κατάσταση στο χωριό Νκούτου της κεντρικής Νιγηρίας είχε φτάσει στο απροχώρητο. Οι κάτοικοι του χωριού πέθαιναν ο ένας μετά τον άλλο, κάθε μέρα και περισσότεροι νεκροί. Νέοι, γέροι, γυναίκες και μικρά παιδιά. Άλλωστε η πείνα δεν ξεχωρίζει τα στομάχια των ανθρώπων…
Η ατέλειωτη ξηρασία που κυριαρχεί παντού ανάγκασε τα κοπάδια των μεγάλων φυτοφάγων να μεταναστεύσουν στις παραθαλάσσιες περιοχές της ηπείρου. Όσα δηλαδή κατάφεραν και επιβίωσαν του μακρινού και επίπονου ταξιδιού μέσα στην αφόρητη ζέστη της σαβάνας.
Έτσι η τροφή για χωριά όπως το Νκούτου έγινε δυσεύρετη. Και πάλι όμως όταν την έβρισκαν οι κάτοικοι ήταν τόσο λίγη που δεν έφτανε ούτε για μία οικογένεια. Σπόρους και φυτά που αντέχουν την ξηρασία και νερό από τους κάκτους, αυτές ήταν οι μόνες επιλογές τους.
Ο νεαρός Νουάνκο καθόταν σκεπτικός σε μια γωνιά του χωριού και κοίταζε το δόρυ του. Φανταζόταν τον εαυτό του να επιστρέφει θριαμβευτής μετά από κυνήγι. Είχε πιάσει, λέει, έναν μεγάλο αφρικανικό βούβαλο και τον έσερνε για να θρέψει τους συγχωριανούς του.
Σηκώθηκε όρθιος, αλαφιασμένος και πήγε μέχρι το κεντρικότερο σημείο του χωριού. Με βλέμμα αποφασιστικό κοίταζε τους ταλαιπωρημένους και υποσιτισμένους κατοίκους του Νκούτου.
Ύστερα σχημάτισε με τα χέρια του ένα χωνί και τα έφερε κοντά στο στόμα του. Άρχισε να φωνάζει με στεντόρεια φωνή: “Εγώ, ο Νουάνκο, ο γιος του Κούνουτ, θα πάω στη σαβάνα και θα φέρω φαγητό για όλο το χωριό!! Αυτό σας υπόσχομαι και τίποτα άλλο!! Δεν θα επιστρέψω αν δεν εκπληρώσω την υπόσχεσή μου!!“.
Τελειώνοντας τα λόγια του ο νεαρός άντρας επέστρεψε στην καλύβα του, πήρε το φυλαχτό του πατέρα του και το φόρεσε γύρω από το λαιμό του. Πήρε λίγο νερό για τη διαδρομή και ένα καλάμι για να φυσάει δηλητηριώδη βέλη στα θύματά του.
Χαιρέτησε τη μάνα του και ξεκίνησε μονάχος του για να βρει φαγητό και να το φέρει στο χωριό. Αρχικά θα πήγαινε προς το ποτάμι, οτι είχε μείνει από δαύτο και θα το ακολουθούσε μέχρι να βρει κάποιο φυτοφάγο που μπορεί να έψαχνε στις λάσπες για να δροσιστεί.
Φτάνοντας μετά από κάμποση ώρα στο ποτάμι, ο Νουάνκο έμεινε παγωμένος να κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό. Το νερό είχε εξαφανιστεί και είχαν απομείνει μονάχα μερικές μικρές λασπωμένες λίμνες. Οι κροκόδειλοι στις όχθες περίμεναν υπομονετικά το τέλος τους αφού ούτε να κυνηγήσουν μπορούσαν ούτε φυσικά να μετακινηθούν μέσα στη σαβάνα.
