ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΟ Ζ’ ΜΕΡΟΣ

Ήταν μια υπέροχη βόλτα για δύο φίλους και πρωτάρηδες. Από τη μία ήταν ο Νόκτος ο οποίος πετούσε στον ουρανό για πρώτη του φορά. Και από την άλλη ο μαύρος δράκος που έκανε το παρθενικό του ταξίδι μακριά από το “Μαγεμένο Δάσος“.

Το ιπτάμενο ερπετό ήταν τόσο ενθουσιασμένο που στριφογύριζε στον αέρα με μεγάλη ταχύτητα. Από τη μεριά του ο πανύψηλος άντρας κρατιόνταν σφιχτά, με νύχια και με δόντια, για να μην πέσει στο κενό. Πρώτη φορά φοβήθηκε τόσο πολύ στη ζωή του…

Μην φοβάσαι φίλε μου… Δεν πρόκειται να σε ρίξω…“, φώναξε ο δράκος στον Νόκτο για να τον ακούσει καλύτερα. Βλέπετε ο αέρας ψηλά στον ουρανό είναι πολύ δυνατός και για να μπορούν να συνεννοηθούν οι δύο φίλοι έπρεπε να μιλάνε δυνατά ο ένας στον άλλο.

Πως σου φαίνεται ο κόσμος μου δράκε;“, ρώτησε ο άντρας το ιπτάμενο ερπετό. “Από εδώ ψηλά όλα μοιάζουν πανέμορφα. Μόλις όμως κατέβεις πιο χαμηλά, τότε βλέπεις την πραγματική εικόνα“, απάντησε ο μαύρος δράκος έχοντας έναν κάπως πιο μελαγχολικό τόνο στη φωνή του.

Οι άνθρωποι μας φοβούνται και τους δύο. Αλλά να το θυμάσαι φίλε μου, όταν θα σταματήσουν να μας αποφεύγουν τότε θα μας κυνηγήσουν και θα μας εξαφανίσουν όπως τους μάγους και τους αλχημιστές“, συνέχισε την κουβέντα του ο δράκος.

Μα και γω άνθρωπος είμαι“, είπε ο Νοκτος, μόνο και μόνο για να ακούσει την αλήθεια από τον μαύρο δράκο. “Κι αφού είσαι άνθρωπος τότε γιατί σε φοβούνται; Κι αν είσαι όντως σαν τους άλλους θνητούς τότε γιατί κάνεις παρέα μαζί μου; Γιατί βοήθησες το πέτρινο ερπετό να βρει τη λύτρωση;“.

Γιατί φίλε μου καλέ δεν είναι όλοι οι άνθρωποι κακοί. Είναι αλήθεια οτι μας φαίνεται περίεργο κάθε τι διαφορετικό από εμάς. Πολλές φορές αντιδρούμε με υπερβολή και καχυποψία αλλά στην πραγματικότητα μόνο λίγοι είναι εκείνοι που… χαλάνε την πιάτσα“, απάντησε ο Νόκτος.

Ο μαύρος δράκος έμεινε για λίγο σκεπτικός και μετά από μια σύντομη σιωπή, είπε στον άντρα: “Φίλε μου δεν πρόκειται να αλλάξω γνώμη οπότε μπορούμε να συμφωνήσουμε οτι διαφωνούμε. Μακάρι να έχεις δίκιο εσύ και να κάνω εγώ το λάθος. Μακάρι…“. Ο Νόκτος συμφώνησε με το ιπτάμενο ερπετό και άρχισε να τραγουδάει για να ελαφρύνει το κλίμα.

Μετά από πολλές ώρες στον αέρα, ο μαύρος δράκος κατέβηκε πιο χαμηλά και τελικά προσγειώθηκε δίπλα από ένα παγωμένο ποτάμι. Τόσο το ερπετό όσο και ο πανύψηλος άντρας είχαν κουραστεί από το ταξίδι και διψούσαν αρκετά.

Τι θα κάνουμε εδώ πέρα; Ούτε νερό δεν έχουμε να πιούμε, ούτε τίποτα για να φάμε“, παραπονέθηκε ο Νόκτος. Ο δράκος του έκανε νόημα να περιμένει και πλησίασε το ποτάμι. Άρχισε να φυσάει φωτιά τόσο δυνατή που μέσα σε λίγα λεπτά το νερό ξεπάγωσε και άρχισε να τρέχει πάλι όπως συμβαίνει την άνοιξη.

Ο πανύψηλος άντρας ήπιε με την ψυχή του και ξεδίψασε. Αφού ευχαρίστησε τον φίλο του για τη βοήθειά του, παρατήρησε μια κάποια μελαγχολία στο βλέμμα του. “Τι έπαθες;“, τον ρώτησε με έκδηλη την αγωνία στη φωνή του. Ο μαύρος δράκος αρκέστηκε να πει: “Πεινάω πολύ“.

Τότε ο Νοκτος άρχισε να ψάχνει τρόπο για να βοηθήσει τον ίδιο και τον φίλο του. Κάθισε στην άκρη του ποταμού και σκεφτόταν πως θα ταΐσει τον μαύρο δράκο. Καθώς χάζευε το νερό είδε ένα μεγάλο ψάρι να περνάει μπροστά από τα μάτια του. Αμέσως φώναξε ενθουσιασμένος: “Αυτό είναι!!” και ετοιμάστηκε για ψάρεμα.

Πήρε ένα μακρύ ξύλο που βρήκε πεσμένο λίγο πιο δίπλα, έδεσε ένα κομμάτι ύφασμα στην μία άκρη, σκισμένο σε λεπτές λωρίδες και έβαλε έναν μικρό γάντζο στο τέλος. Στον σάκο με τις προμήθειες, εκείνον που κουβαλούσε ο Νόκτος από τότε που ξεκίνησε το ταξίδι του, εκτός από κρασί της φωτιάς είχε και εργαλεία για κυνήγι και ψάρεμα.

