Κάποτε, σε μια χώρα μακρινή και παγωμένη, ζούσε ο Νόκτος. Ήταν ένας άντρας πολύ ψηλός, τόσο που όταν ήθελε να καθαρίσει το χιόνι από τη σκεπή του σπιτιού του, δεν έπαιρνε σκάλα αλλά με ένα μικρό άλμα έφτανε πάνω.

Ο Νόκτος ήταν μοναχικός τύπος, δεν είχε ούτε οικογένεια αλλά ούτε και φίλους. Όλοι φοβόντουσαν τον πανύψηλο άντρα που ζούσε στην άκρη της λίμνης και μάλιστα είχαν δημιουργήσει τρομακτικές ιστορίες για να μην πλησιάζουν εκεί τα παιδιά τους.

Η πιο διάσημη απ’ όλες ήταν εκείνη που παρουσίαζε τον Νόκτο ως έναν παγωμένο δαίμονα που έτρωγε μικρά παιδιά. Κάθε πιτσιρίκι που πλησίαζε στη λίμνη, ειδικά μετά τη δύση του ηλίου, δεν γυρνούσε ποτέ πίσω.

Ήταν τόσο ζωηρή η φαντασία των ανθρώπων της πόλης που θα τη ζήλευαν και οι πιο ξακουστοί παραμυθάδες. Ένα από τα ψέματά τους ήταν εκείνο που ήθελε τον Νόκτο να έχει χτίσει τα θεμέλια του σπιτιού του με τα κόκκαλα των ανήλικων θυμάτων του.

Αλλά ο ψηλός άντρας που ζούσε στην άκρη της λίμνης δεν έδινε σημασία στα λόγια των ντόπιων. Συνέχιζε να ψαρεύει τεράστιους τόνους για να φάει και να κόβει ολόκληρους κορμούς δέντρων για να ζεσταθεί. Το τζάκι του σπιτιού του ήταν τόσο μεγάλο που χωρούσε ένα ολόκληρο έλατο κάθε φορά.

Το ίδιο ήταν και οι υπόλοιποι χώροι όπως το υπνοδωμάτιό του. Το κρεβάτι του Νόκτου, για παράδειγμα, ήταν τόσο μακρύ και πλατύ που χωρούσε άνετα πέντε κανονικούς ανθρώπους μαζί. Η δε τουαλέτα ήταν έτσι που ένα μικρό παιδί μπορούσε να μπει ολόκληρο μέσα και να κολυμπήσει. Αν τολμούσε φυσικά και δεν σιχαινόταν…

Η μεγάλη λατρεία του Νόκτου ήταν η μουσική και το διάβασμα. Είχε φτιάξει έναν υπέροχο, σκαλιστό αυλό και κάθε τόσο πήγαινε στη λίμνη με τη βάρκα του και έπαιζε τα αγαπημένα του τραγούδια. Άλλοτε λυπητερά για να εκφράσει τη θλίψη για τη μοναξιά του και άλλοτε χαρούμενα γιατί ένιωθε ευγνώμων από όλα όσα του πρόσφερε η Μητέρα Φύση.

Στο υπόγειο του σπιτιού του ο Νόκτος είχε κατασκευάσει μια τεράστια βιβλιοθήκη την οποία είχε φροντίσει να γεμίσει με κάθε λογής βιβλίο. Αυτά που του άρεσαν περισσότερο ήταν εκείνα που αναφέρονταν σε φανταστικούς κόσμους, εκεί που όλοι ζούσαν αγαπημένοι και δεν υπήρχαν ψέματα.

Κάποια μέρα ένας άγνωστος χτύπησε την πόρτα του σπιτιού του Νόκτου. Εκείνος απόρησε γιατί δεν είχε ποτέ επισκέπτες και έτρεξε να ανοίξει με λαχτάρα. Πίσω από την πόρτα στεκόταν μια γριά, άσχημη και τυφλή από το ένα μάτι. Ο Νόκτος τη ρώτησε τι θέλει και αυτή του απάντησε οτι από εδώ και πέρα η ζωή του θα άλλαζε μια για πάντα.

