ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΟ Ε’ ΜΕΡΟΣ

Είμαι ο Νόκτος. Μένω στο σπίτι που βρίσκεται στην άκρη της παγωμένης λίμνης. Έψαξα να σε βρω γιατί χρειάζομαι την τρομακτική σου φωτιά“, είπε ο πανύψηλος άντρας στον μαύρο δράκο. Το ιπτάμενο ερπετό χαμογέλασε και φύσηξε μια καυτή μπάλα φωτιάς προς τον ουρανό.

Πάνω απ’ όλα, θνητέ, με χρειάζεσαι για να γλιτώσεις τη ζωή σου και να μην σε κάνω μια χαψιά όπως εκείνον τον αλχημιστή“, απάντησε ο δράκος στον Νόκτο και ο δεύτερος, εντελώς ξαφνικά, έσκασε στα γέλια. Τότε το πελώριο ερπετό γρύλισε θυμωμένα και πλησίασε απειλητικά τον άντρα ουρλιάζοντας: “Γιατί γελάς μυρμήγκι; Θες να πεθάνεις;“.

Μεγάλε δράκε δεν γελάω μαζί σου. Απλά μόλις τώρα επιβεβαίωσες ακόμα μία ιστορία από το αγαπημένο μου “Βιβλίο Των Μύθων”. Ώστε είσαι αποτέλεσμα ενός πειράματος που απέτυχε ε;“, είπε ο Νόκτος έχοντας ένα πονηρό χαμόγελο στο πρόσωπό του. “Πείραμα εγώ; Θα σε γδάρω ζωντανό!!“, τον απείλησε ο μαύρος δράκος και του έδειξε τα σουβλερά του νύχια.

Περίμενε μια στιγμή άρχοντα της φωτιάς. Αν με σκοτώσεις τότε δεν θα μάθεις ποτέ γι’ αυτές τις λευκόχρυσες πέτρες. Ούτε φυσικά και την υπέροχη ιστορία για το πως τις απέκτησα“, απάντησε ο Νόκτος με ψυχραιμία. Τότε ο δράκος ηρέμησε και κουλουριάστηκε δίπλα από τον άντρα που κρατούσε αιχμάλωτο.

Έτσι ο πανύψηλος άντρας που ζούσε στην άκρη της παγωμένης λίμνης, ξεκίνησε να λέει στον μαύρο δράκο την ιστορία της ζωής του. Του είπε για την κατάρα της Χίλντα και για τον λίγο χρόνο που του έμενε μέχρι την επόμενη πανσέληνο. Μίλησε για το δύσκολο σκαρφάλωμα μέχρι την κορυφή του “Λευκού Γίγαντα” και για την περιπέτειά του με την αγέλη των λύκων.

Ύστερα του είπε για τον Γιάλεκ, το πελώριο πέτρινο φίδι και για το πως τον σκότωσε και του πήρε τα μάτια. Ο μαύρος δράκος, με φανερή την έκπληξη στη φωνή του, ρώτησε τον Νόκτο: “Πως είναι δυνατόν εσύ, ένας απλός θνητός, να κατάφερες να σκοτώσεις το λίθινο τέρας που ζούσε κάτω από τους παγωμένους καταρράκτες;“.

Τότε ο πανύψηλος άντρας αποκάλυψε στον δράκο την τραγική ιστορία του φιδιού, όταν ήταν ακόμη άνθρωπος και ζούσε με τη γυναίκα του. Του εξήγησε οτι αυτή ήταν τελικά η μάγισσα Χίλντα και οτι μέσα σε μια στιγμή κατέστρεψε τον κακόμοιρο τον Γιάλεκ και τον μεταμόρφωσε στο γιγαντιαίο πέτρινο ερπετό.

Και το λίθινο τέρας ζήτησε τη βοήθειά σου για να λυτρωθεί; Και αυτές οι δύο πέτρες είναι τα μάτια του; Φοβερή… Εκπληκτική η ιστορία σου… Νόκτε δεν σε είπαμε; Μου άρεσε πάρα πολύ“, είπε ο δράκος χαμογελώντας και φύσηξε φωτιά από τα ρουθούνια του.