Για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό του νεαρού άντρα η σκέψη να χιμήξει σε κάποιον κροκόδειλο. Έτσι αργός και εξουθενωμένος, ο μεγάλος κυνηγός του ποταμού έμοιαζε με εύκολο θήραμα. Όμως μόνο τέτοιο δεν ήταν…
Ο Νουάνκο εντόπισε έναν μικρότερο από τους άλλους. Μπήκε μέσα στις λάσπες και άρχισε να πλησιάζει το τρομερό ερπετό. Όμως καθώς προσέγγιζε την άλλη όχθη, παρατήρησε τους κροκόδειλους να κινούνται μαζικά προς το μέρος του.
Τότε και μόνο τότε κατάλαβε το μεγάλο του λάθος. Γιατί όπως ο ίδιος έτσι και οι κροκόδειλοι πεινούσαν και διψούσαν πολύ. Και ένας άνθρωπος που πηγαίνει μέσα σε ένα κοπάδι αυτών των αρπακτικών είναι ένα πάρα πολύ εύκολο θήραμα.
Έτσι ο Νουάνκο παράτησε τους κροκόδειλους και βγήκε γρήγορα από τις λάσπες. Γύρισε και κοίταξε πίσω του και αμέσως γούρλωσε τα μάτια του! Όλα τα μεγάλα ερπετά που ήταν στην απέναντι όχθη συνέχισαν να κινούνται προς το μέρος του. Ήταν τέτοια η πείνα τους που δεν τους εμπόδιζε ούτε η λάσπη του ποταμού που ακινητοποίησε μερικούς από αυτούς.
Ο νεαρός άντρας είπε από μέσα του μια προσευχή και συνέχισε το ταξίδι του. Τα έβαλε με τον εαυτό του για τη χαζομάρα που πήγε να κάνει νωρίτερα, σαν ένα μικρό παιδί που δεν αντιλαμβάνεται τον θανάσιμο κίνδυνο. Σκέφτηκε την ταλαίπωρη τη μάνα του και πήρε κουράγιο για τη συνέχεια.
Λίγα χιλιόμετρα πιο νότια ο Νουάνκο βρήκε μια χουρμαδιά. Ήταν πραγματικά σαν ένα δώρο από τους αρχαίους θεούς της πατρίδας του. Δεν ήταν πολλοί οι καρποί που είχαν απομείνει αλλά ήταν οτι έπρεπε για να γεμίσει ενέργεια τον νεαρό άντρα. Χαμογέλασε καθώς τελείωνε το σύντομο γεύμα του, ένιωθε τυχερός που βρήκε τους χουρμάδες και αισιόδοξος οτι θα γύριζε στο χωριό με φαγητό.
Πέρασε το βράδυ στο ψηλότερο κλαδί ενός δέντρου που βρέθηκε στο διάβα του. Μπορεί τα ζώα, φυτοφάγα και σαρκοφάγα, να είχαν μετακινηθεί σε άλλες περιοχές και να είχε ερημώσει ο τόπος, όμως ο Νουάνκο δεν ήθελε να διακινδυνέψει κάποιο αντάμωμα με μία ύαινα ή ένα λιοντάρι.
Αναμνήσεις
Χάζευε τα αστέρια στον σκοτεινό ουρανό, πάντοτε ξαπλωμένος στο κλαδί. Έκλεισε τα μάτια του και θυμήθηκε τον πατέρα του τον Κούνουτ. Εκείνος είχε σκοτωθεί σε ένα κυνήγι αφρικανικού βούβαλου πολλά χρόνια πριν. Το τελευταίο κυνήγι για το χωριό Νκούτου εδώ και πάρα πολύ καιρό.
Πέντε άντρες, ανάμεσά τους και ο Κούνουτ, είχαν παγιδεύσει το τεράστιο παχύδερμο. Του είχαν δέσει τα πίσω πόδια και προσπαθούσαν να το καρφώσουν στο λαιμό για να το αποτελειώσουν. Ο πατέρας του Νουάνκο πήρε την απόφαση να σκοτώσει αυτός το βουβάλι.
Πλησίασε το ζώο από μπροστά κρατώντας ένα μεγάλο μαχαίρι. Ο βούβαλος έδειχνε κουρασμένος και είχε σταματήσει να χτυπιέται και να κλωτσάει σαν αφηνιασμένος. Όμως μόλις ο Κούνουτ έφτασε δίπλα του και ετοιμάστηκε να του κόψει τον λαιμό, τότε έγινε το μεγάλο κακό.
