Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να σου πει τι δεν μπορείς να κάνεις. Αν προσπαθήσεις πολύ και το θέλεις με την ψυχή σου, τότε να είσαι σίγουρος οτι θα τα καταφέρεις. Όσο κόπο και αίμα και δάκρυα αν χρειαστεί να δώσεις, στο τέλος όμως θα είσαι περήφανος για τον εαυτό σου.
Έτσι πίστευα κι εγώ τόσα χρόνια που άκουγα τον πατέρα μου να μου λέει αυτό το πράγμα. Μέχρι που μια μέρα ξύπνησα από τα ουρλιαχτά της μάνας μου και έτρεξα να δω τι συμβαίνει. Άνοιξα την πόρτα από το δωμάτιο και είδα τον πατέρα μου να ξεσκίζει με τα δόντια του τον λαιμό της.
Εντάξει, ήθελα κι εγώ σαν παιδί να σώσω τον κόσμο, αλλά δεν ήμουν έτοιμος γι’ αυτό που συμβαίνει εκεί έξω. Και βλέποντας αυτή τη φρικιαστική εικόνα στο δωμάτιο των γονιών μου, κατάλαβα τελικά οτι δεν είναι όλα όπως φαίνονται ή ακόμα καλύτερα όπως θα θέλαμε να είναι.
Τι εννοώ; Οτι ο πυρετός που έκαιγε τον πατέρα μου για μια βδομάδα δεν ήταν ούτε κλασική γρίπη ούτε ο “φρέσκος” κορονοϊός. Μπορεί ο ίδιος να μην ήθελε να πάει στο νοσοκομείο για να μην κολλήσει κάποιο μικρόβιο, αλλά δεν ήταν δική του απόφαση για να την πάρει.
Τουλάχιστον αυτό αποδείχθηκε από όλα όσα ακολούθησαν τις επόμενες μέρες. Όπως και το πείσμα της μάνας μου να τον κρατήσει στο κρεβάτι και να του δίνει αντιπυρετικά και παυσίπονα. Οτι και να τους είπα τότε δεν μου έδωσαν σημασία. Μικρό παιδί ήμουν άλλωστε…
Και κατέληξα κλεισμένος στο δωμάτιό μου και πίσω από την πόρτα ήταν αυτό που έμοιαζε με τον πατέρα μου. Ούρλιαζε και χτυπούσε ξανά και ξανά αλλά πρόλαβα και στρίμωξα τη συρταριέρα από πίσω και για λίγο θα ήμουν ασφαλής. Κοίταξα από το παράθυρο να δω τι συμβαίνει έξω αλλά όλα φαινόντουσαν φυσιολογικά.
Λίγα λεπτά μετά την επίθεση του πατέρα μου, η μάνα ξαναζωντάνεψε και άρχισε και αυτή να κοπανιέται στην πόρτα. Βρισκόμουν πραγματικά σε πολύ δύσκολη θέση και η σωτηρία μου, δυστυχώς, ήταν το τέλος της ύπαρξης κάποιου άλλου. Ο γείτονας άκουσε τα ουρλιαχτά και ήρθε να δει τι συμβαίνει. Μέγα λάθος!
Είναι αυτό που λέμε οτι η περιέργεια σκότωσε τη γάτα. Με τη διαφορά οτι ο γείτονας, όταν του επιτέθηκαν οι γονείς μου, δεν πέθανε… εντελώς! Και έτσι από το δικό μου σπίτι ξεκίνησε η επιδημία της λύσσας που ερήμωσε τον τόπο, πρώτα στη γειτονιά μου και μέσα σε λίγες ώρες επεκτάθηκε σε ολόκληρη την πόλη.