Σήκωσε μια τεράστια πέτρα και βρήκε από κάτω χιλιάδες σκουλήκια. Πήρε μερικά και τα έβαλε στην τσέπη του ενώ κάρφωσε ένα στον γάντζο. Ξεκίνησε να ψαρεύει νωρίς το απόγευμα και μόλις έπεσε η νύχτα σταμάτησε. Είχε πιάσει τουλάχιστον είκοσι μεγάλα ψάρια, αριθμός ικανοποιητικός για να χορτάσει ο φίλος του και να φάει και ο ίδιος.

Το βράδυ, άντρας και δράκος, κοιμήθηκαν δίπλα δίπλα χαζεύοντας τα αστέρια στον νυχτερινό ουρανό. Κάποια στιγμή ένα από δαύτα έπεσε και τότε ο Νόκτος ρώτησε τον φίλο του: “Για πες μου… Τι ευχήθηκες;“. Ο μαύρος δράκος αναστέναξε βαθιά και μετά από μία σύντομη παύση, απάντησε: “Να μην υπήρχα…“.

Με το πρώτο φως του ήλιου οι δύο φίλοι συνέχισαν το ταξίδι τους. Ο δρόμος ήταν ακόμα μακρύς και ο χρόνος λίγος. Μόλις δύο μέρες μέχρι την επόμενη πανσέληνο… Ο Νόκτος και ο μαύρος δράκος συμφώνησαν να μην κάνουν άλλη στάση, όχι πριν βρουν το λημέρι της μάγισσας Χίλντα.

Έτσι το ιπτάμενο ερπετό χτυπούσε με δύναμη τα φτερά του, ξανά και ξανά, καλύπτοντας μεγάλη απόσταση σε λίγο χρόνο. Κατά το απόγευμα οι δύο φίλοι έφτασαν στον ψηλό γκρεμό με τη μεγάλη τρύπα. Το σημείο δηλαδή που κάποτε υπήρχε το σπίτι του Γιάλεκ και της μάγισσας.

Ο Νόκτος ήταν σίγουρος οτι εκεί ζούσε η Χίλντα. Ήταν ένα μέρος απρόσιτο τόσο από τη στεριά όσο και από τη θάλασσα. Η μόνη επιλογή για να φτάσει κάποιος εκεί πάνω ήταν να μπορεί να πετάξει ή να προσπαθήσει να σκαρφαλώσει τον γκρεμό, αν και κάτι τέτοιο έμοιαζε με αυτοκτονία.

Ο μαύρος δράκος προσγειώθηκε στην κορυφή του γκρεμού, ακριβώς δίπλα από τη μεγάλη τρύπα. Αμέσως ο Νόκτος κράτησε σφιχτά το σπαθί του, ακούμπησε το μέτωπό του στη λεπίδα και είπε χαμηλόφωνα: “Αυτή η μάχη είναι και για σένα Γιάλεκ“.

Οι δύο φίλοι πλησίασαν την τρύπα και κοίταξαν μέσα. “Πφφφ… Απίστευτο!“, είπε ο δράκος εντυπωσιασμένος από το βάθος του ανοίγματος. Από τη μεριά του ο πανύψηλος άντρας δεν είπε απολύτως τίποτα. Μονάχα κοίταζε το χάος της τρύπας με μάτια που πετούσαν φλόγες.

Η ανυπομονησία ήταν έκδηλη στο πρόσωπο του Νόκτου. Καθώς έβλεπε τον ήλιο να χάνεται πίσω από τα βουνά στο βάθος του ορίζοντα, γύρισε και είπε στον μαύρο δράκο: “Τη νύχτα θα κατέβω κάτω. Αν θες μπορείς να φύγεις και να γυρίσεις στο σπίτι σου πίσω στο “Μαγεμένο Δάσος”. Άλλωστε δεν είναι δική σου η μάχη“.

Τότε ο δράκος θύμωσε πάρα πολύ και άρχισε να φυσάει φωτιά τόσο δυνατή που παραλίγο να κάψει τον κακόμοιρο τον Νόκτο που τον κοίταζε σαστισμένος. “Πως τολμάς να μου λες αυτό το πράγμα; Εσύ μου έμαθες την αξία της φιλίας και τώρα με κάνεις στην άκρη; Μαζί ήρθαμε και μαζί θα φύγουμε από εδώ!“, είπε νευριασμένος στον πανύψηλο άντρα.

Ο Νόκτος χαμογέλασε και έγνεψε στον φίλο του οτι συμφωνεί με αυτά που του είπε. Μόλις βγήκε το φεγγάρι γύρισε και είπε στον δράκο: “Ήρθε η ώρα!” και πήδηξε στην πλάτη του ιπτάμενου ερπετού, κρατώντας το πανέμορφο σπαθί του στο ένα του χέρι.

Ο μαύρος δράκος βούτηξε στο σκοτάδι της τεράστιας τρύπας, την ίδια ώρα που ένα ανατριχιαστικό γέλιο απλώθηκε σε όλον τον χώρο. Η Χίλντα τους περίμενε στο τέλος της αβύσσου…

ΤΕΛΟΣ Η’ ΜΕΡΟΥΣ

(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται σε αυτό είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)

ΖΕΥΣ

*Απαγορεύεται ρητά η οποιαδήποτε χρήση, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, φόρτωση (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά του περιεχομένου του δικτυακού τόπου, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη άδεια του etoliko.gr*