Με την ικανοποίηση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, το ιπτάμενο ερπετό ελευθέρωσε τον Νόκτο από τα δεσμά του. “Θα σε βοηθήσω θνητέ!“, του είπε και του έδειξε ένα σημείο για να ακουμπήσει τις δύο πέτρες. Ύστερα του έκανε νόημα να απομακρυνθεί, άνοιξε το στόμα του και άρχισε να φτύνει φωτιά δυνατή σαν λάβα πάνω στα λευκόχρυσα αντικείμενα.

Μέσα σε λίγη ώρα οι δύο πέτρες έλιωσαν εντελώς και το καυτό υγρό που δημιουργήθηκε χύθηκε σε ένα δοχείο φτιαγμένο από ένα υλικό που δεν υπάρχει στον κόσμο. “Αυτό (το δοχείο) είναι το μοναδικό αντικείμενο του αλχημιστή που δεν καταστράφηκε από τη μεγάλη έκρηξη. Το έφτιαξε για να αντέχει και στην πιο μεγάλη θερμοκρασία“, είπε ο μαύρος δράκος.

Θα χρειαστώ εργαλεία για να φτιάξω το σπαθί. Μπορείς να με βοηθήσεις ακόμα μία φορά μεγάλε άρχοντα της φωτιάς; Δεν έχω πολύ χρόνο, μια εβδομάδα έμεινε μέχρι την επόμενη πανσέληνο“, ρώτησε ο Νόκτος. Το ιπτάμενο ερπετό έγνεψε καταφατικά και χτύπησε τρεις φορές τα πόδια του στο έδαφος. Αμέσως άνοιξε μια τρύπα και από μέσα της πετάχτηκαν κάμποσοι βραχύσωμοι και τριχωτοί νάνοι!

Αυτοί θα φτιάξουν το όπλο σου θνητέ! Είναι οι καλύτεροι τεχνίτες σε ολόκληρο το γήινο βασίλειο. Ποιος νομίζεις οτι έφτιαξε την αόρατη σπηλιά μου; Το μόνο που έκανα εγώ ήταν να τους φέρω λίγα σύννεφα από τον ουρανό, για να τα χρησιμοποιήσουν σαν ύφασμα και να κρύψουν το σπίτι μου από τα μάτια των ανθρώπων“, είπε ο δράκος στον Νόκτο.

Έτσι οι νάνοι άρχισαν να χτυπάνε με τα σφυριά τους, ξανά και ξανά χωρίς να σταματήσουν ούτε λεπτό. Δούλευαν ακατάπαυστα για δύο ολόκληρες μέρες και νύχτες. Όταν πια ξημέρωσε η τρίτη, είχαν τελειώσει με το σπαθί. Και το αποτέλεσμα ήταν τόσο εντυπωσιακό που για μια στιγμή ο μαύρος δράκος σκέφτηκε να το κρατήσει για τον εαυτό του.

Ο Νόκτος πήρε το όπλο στα χέρια του και χαμογέλασε πλατιά. “Είχε δίκιο ο Γιάλεκ τελικά. Αυτό το σπαθί δείχνει άξιο για να αντιμετωπίσει τη μάγισσα Χίλντα“, σκέφτηκε από μέσα του εντυπωσιασμένος. Γύρισε το κεφάλι του για να κοιτάξει τον μαύρο δράκο και να τον ευχαριστήσει για τη βοήθειά του αλλά σάστισε από αυτό που είδε.

Το πελώριο ερπετό είχε βάλει τα κλάματα! Αν μη τι άλλο ήταν ένα πολύ στενάχωρο θέαμα και ο Νόκτος είχε ευαίσθητη ψυχή. “Τι σου συμβαίνει δράκε;“, τον ρώτησε πλησιάζοντας δίπλα του. “Είσαι… Είσαι ο πρώτος άνθρωπος που μίλησα από τότε που είμαι στο “Μαγεμένο Δάσος”. Και τώρα θα μείνω και πάλι μόνος μου, ποιος ξέρει για πόσο καιρό“, του απάντησε με παράπονο ο μαύρος δράκος.

