ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΟ Δ’ ΜΕΡΟΣ

Ο Νόκτος πήρε τα μάτια του πέτρινου φιδιού, εκείνου που το έλεγαν Γιάλεκ, τα κοίταξε με θαυμασμό και για μια στιγμή τα κράτησε στις χούφτες του. Χάζευε το υπέροχο χρώμα τους και το λιγοστό φως που εξέπεμπαν ενώ παράλληλα σκεφτόταν την επόμενη κίνησή του.

Πρέπει να λιώσω τα μάτια. Χρειάζομαι τόσο δυνατή φωτιά όσο είναι η λάβα του πιο τρομακτικού ηφαιστείου. Και αφού τελειώσω με αυτό θα πρέπει να βρω εργαλεία για να φτιάξω το σπαθί. Κι όταν με το καλό τα καταφέρω, τότε είναι που αρχίζουν τα δύσκολα. Τότε θα πρέπει να βρω το σπίτι της μάγισσας Χίλντα και να τη σκοτώσω“, σκέφτηκε από μέσα του και έβαλε τις πέτρες στην τσέπη του.

Άρα πρώτο του μέλημα είναι να φύγει από την τεράστια αίθουσα και να σκαρφαλώσει τους παγωμένους καταρράκτες. Όμως το σκοινί με το οποίο κατέβηκε ήταν κοντό και δεν μπορούσε να το φτάσει τόσο ψηλά που βρισκόταν. Έτσι αποφάσισε να ψάξει άλλο δρόμο για να φύγει και μάλιστα γρήγορα γιατί δεν είχε πολύ χρόνο.

Ξεκίνησε να περπατάει στο παγωμένο ποτάμι, αυτό που δημιουργούσαν οι καταρράκτες όταν ερχόταν η άνοιξη. Δεξιά και αριστερά από τον Νόκτο υψώνονταν τα πέτρινα τοιχώματα του ποταμού, πάνω στα οποία υπήρχαν διάφοροι μικροοργανισμοί και φωσφορούχα μανιτάρια του πάγου. Αυτές οι λιχουδιές είχαν ένα παράξενο μπλε χρώμα και όταν νύχτωνε λαμποκοπούσαν σαν τ’ αστέρια τ’ ουρανού.

Λίγο πιο κάτω το έδαφος γινόταν ανηφορικό, έτσι ο Νόκτος κατάφερε και ανέβηκε ξανά στην χιονισμένη πεδιάδα. “Οτι είναι να γίνει πρέπει να γίνει γρήγορα. Η πανσέληνος δεν περιμένει“, είπε από μέσα του και άρχισε να περπατάει προς το άγνωστο. Σκεφτόταν τι θα μπορούσε να κάνει για να προλάβει, τα περιθώρια είχαν στενέψει επικίνδυνα.

Και ξαφνικά του ήρθε η ιδέα! “Αυτό είναι!! Πως δεν το σκέφτηκα νωρίτερα; Θα πάω να βρω το μαύρο δράκο που ζει στο “Μαγεμένο Δάσος”. Αν καταφέρω και τον πείσω να μην με σκοτώσει πρώτα…“, φώναξε ενθουσιασμένος και τράβηξε πορεία προς την ανατολή. Αν περπατούσε χωρίς σταματημό θα βρισκόταν στο λημέρι του δράκου την επόμενη μέρα.

Το συγκεκριμένο τέρας ήταν από τα αγαπημένα του Νόκτου, τουλάχιστον όταν διάβαζε γι’ αυτό στο “Βιβλίο Των Μύθων“. Ο μαύρος δράκος ήταν αποτέλεσμα ενός πειράματος που απέτυχε. Κάποιος αλχημιστής έφτιαχνε διάφορα φίλτρα με σκοπό να δημιουργήσει την πιο δυνατή φωτιά που υπάρχει στη γη.

Όμως τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα είχε υπολογίζει και μετά από μία φοβερή έκρηξη εμφανίστηκε ένας πελώριος μαύρος δράκος. Το ιπτάμενο ερπετό έκανε μια χαψιά τον αλχημιστή και ύστερα έκαψε όλη την περιοχή από τον θυμό του. Όταν όμως ηρέμησε, κοίταξε τον κόσμο γύρω του και δεν του άρεσε αυτό που έβλεπε.

Έτσι χρησιμοποίησε τη μαγεία του για να φτιάξει τον τόπο όπως εκείνος ήθελε. Στη θέση των καμένων δέντρων φύτρωσαν κάτι παράξενοι θάμνοι, οι οποίοι έκαιγαν σαν μπάλες φωτιάς με μία φλόγα γαλαζοπράσινη. Εκεί που ήταν το σπίτι του αλχημιστή, ο μαύρος δράκος δημιούργησε μια αόρατη σπηλιά για να μένει, ακριβώς στο κέντρο του δάσους.

Στους αιώνες που πέρασαν από τότε που έγινε το ατύχημα του αλχημιστή, πολλοί ήταν αυτοί που χάθηκαν στο “Μαγεμένο Δάσος“. Όποιος έμπαινε σε εκείνον τον τόπο δεν ξαναγύριζε πίσω. Τουλάχιστον αυτό έλεγαν οι πληροφορίες στο “Βιβλίο Των Μύθων” και ο Νόκτος το εμπιστεύονταν με κλειστά μάτια.

Χωρίς να καθυστερήσει καθόλου, ο πανύψηλος άντρας που ζούσε στην άκρη της παγωμένης λίμνης, συνέχισε το ταξίδι του προς την ανατολή. Όταν ήρθε η νύχτα και χάθηκε το ζεστό φως του ήλιου, ο Νόκτος ρούφηξε λίγο από το κρασί της φωτιάς και ένιωσε αμέσως τη θερμοκρασία του κορμιού του να ανεβαίνει.