Εντάξει, δεν φταίει μόνο ο πατέρας μου αλλά και εκείνο το άρρωστο -όπως αποδείχτηκε- σκυλί που τον είχε δαγκώσει δυο μέρες πριν ανεβάσει πυρετό. Μακάρι να με είχαν ακούσει και οι δύο… Μακάρι να είχε πάει στο νοσοκομείο… Ίσως να μην είχαμε φτάσει ως εδώ…
Αφού έμεινα μόνος μου στο σπίτι, ακόμα σοκαρισμένος από όσα είχα ζήσει εκείνη τη μέρα, βγήκα από το δωμάτιο. Έτρεξα και κλείδωσα την εξώπορτα, προσέχοντας μην πατήσω τα αίματα του γείτονα που είχαν γεμίσει το πάτωμα της εισόδου. Κάθισα κάτω και άρχισα να κλαίω με λυγμούς τρέμοντας από τον φόβο μου.
Όταν βρήκα το κουράγιο να σταθώ και πάλι στα πόδια μου, σήκωσα το σταθερό και τηλεφώνησα στον αδερφό του πατέρα. Όμως ο θείος δεν το σήκωσε και έτσι αποφάσισα να καλέσω την αστυνομία. Από το κέντρο μου είπαν οτι με την πρώτη ευκαιρία θα στείλουν περιπολικό, όταν τέλος πάντως ηρεμήσουν τα πράγματα στην πόλη.
Η αστυνομία τελικά δεν εμφανίστηκε ποτέ. Νύχτωσε όταν αποφάσισα να κοιτάξω και πάλι έξω από το παράθυρο, την ώρα που φωτιές άρχισαν να ανάβουν στη γειτονιά. Άνθρωποι έτρεχαν πανικόβλητοι με τα παιδιά τους αγκαλιά, άλλοι είχαν βγει στους δρόμους με όπλα στα χέρια και μερικοί είχαν αρχίσει να κλειδαμπαρώνουν τα σπίτια τους.
Άνοιξα την τηλεόραση και γύρισα όλα τα κανάλια. Παντού πανικός, μάχες σώμα με σώμα της αστυνομίας με λυσσασμένους ανθρώπους. Μάλιστα, σε μία ζωντανή σύνδεση με το δημαρχείο της πόλης, ένας άντρας γεμάτος αίματα επιτέθηκε στην όμορφη δημοσιογράφο και της δάγκωσε το πρόσωπο.
Αηδίασα και έκλεισα την τηλεόραση. Πήρα το κινητό και ξεκίνησα να ψάχνω στο ίντερνετ, να δω τέλος πάντων τι στο καλό συμβαίνει και στον υπόλοιπο κόσμο. Διάβαζα σχεδόν το ίδιο πράγμα σε όλα τα μεγάλα ειδησεογραφικά πρακτορεία. “Άντρας επιτέθηκε και κατασπάραξε γυναίκα“, “Κανίβαλος έφαγε τα παιδιά του“, “Πόλεμος αστυνομίας και στρατού απέναντι στους λυσσασμένους“…
Τι στο καλό συνέβη; Πως έφτασαν τα πράγματα σε αυτό το καταστροφικό σημείο; Γιατί ο πατέρας μου έγινε τέρας και σκότωσε τη μάνα μου; Γιατί εκείνη επέστρεψε από τους νεκρούς και επιτέθηκε στον γείτονα; Γιατί δεν πεθαίνουν οι νεκροί; Γιατί οι άνθρωποι πολεμούν τους άρρωστους ανθρώπους; Γιατί… Γιατί… Γιατί…
Βρισκόμουν σε μεγάλη σύγχυση. Δεν βρήκα κανέναν δικό μου στο τηλέφωνο, ούτε καν τους κολλητούς μου. Τι να κάνω; Που να πάω; Αλλά με τις ερωτήσεις στο πουθενά δεν μπορούσα να βγάλω άκρη. Έτσι αποφάσισα να μείνω στο σπίτι και να παρακολουθήσω τις εξελίξεις. Άλλωστε οι αρχές αυτό συμβούλευαν τον κόσμο. Κλειδωθείτε μέσα!