Ο πανύψηλος άντρας που ζούσε στην άκρη της παγωμένης λίμνης έμεινε για λίγη ώρα σκεπτικός. Έψαχνε να βρει μια λύση για τον δράκο, να βρει έναν τρόπο ώστε να φέρει και πάλι το χαμόγελο στα χείλη του. Περπατούσε πάνω – κάτω καθώς σκεφτόταν ενώ έριχνε κλεφτές ματιές στο πανέμορφο σπαθί που του έφτιαξαν οι νάνοι.

Και ξαφνικά τα μάτια του Νόκτου έλαμψαν! “Αυτό είναι!“, φώναξε ενθουσιασμένος και έτρεξε κοντά στον μαύρο δράκο. “Θες να κάνουμε μια βόλτα μαζί;“, είπε στο ιπτάμενο ερπετό, προφανώς έχοντας κάτι στο μυαλό του. “Βόλτα; Τι είναι αυτό;“, ρώτησε ο δράκος με φωνή που φανέρωνε μεγάλη λαχτάρα.

Ο Νόκτος αποφάσισε να του πει την αλήθεια: “Δράκε με βοήθησες με το σπαθί και σε ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό. Θα σου ζητήσω για τελευταία φορά τη συνδρομή σου και παράλληλα θα σε εξυπηρετήσω και εγώ. Για αρχή όμως πιες λίγο από αυτό για να ηρεμήσει η ψυχούλα σου“, είπε στον μαύρο δράκο και του έδωσε κάμποσο από το κρασί της φωτιάς.

Το ιπτάμενο ερπετό ήπιε με λαιμαργία και όταν σταμάτησε, ρεύτηκε τόσο δυνατά και η φωτιά που βγήκε από το στόμα του έκαψε τέσσερα δέντρα που βρίσκονταν πιο δίπλα. Ο Νόκτος γέλασε με την ψυχή του και είπε: “Βόλτα σημαίνει να πηγαίνεις κάπου με έναν φίλο σου. Θες να πάμε;“.

Ο μαύρος δράκος ούτε που το σκέφτηκε, μονάχα άρχισε να χοροπηδάει σαν μικρό παιδί από τη χαρά του και ούρλιαζε: “Πάμε!! Πάμε!!“. Ο άντρας όμως του έκανε νόημα να ησυχάσει και να τον ακούσει: “Ξέρεις που θέλω να πάμε; Σε εκείνη την τρύπα που βρίσκεται στην άκρη του ψηλού γκρεμού. Εκεί που ζούσε ο Γιάλεκ και η Χίλντα“, είπε και ξεροκατάπιε.

Το ξέρεις οτι η μάγισσα είναι πολύ επικίνδυνη, έτσι δεν είναι;“, ρώτησε ο Νόκτος το ιπτάμενο ερπετό. “Δεν υπάρχει τίποτα πιο επικίνδυνο από εμένα φίλε μου θνητέ. Και είσαι πολύ τυχερός που σε συμπάθησα. Είσαι… ο μοναδικός!“, απάντησε ο δράκος γελώντας. Έτσι ο Νόκτος ανέβηκε στην πλάτη του μαύρου δράκου και μαζί πέταξαν ψηλά στον ουρανό με σκοπό να βρούνε τη μάγισσα Χίλντα και το λημέρι της.

Και μάλιστα γρήγορα γιατί έμειναν μόλις τρεις μέρες μέχρι την επόμενη πανσέληνο.

ΤΕΛΟΣ Ζ’ ΜΕΡΟΥΣ

(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται σε αυτό είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ

*Απαγορεύεται ρητά η οποιαδήποτε χρήση, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, φόρτωση (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά του περιεχομένου του δικτυακού τόπου, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη άδεια του etoliko.gr*