Τι διάολο συμβαίνει;
Άνοιξα τα μάτια μου μετά από πόσο καιρό δεν ξέρω. Είμαι ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου. Αυτό καταλαβαίνω κοιτάζοντας το δωμάτιο γύρω μου. Δεξιά είναι ένα τραπεζάκι και πάνω του είναι ένα τηλέφωνο, ένα βάζο με μαραμένα λουλούδια και ένα άδειο ποτήρι.
Στα χέρια μου είναι τοποθετημένος ένας ορός. Κοιτάζω ψηλά και βλέπω άδειο το πλαστικό σακουλάκι. Τι διάολο συμβαίνει; Είναι η πρώτη φορά που σκέφτομαι αυτό το πράγμα. Στο στήθος μου είναι κολλημένα κάτι καλώδια. Είναι συνδεδεμένα με το μηχάνημα στα αριστερά μου. Όμως το μηχάνημα είναι σβηστό, δεν έχει ρεύμα…
Προσπαθώ να φωνάξω κάποιον να με βοηθήσει αλλά δεν μπορώ να βγάλω άχνα. Ο λαιμός μου έχει στεγνώσει τελείως και με πονάει αφόρητα. Απλώνω το χέρι μου για να φτάσω το σχοινί για το κουδούνι της υποδοχής του νοσοκομείου αλλά δεν μπορώ να το φτάσω. Με εμποδίζει ο ορός και αυτές οι μαλακίες που έχω στο στήθος μου.
Τραβάω τα καλώδια και με μεγάλη δυσκολία καταφέρνω να τα ξεκολλήσω από πάνω μου. Πόνεσα λίγο αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα σε σχέση με εκείνο που ακολούθησε. Βγάζω τη βελόνα του ορού από τη φλέβα και αμέσως το αίμα άρχισε να πετάγεται σαν μικρός πίδακας. Ένας απίστευτος πόνος κυρίευσε το κορμί μου μέχρι που λιποθύμησα.
Ξύπνησα μετά από κάμποση ώρα και αμέσως το βλέμμα μου έπεσε στο κατακόκκινο σεντόνι με το οποίο ήμουν σκεπασμένος. Είχα χάσει πολύ αίμα αλλά ευτυχώς είχε σταματήσει να τρέχει από την πληγή. Πέταξα το σεντόνι από πάνω μου και έσκισα ένα κομμάτι από τη μαξιλαροθήκη για να δέσω στο χέρι μου.
Για να μπορέσω να σηκώσω το κορμί μου και να καθίσω στον κώλο μου έδωσα πραγματική μάχη με τον εαυτό μου και το κοιμισμένο μου σώμα. Ίδρωσα σαν γουρούνι και προσπάθησα να ηρεμήσω. Τι διάολο συμβαίνει; Πάλι μου ήρθε αυτή η σκέψη. Κι αυτή η ησυχία… Από την ώρα που άνοιξα τα μάτια μου δεν έχω ακούσει τον παραμικρό θόρυβο. Ευτυχώς δεν κουφάθηκα γιατί μπορώ να ακούσω την ανάσα μου τώρα που είμαι λαχανιασμένος.
Αφού κατάφερα και έφτασα στην άκρη του κρεβατιού, ακούμπησα τα πόδια μου στο πάτωμα. Δεν ένιωσα απολύτως τίποτα. Πήγα να σηκωθώ και αμέσως σωριάστηκα κάτω. Χτύπησα λιγάκι στον αγκώνα και άρχισα να βρίζω πολύ άσχημα από μέσα μου. Τα πόδια μου είναι μουδιασμένα οπότε θα περιμένω να κυκλοφορήσει το αίμα για να μπορέσω να σηκωθώ.
Κοίταξα προς το παράθυρο και είδα το φως του ήλιου να κάνει την εμφάνισή του από τον ορίζοντα. Μόλις είχε ξημερώσει. Αυτό το γεγονός με κάποιον τρόπο μου έδωσε αυτοπεποίθηση, ενθουσιάστηκα που απέφυγα τη νύχτα και το σκοτάδι. Όμως για να χαρώ τη ζεστασιά του ήλιου θα πρέπει να σηκωθώ στα πόδια μου και να βγω έξω από το νοσοκομείο.
Σύρθηκα μέχρι την τουαλέτα. Κρατήθηκα από το πόμολο της πόρτας για να σηκωθώ και τα κατάφερα με πολλή υπομονή και πείσμα. Πάτησα ενστικτωδώς τον διακόπτη για το φως, μόνο και μόνο για να θυμηθώ οτι δεν υπάρχει ρεύμα. Κρατήθηκα από τον νιπτήρα για να πλησιάσω τη στενή ντουλάπα στον τοίχο της τουαλέτας.
