Έτσι, ο πανύψηλος άντρας, άρχισε να ανεβαίνει τον “Λευκό Γίγαντα“. Στην αρχή η διαδρομή φαινόταν εύκολη αφού το μόνο που έκανε ο Νόκτος, ήταν να προχωράει σε μια χιονισμένη ανηφόρα. Όμως μετά από λίγο ο δρόμος γινόταν απότομος και σταματούσε, δίνοντας τη θέση του σε ένα απόκρημνο και πολύ στενό μονοπάτι.
Ήταν αδύνατον για έναν τόσο μεγαλόσωμο άνθρωπο να καταφέρει να περάσει από εκείνο το σημείο. Γι’ αυτό ο Νόκτος σήκωσε το κεφάλι, κοίταξε τους γκρεμούς που δέσποζαν περιμετρικά και μέχρι την κορυφή του βουνού, πήρε βαθιά ανάσα και ξεκίνησε το σκαρφάλωμα.
Ένα τόσο δα λάθος, ένα απρόσεκτο πάτημα ή κράτημα με τα χέρια, όλα αυτά μπορούσαν να αποβούν μοιραία για τον Νόκτο. Το ίδιο όμως συνέβαινε και με τον χρόνο, ο οποίος λιγόστευε κάθε ώρα και στιγμή μέχρι να έρθει η επόμενη πανσέληνος. Παρά τον κίνδυνο όμως, ο άντρας που ζούσε στο σπίτι στην άκρη της λίμνης, σκαρφάλωνε όλο και πιο γρήγορα μέχρι που τα κατάφερε!
Μόλις πάτησε στην κορυφή του “Λευκού Γίγαντα” έπεσε φαρδύς πλατύς και ξάπλωσε στο χιόνι. Του ‘χε κοπεί η ανάσα από την υπερπροσπάθεια και ήθελε να ξεκουραστεί πριν συνεχίσει. Ήπιε λίγο από το υπέροχο κρασί της φωτιάς και αμέσως ένιωσε τη ζεστασιά να απλώνεται απ’ άκρη σ’ άκρη στο κορμί του.
Σηκώθηκε και άρχισε να παρατηρεί τον κατάλευκο ορίζοντα. Νότια βρισκόταν η λίμνη, το σπίτι του και λίγο πιο μακριά η πόλη των ανθρώπων. “Άραγε ποια μάνα και ποιος πατέρας θα ψάχνει τα παιδιά του;“, σκέφτηκε μελαγχολικός καθώς θυμήθηκε τα δύο άτυχα αγόρια που σκότωσε το τέρας που ζει μέσα του.
Κοίταξε προς την ανατολή και χάζεψε από την ομορφιά του τοπίου, στολισμένο με τις χρυσές ακτίνες του ήλιου που έπεφταν πάνω στο άσπρο του χιονιού. Τα δάση με τα έλατα εκτείνονταν από τους πρόποδες του “Λευκού Γίγαντα” μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι ενώ τα κοπάδια των ταράνδων διέσχιζαν καλπάζοντας τον παγωμένο τόπο.
Ο Νόκτος χαμογέλασε γιατί ένιωσε για μία ακόμα φορά ευγνωμοσύνη για όλα όσα του πρόσφερε η γη, από φαγητό και νερό μέχρι τα υλικά για να ντυθεί, να φτιάξει το σπίτι του και τα εργαλεία για το κυνήγι και το ψάρεμα. Το μόνο που έλειπε από τη ζωή του ήταν να βρει μια συντροφιά, έναν φίλο για να μοιράζονται τις χαρές και τις λύπες.
Γύρισε το βλέμμα του προς τον βορρά και εντόπισε καπνό να βγαίνει από κάπου χαμηλά. Πιο χαμηλά και από τους παγωμένους καταρράκτες που έστεκαν περήφανοι και αγέρωχοι στην άλλη άκρη της πεδιάδας. Χωρίς να χάσει χρόνο άρχισε να κατεβαίνει το βουνό με σκοπό να πάει προς τον καπνό. Ποιος ξέρει τι θα συναντούσε;
Περπάτησε για ώρες πολλές, διέσχισε ορμητικά ποτάμια και πάλεψε με μια αγέλη λύκων για να κρατήσει την τροφή του. Βλέπετε ο Νόκτος πείνασε κάποια στιγμή και κυνήγησε ένα ελάφι το οποίο σκότωσε με το τόξο του. Καθώς προσπαθούσε να ανάψει φωτιά και την ίδια στιγμή χανόταν και το τελευταίο φως της μέρας, κάμποσα ζευγάρια από πεινασμένα μάτια έκαναν την εμφάνισή τους μέσα από τις σκιές.
Από τα γρυλίσματα που άκουγε ο Νόκτος κατάλαβε οτι τον είχε περικυκλώσει μια αγέλη λύκων. Για καλή του τύχη όμως κατάφερε να βάλει φωτιά και παίρνοντας ένα παλούκι στο χέρι, άρχισε να ουρλιάζει και να τρέχει προς τα πάνω τους. Ένας από τους λύκους πλησίασε το κουφάρι του ελαφιού και προσπάθησε να το κλέψει, όμως ένα φοβερό χτύπημα στο κεφάλι τον έριξε αναίσθητο και ανάγκασε τους υπόλοιπους να τραπούν σε φυγή.