Ο βούβαλος τίναξε απότομα το κεφάλι του και κάρφωσε στο στήθος τον άτυχο άντρα. Ο θάνατός του ήταν ακαριαίος. Το ζώο ξέφυγε και εξαφανίστηκε ενώ οι υπόλοιποι κυνηγοί μετέφεραν τον νεκρό Κούνουτ πίσω στο χωριό.
Πίσω στο δέντρο
Ο Νουάνκο ξύπνησε με το πρώτο φως της μέρας. Κοίταξε από ψηλά τον ορίζοντα και με μεγάλη του χαρά εντόπισε ένα μικρό κοπάδι από γκνου. Κατέβηκε γρήγορα από το κλαδί που πέρασε τη νύχτα και άρχισε να τρέχει προς το μέρος τους.
Λίγα μέτρα πριν φτάσει στα ζώα σταμάτησε το τρέξιμο και κρύφτηκε πίσω από μία στοίβα με ξερόχορτα. Κοίταξε για μια στιγμή το στεγνό έδαφος. Το χώμα είχε γίνει πιο σκληρό και από την πέτρα, η έλλειψη νερού είχε κάνει τη σαβάνα να μοιάζει με νεκροταφείο ζώων, μια απέραντη και φονική έρημος.
Ο νεαρός άντρας άρχισε να σέρνεται προς τα γκνου. Είχε εντοπίσει ένα μεγάλο αλλά γερασμένο και προσπαθούσε να πλησιάσει όσο πιο κοντά μπορούσε πριν ρίξει με το καλάμι. Έβαλε μέσα ένα μικρό βέλος, πήρε βαθιά ανάσα, σηκώθηκε αστραπιαία από τη θέση του και φύσηξε δυνατά.
Τα γκνου άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητα. Ο Νουάνκο ακολούθησε εκείνο που είχε τραυματίσει και περίμενε μέχρι να ξεκινήσει η επίδραση του δηλητηρίου. Κοίταζε πότε δεξιά και πότε αριστερά μην τυχόν και εμφανιστεί κανένα αρπακτικό αν και κάτι τέτοιο φάνταζε πια απίθανο.
Κάμποση ώρα μετά το γερασμένο γκνου σταμάτησε να τρέχει και ζαλισμένο καθώς ήταν έπεσε στο έδαφος. Πολύ γρήγορα τα όρνια έκαναν την εμφάνισή τους στον ουρανό, ειδοποιώντας ολόκληρη την περιοχή οτι εκεί κοντά υπάρχει το κουφάρι κάποιου νεκρού ζώου.
Ο Νουάνκο ήξερε οτι πρέπει να βιαστεί γιατί αν υπήρχε έστω και ένα αρπακτικό εκεί κοντά τότε σίγουρα θα έκανε την εμφάνισή του. Σκότωσε το γκνου σκίζοντάς του τον λαιμό και άρχισε να δένει τα πόδια του ζώου μεταξύ τους.
Μόλις εκείνο ξεψύχησε ο νεαρός άντρας είπε μια προσευχή για να ευχαριστήσει τους θεούς για την επιτυχία του. Αμέσως μετά έδεσε την άλλη άκρη από το σκοινί στη μέση του και άρχισε να σέρνει το γκνου προς το χωριό.
Ο ήλιος βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο του ουρανού και η ζέστη άρχισε να γίνεται αφόρητη. ο Νουάνκο ήξερε οτι ήταν ακατόρθωτο να μεταφέρει μοναχός του το γκνου αλλά θυμόταν την υπόσχεση που είχε δώσει πριν φύγει για το κυνήγι. Δεν θα επέστρεφε στο Νκούτου χωρίς το κουφάρι του ζώου.