Τις επόμενες βδομάδες τα πράγματα χειροτέρεψαν. Ο στρατός βρισκόταν παντού και έψαχνε για μολυσμένους με περισσότερο ζήλο απ’ οτι για εμάς που είχαμε ξεμείνει στα σπίτια μας. Δεν μπορούσα να βγω έξω γιατί υπήρχε ο κίνδυνος να με πυροβολήσουν ή ακόμα χειρότερα να μου επιτεθεί κάποιος λυσσασμένος.
Αν και από τότε που έγινε το περιστατικό με τον πατέρα και τη μάνα, εγώ δεν ξαναείδα κανέναν άρρωστο παρά μόνο στην τηλεόραση. Και κάποια στιγμή άρχισαν να τελειώνουν οι προμήθειες, τόσο το φαγητό όσο και το νερό. Εδώ και λίγες μέρες, όταν άνοιγα τη βρύση, έτρεχε σταγόνα σταγόνα και ήθελα πάνω από μισή ώρα για να γεμίσω ένα ποτήρι.
Τα χρόνια πέρασαν και ο τόπος ερήμωσε τελείως. Δεν κυκλοφοράει ψυχή εκεί έξω και μόνο οι λυσσασμένοι περιφέρονταν σαν την άδικη κατάρα. Εγώ έφυγα από το σπίτι μόλις κόπηκε το νερό και δεν ξαναγύρισα. Πήρα το περίστροφο του πατέρα μου, ένα κουτί σφαίρες, λίγα μπισκότα και άρχισα το πλιάτσικο.
Περπατούσα πάντοτε γρήγορα αλλά έχοντας την προσοχή μου στους κινδύνους. Τώρα πια, εκτός από τους μολυσμένους, υπήρχαν κι άλλοι σαν και μένα στους δρόμους και δεν ήταν όλοι τους φιλικοί. Μια φορά μάλιστα, με κυνήγησαν μερικοί επιζήσαντες και αναγκάστηκα να πυροβολήσω έναν για να γλιτώσω.
Μέγα λάθος! Μέσα σε δύο λεπτά είχε γεμίσει ο τόπος από λυσσασμένους, οι οποίοι άκουσαν τον πυροβολισμό και έτρεξαν στο σημείο. Ευτυχώς για μένα ήρθαν από τον πάνω δρόμο κι έτσι έπεσαν πάνω σε αυτούς που με κυνηγούσαν και τους έκαναν κομμάτια. Πρέπει να βρω καταφύγιο επειγόντως…
Ποιος θα το περίμενε οτι ο κόσμος θα πήγαινε κατά διαόλου και εγώ θα ζούσα σε σουίτα;! Έχω για θέα τις κερκίδες και το ξεραμένο χορτάρι ενός μεγάλου ποδοσφαιρικού γηπέδου. Αυτή είναι πλέον η βάση μου ενώ οι αποθήκες των κυλικείων είναι ασφυκτικά γεμάτες με προμήθειες.
Δεν ξέρω πόσο θα αντέξω… Μερικοί μολυσμένοι έκαναν την εμφάνισή τους στο γήπεδο… Ακόμα δεν με έχουν καταλάβει, πάλι καλά δηλαδή γιατί αλλιώς θα μπλέξω πολύ άσχημα… Γύρω από το γήπεδο ο τόπος γέμισε από δαύτους… Μία λάθος κίνηση να κάνω και ξόφλησα… Τους ακούω να ουρλιάζουν έξω στο διάδρομο που οδηγεί στις σουίτες…
Μαμά… Μπαμπά… Θα τα πούμε πολύ σύντομα…
(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται σε αυτό είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)
ΖΕΥΣ
*Απαγορεύεται ρητά η οποιαδήποτε χρήση, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, φόρτωση (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά του περιεχομένου του δικτυακού τόπου, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη άδεια του etoliko.gr*