Μόνος… Λυτρωμένος… Γεμάτος ανάμεικτα συναισθήματα… Ο Νόκτος είχε ολοκληρώσει την αποστολή του με επιτυχία. Αν μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοια η απώλεια του καλού του φίλου, του μαύρου δράκου.
Ο πανύψηλος άντρας κοίταζε το δόντι του ιπτάμενου ερπετού, αυτό που χρησιμοποίησε για να σκοτώσει τη μάγισσα Χίλντα. Το κράτησε σφιχτά, έσκισε ένα κομμάτι ύφασμα από τον σάκο με τις προμήθειες, το τύλιξε και το έβαλε στην τσέπη του.
“Και τώρα πρέπει να βρω έναν τρόπο για να φύγω από εδώ μέσα“, σκέφτηκε καθώς κοίταζε προς τα πάνω, εκεί που βρισκόταν το άνοιγμα της μεγάλης τρύπας του γκρεμού. Η μοναδική επιλογή του Νόκτου ήταν να αρχίσει να σκαρφαλώνει προς την κορυφή. Κι αν το ανέβασμα στον “Λευκό Γίγαντα” ήταν μία πρόκληση, αυτό εδώ ήταν τουλάχιστον ακατόρθωτο.
Έτσι αποφάσισε οτι για το εγχείρημά του θα έπρεπε να μην έχει καθόλου βάρος μαζί του. Επομένως θα άφηνε τον σάκο με τις προμήθειες εκεί κάτω. Ο Νόκτος προβληματίστηκε γιατί ακόμα κι αν τα κατάφερνε και σκαρφάλωνε μέχρι την κορυφή, είχε ακόμα κάμποσο δρόμο μέχρι να γυρίσει στην παγωμένη λίμνη.
“Ας καταφέρω να βγω από εδώ και θα βρω όσο φαγητό και νερό τραβάει η ψυχή μου“, έλεγε από μέσα του για πάρει κουράγιο και να αρχίσει το σκαρφάλωμα. Παράτησε τον σάκο και ετοιμάστηκε για την ανάβαση αλλά λίγο πριν ξεκινήσει του ήρθε μια ιδέα. Έτσι τον ξαναπήρε στα χέρια του, τον γύρισε και τον άδειασε από το περιεχόμενό του.
Άπλωσε τον σάκο στο έδαφος και τον έκοψε με μία κοφτερή πέτρα σε λωρίδες. Ύστερα τις έδεσε μεταξύ τους, φτιάχνοντας με αυτόν τον τρόπο ένα πρόχειρο σκοινί. Στη μία άκρη τοποθέτησε το δόντι του μαύρου δράκου και το ασφάλισε όσο καλύτερα μπορούσε. Κοίταξε ψηλά, είδε μια ρίζα δέντρου που ξεχώριζε, άρχισε να στριφογυρίζει το σκοινί και το πέταξε με δύναμη.
Μία… Δύο… Τρεις και τα κατάφερε! Το δόντι σφήνωσε για τα καλά στα πυκνά χορτάρια της ρίζας, ο Νόκτος το τράβηξε για να δει αν μπορεί να κρατήσει το βάρος του και μόλις σιγουρεύτηκε ετοιμάστηκε για το σκαρφάλωμα. Ρούφηξε μια τελευταία γουλιά από το υπέροχο κρασί της φωτιάς, έδεσε την άλλη άκρη του σκοινιού γύρω από τη μέση του και ξεκίνησε.
Τα πρώτα μέτρα ήταν πολύ δύσκολα γιατί οι πέτρες ήταν υγρές και ο Νόκτος γλιστρούσε σε κάθε του βήμα. Επειδή το φως του ήλιου δεν έφτανε εκεί κάτω, η υγρασία είχε εξαπλωθεί παντού και είχε μουσκέψει για τα καλά το χώμα και τα βράχια. Όμως ο πανύψηλος άντρας ήταν αποφασισμένος να τα καταφέρει και όχι να πεθάνει στο σκοτεινό λημέρι της γριάς μάγισσας.
Μετά από πολλές πτώσεις και βλαστήμια, ο Νόκτος κατάφερε τελικά να φτάσει εκεί που είχε σφηνώσει το δόντι του δράκου. Κοίταξε προς τα πάνω και απογοητεύτηκε! “Πω, πω, πω… Ατέλειωτο είναι!“, είπε από μέσα του καθώς πάσχισε να ελευθερώσει το σκοινί από τα χόρτα. Αν και δυσκολεύτηκε τελικά τα κατάφερε να το ξεμπλέξει και ετοιμάστηκε για το επόμενο σημείο.
Συνέχισε την ίδια διαδικασία μέχρι που έφτασε, περίπου, εκατό μέτρα από την κορυφή. Τότε ήταν που το δόντι του δράκου έσπασε στα δύο και το σκοινί κόπηκε στη μέση. Ο Νόκτος κρατήθηκε γερά από μία πέτρα και χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο συνέχισε τη δύσκολη ανάβαση. Ένιωθε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν, αλλά η λαχτάρα για να ξαναδεί το σπίτι του ήταν τέτοια που έπαιρνε κουράγιο από τη σκέψη του και προχωρούσε με ακόμα μεγαλύτερο πείσμα.