Η γριά έφυγε και μόλις έστριψε δίπλα από το σπίτι εξαφανίστηκε σαν καπνός που χάνεται στον ουρανό. Προβληματισμένος ο Νόκτος προσπαθούσε να καταλάβει τι στο καλό εννοούσε η παράξενη γερόντισσα. Όταν, πια, έπεσε για ύπνο, είδε το πιο περίεργο όνειρο.

Μια πανέμορφη ξανθιά γυναίκα, με λευκά και αστραφτερά ρούχα, εμφανίστηκε στο κέντρο της παγωμένης λίμνης. Μόλις τον είδε χαμογέλασε και πλησίασε προς το μέρος του. Αφού του έδωσε ένα ζεστό φιλί στο μάγουλο, πήγε πλάι του και ψιθύρισε στο αυτί του:

Ο μύθος είναι αληθινός… Ο Νόκτος είναι φοβερός και τρομερός… Οι άνθρωποι θα μάθουν… Θα μάθουν τον αληθινό τρόμο… Όλα τα ψέματά τους θα γίνουν αληθινά… Να θυμάσαι την πανσέληνο… Μια φορά το μήνα…“.

Ο Νόκτος πετάχτηκε ταραγμένος από τον ύπνο του, ιδρωμένος από την κορφή ως τα νύχια. Βγήκε από το σπίτι και περπάτησε μέχρι τη λίμνη για να χαλαρώσει. Κοίταξε πέρα μακριά, στα βάθη του ορίζοντα και συλλογίστηκε πως να είναι άραγε ο υπόλοιπος κόσμος. Αν οι άνθρωποι στις άλλες πόλεις ήταν το ίδιο κακοί με τους ντόπιους που τον συκοφαντούσαν.

Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε το φεγγάρι. “Αύριο θα ‘χουμε πανσέληνο“, σκέφτηκε από μέσα του και αμέσως το μυαλό του πήγε στα λόγια της όμορφης γυναίκας με τα αστραφτερά ρούχα που είχε δει στο όνειρό του. Χαμογέλασε πλατιά καθώς πίστευε οτι όλα ήταν παιχνίδια της μοναξιάς και της φαντασίας του και γύρισε στο σπίτι.

Η επόμενη μέρα κύλησε όπως και οι υπόλοιπες στη ζωή του Νόκτου. Έφαγε το πρωινό του, ζεστό ψωμί από καλαμπόκι και μέλι ελάτου, πήρε το τόξο του και βγήκε για κυνήγι. Το απόγευμα όμως άρχισε να νιώθει το κεφάλι του βαρύ και έτσι έπεσε νωρίς για ύπνο.

Είδε πάλι ένα όνειρο, ή μάλλον καλύτερα, είδε έναν εφιάλτη. Δύο μικρά αγοράκια έπαιζαν κρυφτό στο δάσος. Ξαφνικά ακούστηκε ένα ανατριχιαστικό μουγκρητό και τα παιδιά άρχισαν να τρέχουν ουρλιάζοντας πανικόβλητα. Κάτι τους κυνηγούσε και μάλιστα ήταν τόσο μεγάλο που ξερίζωνε όποιο δέντρο έβρισκε στο διάβα του.

Από εκείνο το σημείο και μετά ο εφιάλτης γινόταν πιο σκοτεινός. Το ένα αγοράκι, καθώς έτρεχε, σκόνταψε στη ρίζα κάποιου δέντρου και πριν προλάβει να σηκωθεί ξανά όρθιο, κάτι το άρπαξε από τα πόδια και το τράβηξε μέσα στα σκοτάδια του δάσους. Ο τόπος γέμισε με αίμα…

Το παιδί που έζησε, προσπάθησε να ξεφύγει από το “τέρας” αλλά αυτό ήταν αδύνατο. Εκείνο έκανε δυο μεγάλες δρασκελιές και το έπιασε από το λαιμό. Το έφερε κοντά στο πρόσωπό του, μύρισε τη σάρκα του αγοριού κι ύστερα άνοιξε το τεράστιο στόμα του και του έφαγε το κεφάλι.