Μετά από μία ώρα απίστευτης προσπάθειας ο νεαρός άντρας έκανε μια στάση για να ξεκουραστεί. Ήθελε τουλάχιστον δύο μέρες μέχρι να φτάσει στο χωριό και ο λόγος ήταν ο αργός του ρυθμός. Το ζώο ήταν πολύ βαρύ και ο Νουάνκο πολύ αδύναμος από την πείνα.
Ήπιε όσο νερό του είχε απομείνει ενώ παράλληλα προσπαθούσε να υπολογίσει ποιος ήταν ο συντομότερος δρόμος για το χωριό. Μπροστά του υπήρχε ένας αμμόλοφος, κάποτε μια καταπράσινη περιοχή αλλά τώρα δεν είχε μείνει τίποτε άλλο εκτός από σκόνη και άμμο.
Αν κατάφερνε να περάσει τον λόφο τότε θα μπορούσε να φτάσει στο χωριό ακριβώς σε μία μέρα. Αποφάσισε να περιμένει το σκοτάδι και τη δροσιά της νύχτας για να συνεχίσει τον άθλο του. Μπορεί να ήταν μεγαλύτερος ο κίνδυνος να συναντήσει κάποιο αρπακτικό αλλά ήταν η μόνη λύση για να τα καταφέρει.
Μόλις νύχτωσε συνέχισε το ταξίδι του. Έφτασε στον λόφο και άρχισε να ανεβαίνει. Πήγε όσο πιο ψηλά μπορούσε, ύστερα έκατσε κάτω και άρχισε να τραβάει το κουφάρι. Οι φλέβες στα χέρια και το πρόσωπό του είχαν πεταχτεί έξω από την υπερπροσπάθεια. Τράβαγε και ξανατράβαγε με όλη του τη δύναμη και κάθε φορά το ζώο μετακινούνταν το πολύ μισό μέτρο.
Η αυγή βρήκε τον Νουάνκο στην κορυφή του λόφου, ξαπλωμένο δίπλα από το νεκρό γκνου να προσπαθεί να ανασάνει. Ένιωθε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν και προσπαθούσε να βρει κουράγιο για να συνεχίσει. Για ακόμα μία φορά θυμήθηκε τον πατέρα του και την υπόσχεση που είχε δώσει στους συγχωριανούς του.
Έτσι σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του, σηκώθηκε όρθιος και άρχισε πάλι να τραβάει το κουφάρι του ζώου. Μέχρι το μεσημέρι είχε φτάσει στα μισά της διαδρομής και στο βάθος του ορίζοντα έβλεπε το Νκούτου.
Ήθελε να ουρλιάξει σε κάποιον να τον βοηθήσει αλλά δεν είχε κουράγιο να φωνάξει τόσο δυνατά. Η αφυδάτωση είχε αρχίσει να κυριεύει το μυαλό και το κορμί του. Θα μπορούσε να πάει μέχρι το χωριό και να ζητήσει βοήθεια αλλά φοβόταν να αφήσει μοναχό του το κουφάρι μήπως και το κλέψει κάποιο αρπακτικό ή το ξεσκίσουν τα όρνια.
Έσφιξε τα δόντια για ακόμα μία φορά και συνέχισε τον άθλο του. Τα πόδια του έτρεμαν από την εξάντληση και κάθε τόσο παραπατούσε. Κοίταζε τον ουρανό και προσευχόταν στον πατέρα του για να του δώσει δύναμη να τα καταφέρει.
Το επόμενο πρωί βρήκε τους κάτοικους του Νκούτου αναστατωμένους. Άλλοι έκλαιγαν και άλλοι γελούσαν και χοροπηδούσαν από τη χαρά τους. Εκεί, μπροστά στην είσοδο του χωριού, υπήρχαν δύο πτώματα. Το ένα θα έθρεφε το χωριό. Το άλλο εκπλήρωσε την υπόσχεσή του…
(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται σε αυτό είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)
ΖΕΥΣ
*Απαγορεύεται ρητά η οποιαδήποτε χρήση, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, φόρτωση (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά του περιεχομένου του δικτυακού τόπου, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη άδεια του etoliko.gr*