Όταν, πια, τα κατάφερε και έφτασε πάνω, λιποθύμησε εξαντλημένος και έπεσε σε έναν βαθύ ύπνο, τόσο που έμοιαζε σαν να πέθανε. Ονειρεύτηκε τον Γιάλεκ, το πελώριο πέτρινο φίδι που του χάρισε τα μάτια του για να φτιάξει το σπαθί. Ύστερα μεταφέρθηκε νοητά στο “Μαγεμένο Δάσος“, εκεί που γνώρισε τον καλό του φίλο τον μαύρο δράκο.
Μέσα στη γαλήνη του άκουσε μια γυναικεία φωνή τα του λέει: “Ξύπνα Νοκτε! Πρέπει να γυρίσεις στο σπίτι σου! Ξύπνα!“. Πετάχτηκε όρθιος σαν να τον τσίμπησε κάποια μέλισσα και βρέθηκε μισοθαμμένος κάτω από πολύ χιόνι, το οποίο έπεφτε ασταμάτητα και είχε σκεπάσει τα πάντα γύρω του.
Τίναξε το χιόνι από πάνω του και αμέσως ένιωσε να κρυώνει πάρα πολύ. “Πόσο θα ‘θελα μια γουλιά από το αγαπημένο μου κρασί“, σκέφτηκε καθώς προχωρούσε προς την πίσω πλευρά του γκρεμού. Βρέθηκε σε αδιέξοδο, από τη μία οι απότομες και παγωμένες βουνοπλαγιές και από την άλλη ο ψηλός γκρεμός.
Το ακόμα χειρότερο ήταν οτι σιγά σιγά έπεφτε η νύχτα. Ο Νόκτος ήξερε οτι αν τον έβρισκε το βράδυ εκεί πάνω δεν υπήρχε περίπτωση να επιβιώσει στις χαμηλές θερμοκρασίες. Έψαχνε στα δέντρα για λίγο φαγητό, τίποτα καρπούς ή φρούτα του χειμώνα, οτιδήποτε μπορούσε να τον ζεστάνει.
Και εκεί που ήταν απελπισμένος και έτρεμε σαν το ψάρι έξω από το νερό, άκουσε κάτι που τον έκανε να ανησυχήσει πιο πολύ. Ήταν τα γρυλίσματα μερικών λύκων που ήταν εκεί κοντά και φαίνεται οτι είχαν εντοπίσει τον πανύψηλο άντρα. Αδύναμος, πεινασμένος και εξουθενωμένος, ο Νόκτος περίμενε πια το τέλος του που έμοιαζε να είναι τελικά μακριά από το σπίτι του.
Φαίνεται οτι λιποθύμησε πάλι γιατί όταν άνοιξε τα μάτια του είχε ξημερώσει. Ο Νόκτος κοίταξε γύρω του και έμεινε με ανοιχτό το στόμα! Μια αγέλη από λύκους, αντί να χιμήξουν και να τον φάνε, εκείνοι από την πλευρά τους τον περικύκλωσαν και κοιμήθηκαν στο πλάι του. Τον κρατούσαν ζεστό όλη τη νύχτα για να μην πεθάνει…
Ο πανύψηλος άντρας αναγνώρισε έναν από τους λύκους. Είχε ένα χαρακτηριστικό σημάδι στην κορυφή του κεφαλιού του. Ήταν μια πληγή που αποκόμισε, περίπου, δύο βδομάδες νωρίτερα. Τότε που ο Νόκτος, για να προστατέψει το φαγητό του από μία αγέλη λύκων, χτύπησε έναν από αυτούς με ένα παλούκι στο κεφάλι…
“Τελικά δεν μου κρατάς κακία, ε;“, είπε ο Νόκτος στον σημαδεμένο λύκο, χαϊδεύοντας στοργικά τα αυτιά του ζώου. “Αφού ανεβήκατε εδώ πάνω, τότε σίγουρα υπάρχει δρόμος και για να κατεβείτε από δω. Άντε λοιπόν!“, φώναξε στη αγέλη και οι λύκοι άρχισαν να τρέχουν ενθουσιασμένοι.
Όντως υπήρχε ένα πολύ στενό, κατηφορικό μονοπάτι, το οποίο ήταν θαμμένο κάτω από το χιόνι. Ο Νόκτος ακολούθησε τα ζώα και πρόσεχε κάθε του βήμα γιατί υπήρχαν μερικά σημεία κούφια, με κάτι τεράστιες τρύπες που αν έπεφτε μέσα τότε θα χανόταν στα σίγουρα.
Μετά από πολλές ώρες ο πανύψηλος άντρας έφτασε στους πρόποδες του βουνού. Ευχαρίστησε τους λύκους για την πολύτιμη βοήθειά τους και συνέχισε στο δρόμο του γυρισμού. Αν περπατούσε ασταμάτητα τότε σε δύο μέρες το πολύ θα έφτανε στο σπίτι του στην άκρη της παγωμένης λίμνης.