Όμως ο πανύψηλος άντρας ήταν καλός και η ψυχή του είχε χώρο μόνο για δικαιοσύνη και ευγένεια. Έτσι, αφού έκοψε στη μέση το ελάφι, έψησε το δικό του μισό και το έφαγε. Το άλλο μισό μαζί με τα κόκκαλα από το γεύμα του, πήγε και τα άφησε κάμποσα χιλιόμετρα μακριά από το σημείο που είχε βάλει τη φωτιά. Τουλάχιστον θα τα έτρωγαν οι λύκοι και δεν θα πήγαινε τίποτα χαμένο.
Ήπιε λίγο από το κρασί της φωτιάς και κοιμήθηκε. Ονειρεύτηκε οτι βρήκε τη Χίλντα και την έπεισε να λύσει την κατάρα. Μετά είδε το σπίτι του και δίπλα του δύο αγοράκια να τον περιμένουν να γυρίσει, έχοντας στα χέρια τους από ένα βιβλίο και έναν αυλό, τα αγαπημένα αντικείμενα του Νόκτου. Λίγο μετά ξύπνησε από το πρώτο φως του ήλιου και συνέχισε το ταξίδι του.
Έφτασε στους παγωμένους καταρράκτες και κοίταξε προς τα κάτω. Ο καπνός που είχε δει όταν ήταν στην κορυφή του “Λευκού Γίγαντα“, συνέχιζε να βγαίνει από κάπου χαμηλά. Ο Νόκτος προσπάθησε να κατέβει αλλά δεν μπορούσε να κρατηθεί από πουθενά. Τα πάντα γλιστρούσαν εξαιτίας του πάγου και έτσι έπρεπε να βρει μια άλλη λύση.
Αποφάσισε, λοιπόν, να δέσει ένα σκοινί στον κορμό του μεγάλου δέντρου που βρισκόταν κοντά στο άνοιγμα. Ύστερα το πέρασε γύρω από τη μέση του και πήδηξε στο κενό. Για κακή του τύχη όμως το σκοινί ήταν λίγο και δεν έφτανε μέχρι τον πάτο, εκεί απ’ όπου ερχόταν ο καπνός.
Αλλά ο Νόκτος ήταν τολμηρός και δεν φοβόταν τίποτα και κανέναν. Έλυσε το σκοινί και γλίστρησε στα κοφτερά τοιχώματα των παγωμένων καταρρακτών. Όταν πια έφτασε κάτω, μόνο τότε κατάλαβε τον πόνο από τις γρατζουνιές που είχαν γεμίσει την πλάτη του.
Όμως αυτό που έβλεπε μπροστά στα μάτια του τον έκανε να ξεχάσει τις πληγές του κορμιού του. Ήταν η είσοδος μιας μεγάλης σπηλιάς και από μέσα ερχόταν ο καπνός που είχε δει ο πανύψηλος άντρας. Ο Νόκτος άκουσε ένα μουρμουρητό να έρχεται από τα βάθη της σπηλιάς, κάτι σαν τραγούδι και αποφάσισε να ακολουθήσει τη μελωδία και να βρει ποιος ζει εκεί πέρα.
Καθώς περπατούσε χάζευε στα τοιχώματα του σπηλαίου όλα εκείνα τα παράξενα πλάσματα που ζουν στα σκοτάδια. Λευκές νυχτερίδες των βράχων, τεράστιοι γαιοσκώληκες με τρίχωμα στο σώμα, αράχνες με γαλάζιες και άσπρες ρίγες, πελώρια μαύρα μυρμήγκια, μεγάλα όσο η παλάμη ενός ενήλικα ανθρώπου.
Ο Νόκτος είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό, πραγματικά είχε ενθουσιαστεί από το πως μπόρεσαν αυτά τα ζώα να επιβιώσουν σε τόσο ακραίες συνθήκες και χωρίς το φως του ήλιου. Ήταν τόσο απορροφημένος που δεν κατάλαβε οτι το τραγούδι που ακουγόταν από τα βάθη της σπηλιάς είχε πια σταματήσει.
Ξαφνικά μια φωνή έσπασε στα δύο τη σιωπή που επικρατούσε εκεί κάτω. “Ποιος τολμά να έρχεται στο σπίτι μου απρόσκλητος;“, ακούστηκε μια χοντρή και βαριά, αντρική φωνή. Ο Νόκτος πάγωσε για μια στιγμή αλλά μάζεψε κουράγιο και απάντησε: “Είμαι φίλος και όχι εχθρός. Θέλω να βρω το σπίτι της μάγισσας Χίλντα.“.
Ακολούθησε μια σύντομη παύση μέχρι να ακουστεί και πάλι εκείνη η βαριά φωνή. “Τη μάγισσα Χίλντα ε; Πέρασε μέσα… φίλε“, είπε ο άγνωστος και αμέσως εμφανίστηκε ένα άνοιγμα στα βράχια, σαν μια μαγική πόρτα που ήταν φτιαγμένη μέσα στα τοιχώματα της σπηλιάς.
Ο Νόκτος δεν ήξερε ποιον θα συναντούσε… Αλλά δεν τον ένοιαζε καθόλου… Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να βρει τη μάγισσα… Και ο άγνωστος εκεί μέσα ήξερε τη Χίλντα… Το θέμα ήταν ένα: Είναι φίλος ή εχθρός;
ΤΕΛΟΣ Γ’ ΜΕΡΟΥΣ
(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται σε αυτό είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)
ΖΕΥΣ
*Απαγορεύεται ρητά η οποιαδήποτε χρήση, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, φόρτωση (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά του περιεχομένου του δικτυακού τόπου, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη άδεια του etoliko.gr*