Το μάτι μου έπεσε στον καθρέφτη. Φοβήθηκα για μια στιγμή, δεν ήθελα να κοιτάξω, δεν ήξερα τι θα έβλεπα. Πήρα βαθιά ανάσα και είδα επιτέλους τον εαυτό μου. Ξεφύσηξα από ανακούφιση και χαμογέλασα. Τα μαλλιά μου μάκρυναν όπως και τα μούσια μου. Τα δόντια ήταν όλα στη θέση τους και μόνο μια ουλή από ράμματα στο φρύδι μαρτυρούσε οτι είχα πάθει κάποιο ατύχημα.
Άρχισα να νιώθω τα πόδια μου καλύτερα και να ψιλοελέγχω το περπάτημά μου. Σιγά σιγά μέχρι να συνηθίσω πάλι. Άνοιξα τη ντουλάπα και βρήκα μέσα απορρυπαντικά και μία σκούπα. Πήρα το σκουπόξυλο για στήριγμα και πλησίασα την πόρτα του δωματίου. Κοίταξα πίσω μου για τελευταία φορά και βγήκα στον διάδρομο.
Προς την έξοδο
Έμεινα εκεί στην πόρτα με το στόμα ανοιχτό να κοιτάζω το χάος μπροστά μου. Τι διάολο συμβαίνει; Αυτή τη φορά η γνωστή σκέψη φαντάζει πιο επίκαιρη από ποτέ. Ο διάδρομος ήταν γεμάτος πράγματα, πεταμένα δεξιά και αριστερά λες και βρίσκομαι σε σκουπιδότοπο. Το μόνο πράγμα που συνέχισα να ακούω από την ώρα που ξύπνησα είναι η σιωπή.
Παντού φορεία με λερωμένα στρώματα, αίμα και κάτουρο σε ξεσκισμένα σεντόνια, αυτή ήταν η πρώτη εικόνα. Καθώς συνέχισα να περπατάω στο διάδρομο είδα σπασμένες σύριγγες, γάζες με λεκέδες κολλημένες στους τοίχους, άδεια κουτάκια από χάπια, αποτσίγαρα, κάλυκες… Κάλυκες!! Αυτό κι αν είναι περίεργο για νοσοκομείο. Δεν υπήρχε άνθρωπος πουθενά, ούτε ένας γιατρός, τίποτα.
Έφτασα στο τέλος του διάδρομου και παρατήρησα το αίμα στο πάτωμα. Κάποιος που αιμορραγούσε είχε συρθεί ή τον είχαν τραβήξει πίσω από αυτές τις πόρτες που είναι μπροστά μου. Είναι κλειδαμπαρωμένες με μια χοντρή αλυσίδα και ένα βαρύ λουκέτο. Στον τοίχο ακριβώς δίπλα από τις πόρτες ήταν γραμμένο: ΠΡΟΣΟΧΗ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΝΕΚΡΟΙ ΜΕΣΑ…
Πλησίασα και ακούμπησα το αυτί μου στη μία πόρτα. Είμαι σίγουρος οτι άκουσα κάποιον θόρυβο εκεί μέσα. Απομακρύνθηκα όμως γιατί κάποιοι είχαν αρχίσει να σπρώχνουν τις πόρτες. Τους μίλησα αλλά δεν πήρα απάντηση καμία. Το μόνο που έκαναν είναι να βογκάνε και να γρυλίζουν σαν άγρια ζώα. Το μυαλό μου πρέπει να παίζει παιχνίδια. Πρέπει να φύγω από το νοσοκομείο.
Άρχισα να περπατάω ακόμα πιο γρήγορα. Ευτυχώς κρατάω το σκουπόξυλο γιατί αλλιώς θα είχα γκρεμοτσακιστεί κάμποσες φορές. Επιτέλους βλέπω την πόρτα της εισόδου του νοσοκομείου. Την ίδια στιγμή άκουσα έναν τρομερό θόρυβο και αμέσως μετά η ατμόσφαιρα γέμισε με ήχους από βογκητά και γρυλίσματα. Η κλειδαμπαρωμένες πόρτες είχαν σπάσει στα δύο και αυτοί που ήταν από πίσω τους είχαν πια βγει έξω.
Τρόμαξα τόσο πολύ που πέταξα το σκουπόξυλο και άρχισα να τρέχω, όσο μπορούσα δηλαδή, προς την έξοδο. Η αδρεναλίνη μου βάρεσε “κόκκινο” και δεν ένιωθα ούτε πόνο, ούτε αδυναμία, ούτε τίποτα. Βγήκα έξω από το νοσοκομείο και αμέσως τυφλώθηκα από το φως του ήλιου. Πρέπει να ήμουν πολύ καιρό ξαπλωμένος σε εκείνο το κρεβάτι. Κάθισα στα σκαλοπάτια μπροστά από την είσοδο μέχρι να συνέλθω για να φύγω από εκεί πέρα.