Το πρόβλημά του πια ήταν το νερό και το φαγητό. Τελευταία φορά που έφαγε ήταν μαζί με τον μαύρο δράκο, μία μέρα πριν φτάσουν στο λημέρι της καταραμένης μάγισσας. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του Νόκτου μόλις θυμήθηκε τον γενναίο του φίλο, ο οποίος θυσιάστηκε για να τον βοηθήσει.
Ευτυχώς δεν άργησε να βρει μια βατομουριά και έφαγε τόσο μέχρι που πρήστηκε η κοιλιά του. Λίγο πιο δίπλα ανακάλυψε μια πηγή με καθαρό, κρυστάλλινο νερό που έφτανε από τις κορυφές των βουνών. Χόρτασε τη δίψα του και συνέχισε το ταξίδι. Επόμενος σταθμός το σπίτι του, η ζεστή του φωλιά που τόσο του είχε λείψει.
Εξαντλημένος στο τέλος της δεύτερης μέρας από τότε που ξεκίνησε για την παγωμένη λίμνη, ο Νόκτος είδε επιτέλους, μακριά στο βάθος του λευκού ορίζοντα, το αγαπημένο του σπίτι. Ήθελε να τρέξει αλλά δεν μπορούσε. Ήταν τόσο κουρασμένος από την αϋπνία και το περπάτημα που νόμιζε οτι θα καταρρεύσει από στιγμή σε στιγμή.
Όμως ήταν τέτοια η λαχτάρα του να κάτσει μπροστά από το πελώριο τζάκι του και να απολαύσει μερικά κάστανα, που έσφιξε τα δόντια και συνέχισε. Φτάνοντας στο κατώφλι της πόρτας παρατήρησε πατημασιές με λάσπες στα ξύλινα σκαλοπάτια. “Θα πέρασε κανένας περίεργος λογικά“, σκέφτηκε με το θολωμένο του μυαλό.
‘Ανοιξε την πόρτα, έκανε να μπει μέσα και… χράπ! Το πόδι του πιάστηκε σε μια παγίδα για αρκούδες. Ο Νόκτος ούρλιαξε από τον πόνο και προσπάθησε μάταια να ελευθερώσει το πόδι του, από το οποίο έτρεχε το αίμα σαν ποτάμι. Και ξαφνικά ένιωσε ένα χτύπημα στο κεφάλι και όλα σκοτείνιασαν…
Ξύπνησε ανάμεσα σε καπνό και φωτιά. Ο ιδρώτας έτρεχε αργά και βασανιστικά στο μέτωπό του. Βρισκόταν δεμένος χειροπόδαρα σε έναν μεγάλο κορμό δέντρου και στα πόδια του υπήρχαν πολλά ξερά κλαδιά που είχαν αρπάξει για τα καλά. Ήταν μια εικόνα βγαλμένη από τα κυνήγια των μαγισσών και τα βασανιστήρια της Ιεράς Εξέτασης.
Τότε μόνο ο Νόκτος κατάλαβε τι είχε γίνει και χαμογέλασε πικρά. Οι ντόπιοι είχαν πάει σπίτι του και είχαν βρει τους τάφους των δύο αγοριών που είχε δολοφονήσει το τέρας. Του έστησαν ενέδρα και τον έπιασαν για να τον κάψουν ζωντανό, τον θεωρούσαν υπεύθυνο για το κακό που είχε συμβεί.
Ο πανύψηλος άντρας δεν προσπάθησε να τους αλλάξει γνώμη. Ήξερε οτι οι άνθρωποι δεν θα καταλάβαιναν, δεν θα τον συγχωρούσαν αλλά ούτε και θα τον πίστευαν οτι η μάγισσα Χίλντα φταίει για όλα. Έπρεπε να πεθάνει…
Μόλις η φωτιά άρχισε να πυκνώνει γύρω του, ο Νόκτος έκλεισε τα μάτια. Στο μυαλό του ήρθαν όλες οι εικόνες από την περιπέτεια που έζησε. Από τον “Λευκό Γίγαντα” στη σπηλιά του Γιάλεκ του πέτρινου φιδιού. Και από το “Μαγεμένο Δάσος” και τη συνάντηση με τον μαύρο δράκο μέχρι το λημέρι της μάγισσας Χίλντα.
Ο πόνος που ένιωθε από τις φλόγες που έκαιγαν τη σάρκα του ήταν προσωρινός. Σε πολύ λίγο ο Νόκτος θα έσμιγε ξανά με τον Γιάλεκ και τον φίλο του τον δράκο. Σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό, ψιθύρισε αδύναμα: “Καλή αντάμωση φίλοι μου” και ξεψύχησε.
ΤΕΛΟΣ
(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται σε αυτό είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)
ΖΕΥΣ
*Απαγορεύεται ρητά η οποιαδήποτε χρήση, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, φόρτωση (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά του περιεχομένου του δικτυακού τόπου, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη άδεια του etoliko.gr*