Κάτω στο έδαφος είχε δημιουργηθεί μια λίμνη αίματος και σε αυτή φαινόταν ξεκάθαρα το είδωλο του τρομερού κτήνους. Εκείνο πλησίασε για να δει… Και πλησίασε… και πλησίασε… και…

Ο Νόκτος πετάχτηκε όρθιος τρομαγμένος. “Δεν… δεν μπορεί…“, σκέφτηκε καθώς έτρεξε να βγει από το σπίτι του. Είχε ξημερώσει πια και ο ήλιος μαλάκωσε λιγάκι την ταραγμένη του ψυχή. Καθώς ξεφύσηξε από ανακούφιση, έκανε να μπει και πάλι μέσα. Όμως με την άκρη του ματιού του είδε κάτι που τον έκανε να ανατριχιάσει και να ασπρίσει από τον φόβο του.

Πολλά σπασμένα δέντρα, άλλα ξεριζωμένα και άλλα κομμένα στη μέση. Λες και κάποιο γιγαντιαίο πλάσμα είχε περάσει από το δάσος. Όμως το πιο ανησυχητικό ήταν το αίμα! Μια μεγάλη κόκκινη γραμμή που ερχόταν προς το σπίτι του Νόκτου. Ήταν σαν κάποιος να είχε σύρει το κουφάρι ενός ζώου και να το είχε πάει κάτω από το σπίτι.

Στο υπόγειο γρήγορα!“, φώναξε μόνος του και έτρεξε προς τη σκάλα που οδηγούσε κάτω. Μόλις μπήκε μέσα, έμεινε κοκκαλωμένος να κοιτάζει το φρικτό θέαμα μπροστά του. Δύο σκελετοί, μικρού μεγέθους, κρεμόντουσαν από το ταβάνι. Ήταν δεμένοι σε κάτι σκουριασμένες αλυσίδες και υπήρχαν πάνω τους υπολείμματα σάρκας.

Ο Νόκτος τρελάθηκε από την ταραχή του και άρχισε να τρέχει προς την παγωμένη λίμνη. Μόλις έμεινε από δυνάμεις, έπεσε στα γόνατά του και έκλαψε τόσο πολύ όπως δεν είχε κάνει ποτέ μέχρι τώρα στη ζωή του. Από το θυμό του χτύπαγε με γροθιές τον πάγο μέχρι που έσπασε ένα κομμάτι και βούτηξε στο κρύο νερό.

Ούρλιαξε για να βγάλει όλη την ένταση από το κορμί του και ύστερα αφέθηκε στο σκοτεινό και παγωμένο νερό. Και τότε ήταν που θυμήθηκε… “Η γριά… Η γυναίκα με τα αστραφτερά ρούχα… Τα ψιθυριστά λόγια…“, είπε από μέσα του και βγήκε ξανά στην επιφάνεια. Πήρε βαθιά ανάσα, βγήκε από τη λίμνη και γύρισε στο σπίτι.

Πρέπει να βρω το “Βιβλίο Των Μύθων”! Εκεί θα μάθω τι στο καλό συμβαίνει… Πρέπει να το βρω πριν την επόμενη πανσέληνο“, σκέφτηκε καθώς άναψε το τζάκι για να ζεσταθεί.

ΤΕΛΟΣ Α’ ΜΕΡΟΥΣ

(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται σε αυτό είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ

*Απαγορεύεται ρητά η οποιαδήποτε χρήση, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, φόρτωση (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά του περιεχομένου του δικτυακού τόπου, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη άδεια του etoliko.gr*