Έξω…
Περπάτησα για λίγη ώρα στον άδειο δρόμο. Κοίταξα τα αυτοκίνητα που ήταν παρατημένα… παντού. Στα πεζοδρόμια, στα πάρκα, στη μέση της λεωφόρου. Όλα τους ρημαγμένα με σπασμένα παράθυρα και ανοιχτές τις πόρτες. Άρχισα να ψάχνω κάθε αμάξι που συναντούσα για φαγητό και νερό. Έστω ένα μπουκάλι, έστω ένα τόσα δα μπισκότο…
Συνέχισα να περπατάω στο δρόμο που οδηγούσε στο σπίτι μου. Αν ήταν να βρω πληροφορίες για αυτό που συμβαίνει εδώ έξω θα έπρεπε να ξεκινήσω από το δικό μου μέρος. Έφτασα στο πάρκο που είναι δυο τετράγωνα από το σπίτι. Κάτι βλέπω στην άκρη του δρόμου, κάτι ξαπλωμένο αλλά ζωντανό αφού κουνιέται.
Πλησίασα με προσοχή και μόλις είδα από κοντά τι ήταν ξαπλωμένο εκεί πέρα κόντεψα να ξεράσω τα συκώτια μου. Ήταν ένας άνθρωπος ή κάτι που μοιάζει με άνθρωπο, με κομμένα πόδια και με σπασμένο το κρανίο του. Μπορούσα να δω τον εγκέφαλό του να πάλλεται ενώ το δέρμα του ήταν σάπιο και γεμάτο πληγές.
Τι διάολο συμβαίνει; Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό μόλις αντίκρυσα εκείνο τον τύπο. Αηδιασμένος συνέχισα τον δρόμο μου για το σπίτι. Βρήκα ένα ποδήλατο παρατημένο και το καβάλησα για να συντομεύω. Δεν με βαστάνε τα πόδια μου. Νιώθω το κεφάλι μου βαρύ σαν αμόνι και το κορμί μου να ζεματάει από τον πυρετό.
Επιτέλους έφτασα! Τα παράθυρα είναι κλειστά αλλά ατόφια, όπως και η κύρια είσοδος του σπιτιού. Χτύπησα την πόρτα έχοντας την ελπίδα οτι θα μου ανοίξει η γυναίκα μου αλλά δεν απάντησε κανείς. Όμως εκείνη ήταν ξεκλείδωτη και έτσι την έσπρωξα και μπήκα μέσα.
Στο σπίτι
Υπέροχα! Όλα ήταν στη θέση τους, δεν φαινόταν να έχει γίνει το παραμικρό. Φώναξα το όνομα της γυναίκας μου αλλά τζίφος. Ανέβηκα στον πάνω όροφο, εκεί που είναι τα υπνοδωμάτια και κοντοστάθηκα όταν είδα την πόρτα της κρεβατοκάμαρας κλειστή. Όλες οι υπόλοιπες ήταν ανοιχτές γι’ αυτό παραξενεύτηκα.
Γύρισα το πόμολο και η πόρτα άνοιξε. Μπήκα μέσα και δεν έβλεπα τίποτα απολύτως αφού οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες και τα παντζούρια σφαλισμένα. Υπήρχε μια παράξενη μυρωδιά στον χώρο, αρκετά έντονη, ενοχλητική θα έλεγα. Άνοιξα τα παράθυρα και άφησα το φως του ήλιου να πλημμυρίσει το δωμάτιο. Φρίκαρα τελείως…
Η γυναίκα μου ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Είχε μια τρύπα στο πλάι του κεφαλιού της. σημάδι από σφαίρα. Δυστυχώς είχε αυτοπυροβοληθεί. Είχε αυτοκτονήσει… Έκλαψα σαν μικρό παιδί και ξάπλωσα δίπλα της. Είχε ένα γράμμα ακουμπισμένο στο μαξιλάρι. Εκεί εξηγούσε οτι όλα πάνε κατά διαόλου και οτι δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς εμένα. Αποφάσισε να αυτοκτονήσει για να γλιτώσει την “απέραντη θλίψη” όπως έγραψε χαρακτηριστικά.
Και στο τέλος υπέγραψε με την εξής απορία: Τι διάολο συμβαίνει;
(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται σε αυτό είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)
ΖΕΥΣ
*Απαγορεύεται ρητά η οποιαδήποτε χρήση, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, φόρτωση (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά του περιεχομένου του δικτυακού τόπου, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη άδεια του etoliko.gr*