Έτσι προχώρησε ακάθεκτος όλη τη νύχτα χωρίς να τον επηρεάζει το πυκνό χιόνι που έπεφτε ασταμάτητα. Άλλωστε του κρατούσαν συντροφιά όλα εκείνα τα πανέμορφα χρώματα που απλώνονται στον νυχτερινό ουρανό στις χώρες του βορρά. Πράσινες, λευκές και μωβ λωρίδες που έφταναν μέχρι εκεί που μπορούσε να δει ο Νόκτος.

Το ξημέρωμα τον βρήκε ακριβώς έξω από το “Μαγεμένο Δάσος“. Κοίταξε με δέος τον τόπο του μαύρου δράκου και μαζεύοντας όσο κουράγιο μπορούσε μπήκε μέσα. Αμέσως κατάλαβε να υπάρχει κάτι διαφορετικό στον αέρα. Μια αίσθηση χαλάρωσης κυρίευσε τον Νόκτο, ο οποίος έκανε τιτάνια προσπάθεια για να μην κάτσει κάτω και πέσει για ύπνο.

Περπάτησε για λίγη ώρα ακόμα παραπατώντας στην πυκνή βλάστηση. Κάποια στιγμή του φάνηκε οτι κάτι του γράπωσε το πόδι, κάτι που έμοιαζε με ρίζα δέντρου αλλά δεν ήταν. Κοίταξε τον τόπο γύρω του και του φάνηκαν όλα ίδια. Κάθε δέντρο έμοιαζε ακριβώς όπως το διπλανό του και όλα ήταν στοιχισμένα σαν στρατιώτες σε παρέλαση.

Έξυσε το κεφάλι του προσπαθώντας να σκεφτεί καθαρά αλλά του ήταν αδύνατο. Μόλις έκλεινε τα μάτια του για να συγκεντρωθεί, δεν έβλεπε τίποτε άλλο παρά μόνο μαυρίλα και φωτιά. Σαν να είχε τη δυνατότητα να δει το “Μαγεμένο Δάσος” όπως ακριβώς ήταν πριν το φτιάξει με τη μαγεία του ο μαύρος δράκος.

Και όταν ο Νόκτος βρέθηκε πια σε απόγνωση αφού έβλεπε συνέχεια τα ίδια και τα ίδια, τότε ήταν που η ατμόσφαιρα έγινε ακόμα πιο βαριά. Ο πανύψηλος άντρας που ζούσε στην άκρη της λίμνης, ένιωσε σαν να είναι πολύ μεθυσμένος και αμέσως σωριάστηκε στο μαύρο χώμα του “Μαγεμένου Δάσους“.

Όταν ο Νόκτος άνοιξε και πάλι τα μάτια του, είδε ένα από τα αγαπημένα του μυθικά πλάσματα να στέκεται μπροστά του. Ήταν ο μαύρος δράκος, πελώριος σαν βουνό και με φτερά που σε κάθε τους χτύπημα προκαλούσαν ένα ζεστό αεράκι που θεράπευε και τον πιο παγωμένο.

Το κεφάλι του δράκου είχε δυο κόκκινα κέρατα που έμοιαζαν με πυρωμένα σίδερα ενώ η ουρά του ήταν γεμάτη τεράστια αγκάθια. Ο Νόκτος αναγνώρισε τον τόπο που βρισκόταν αμέσως. Δεξιά και αριστερά του ήταν εκείνοι οι θάμνοι που έκαιγαν μια γαλαζοπράσινη φλόγα. Όπως ακριβώς ήταν γραμμένο στο “Βιβλίο Των Μύθων“.

Το φτερωτό ερπετό πλησίασε τον πανύψηλο άντρα και άρχισε να τον μυρίζει. Η ανάσα του δράκου βρώμαγε σάπιο κρέας ενώ εξέπεμπε κάποιου είδους δηλητηριώδες αέριο. Ο Νόκτος κράτησε την αναπνοή του όσο μπορούσε περισσότερο μέχρι που δεν άντεξε και άρχισε να βήχει με μανία.

Ο μαύρος δράκος παρατήρησε την αντίδραση του άντρα και ξέσπασε σε γέλια. Γέλασε τόσο δυνατά που παραλίγο να σπάσουν τα τύμπανα από τα αυτιά του Νόκτου. “Αλήθεια πιστεύεις οτι μπορείς να γλιτώσεις;“, ρώτησε τον πανύψηλο άντρα μόλις σταμάτησε να γελάει.

Ο Νόκτος δεν απάντησε και απλά κοίταζε το μεγάλο ερπετό. “Ο μόνος λόγος που αναπνέεις ακόμα είναι εκείνες οι λευκόχρυσες πέτρες που έχεις στην τσέπη σου“, του είπε ο δράκος. “Και φυσικά θέλω να μάθω το όνομά σου. Είναι κρίμα να μην γνωρίζει κανείς το… γεύμα του!!” και μόλις ολοκλήρωσε την πρότασή του το ερπετό, άρχισε να ουρλιάζει από τα γέλια.

ΤΕΛΟΣ Ε’ ΜΕΡΟΥΣ

(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται σε αυτό είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ

*Απαγορεύεται ρητά η οποιαδήποτε χρήση, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, φόρτωση (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά του περιεχομένου του δικτυακού τόπου, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη άδεια του etoliko.gr*