Το φως της κουζίνας άνοιξε και πάλι από μόνο του και την ίδια στιγμή ακούστηκαν ξανά χτυπήματα στην εξώπορτα. Επηρεασμένος από το βιβλίο που διάβαζες σκέφτηκες για μια στιγμή χαζομάρες για πνεύματα και στοιχειά. Όμως γρήγορα συνήλθες, έκλεισες για ακόμα μία φορά το φως της κουζίνας, κοίταξες να δεις αν είναι κανένας στην πόρτα της εισόδου και επέστρεψες στο σαλόνι.
Έκανε κρύο… Πολύ κρύο λες και η σόμπα ήταν σβηστή. Κοίταξες την ένδειξη της θερμοκρασίας και αυτή είχε πέσει στους δεκαπέντε βαθμούς Κελσίου. Τη σκούντησες με το πόδι, ένας εντελώς άχρηστος τρόπος για να δεις αν το μηχάνημα λειτουργεί σωστά.
Μην μπορώντας να κάνεις τίποτα περισσότερο ξάπλωσες ξανά στον καναπέ του σαλονιού, τυλίχτηκες με την κουβέρτα σφιχτά και συνέχισες το διάβασμα. Όμως η ηρεμία στο σπίτι μας δεν κράτησε για πολύ. Ένας θόρυβος τράβηξε και πάλι την προσοχή σου. Γνώριμος θόρυβος, αυτός που κάνει η μπαλκονόπορτα όταν κουνιέται από τον αέρα.
Τρόμαξες! Και πως να μην το κάνεις άλλωστε; Ο ίδιος έκλεισες όλες τις μπαλκονόπορτες του σπιτιού μας προτού κάτσεις στον καναπέ. Σηκώθηκες διστακτικά, φώναξες ένα τρομαγμένο “είναι κανείς εκεί;” για να πάρεις κουράγιο αφού δεν πήρες απάντηση και πήγες να δεις τι συμβαίνει.
Στο δωμάτιο που βρίσκεται απέναντι από το μπάνιο, από εκεί ερχόταν ο θόρυβος. Πράγματι η μπαλκονόπορτα ήταν ορθάνοιχτη και χτυπούσε στον τοίχο εξαιτίας του αέρα. Την έκλεισες νευρικά και μάλιστα, για να είσαι σίγουρος οτι δεν θα συμβεί τίποτα καινούργιο, έκλεισες και την πόρτα του δωματίου.
Έκανες να γυρίσεις στο σαλόνι και άκουσες άλλη μπαλκονόπορτα να κάνει θόρυβο. Αυτή τη φορά ο ήχος ερχόταν από το δωμάτιο που βρισκόταν αμέσως πριν την κουζίνα. Το ίδιο σκηνικό με το προηγούμενο, έκλεισες πρώτα τη μπαλκονόπορτα κι ύστερα την πόρτα του δωματίου.
Ταραγμένος όπως ήσουν πήγες μέχρι το ψυγείο για να πάρεις μία παγωμένη μπύρα. Δεν έπινες συχνά αλκοόλ και έτσι, κάθε φορά που ρούφαγες ένα κουτάκι, ένιωθες τη ζαλάδα και τη χαλαρότητα να κυριεύουν το μυαλό και το κορμί σου. Όπως επίσης και τη θερμοκρασία του σώματός σου να ανεβαίνει αμέσως…
Από κεκτημένη ταχύτητα έκλεισες και την πόρτα της κουζίνας. Συνέχισες προς το σαλόνι και στα μισά της διαδρομής σταμάτησες. Δεν ακουγόταν απολύτως τίποτα, ούτε καν ο αέρας που λυσσομανούσε έξω. Καλά καλά δεν μπορούσες να ακούσεις ούτε την ίδια σου την αναπνοή, λες και τα αυτιά σου είχαν χάσει την αίσθησή τους.
Έριξες λίγο νερό στο πρόσωπό σου για να συνέλθεις. Μόλις κοίταξες στον καθρέφτη είδες την πόρτα του σαλονιού να είναι κλειστή. Ανατρίχιασες και σκέφτηκες οτι δεν είναι δυνατόν να είναι όλα συμπτώσεις, όσο κι αν δεν ήθελες να το πιστέψεις. Αφού το θυμάσαι πεντακάθαρα, δεν την πείραξες την πόρτα όταν έφυγες από το δωμάτιο.
Βγήκες διστακτικά από το μπάνιο και πήγες στο σαλόνι. Ακούμπησες το αυτί σου στην κλειστή πόρτα και προσπάθησες να ακούσεις. Ήσουν σίγουρος οτι άκουσες δύο φωνές, δύο αντρικές φωνές, να μιλάνε σε μία γλώσσα τελείως άγνωστη σε σένα.
Αν και άθρησκος, έκανες τον σταυρό σου και άνοιξες την πόρτα. Τίποτα… Όλα ήταν όπως τα είχες αφήσει. Το τασάκι στο τραπεζάκι, το βιβλίο ανοιχτό στον καναπέ. Ρούφηξες κάμποση από τη μπύρα και κάθισες λιγάκι να ηρεμήσεις. Τι στο διάολο συμβαίνει; Μήπως είσαι τόσο κουρασμένος που δεν ξέρεις τι ακούς και τι βλέπεις; Κούνησες το κεφάλι σου σκεπτικός…
Ο ήχος από το τασάκι που έπεσε στο πάτωμα σε τρόμαξε και πετάχτηκες όρθιος στον αέρα. Πρέπει να σε πήρε ο ύπνος στον καναπέ όσο διάβαζες το βιβλίο. Κοίταξες το ρολόι σου και ξαφνιάστηκες. Τρεις και μισή τα ξημερώματα… Κοιμήθηκες πάνω από δύο ώρες αλλά τώρα που ξύπνησες κρυώνεις πάρα πολύ.
Η σόμπα ήταν σβηστή και βγαλμένη από την πρίζα. Την ίδια στιγμή το αστέρι – φωτιστικό του σαλονιού τρεμόπαιζε. Το σκηνικό ήταν πολύ τρομακτικό! Σηκώθηκες από τον καναπέ και άναψες τη σόμπα… Φαίνεται οτι ήταν τόσο χαμηλή η θερμοκρασία, που η οθόνη της σόμπας πρέπει να είχε κολλήσει στους δώδεκα βαθμούς. Αλλά το κρύο ήταν πολύ περισσότερο…
Άκουσες θόρυβο από την τραπεζαρία. Σαν κάποιος να έτρωγε και να ακούγονταν τα μαχαιροπήρουνα. Μπήκες στο δωμάτιο και δεν υπήρχε τίποτα απολύτως. Κοίταξες στον μεγάλο καθρέφτη και έμεινες στη θέση σου παγωμένος, δεν μπορούσες ούτε να κουνήσεις τα μάτια σου από το σοκ!
Στις άδειες καρέκλες περιμετρικά του τραπεζιού έβλεπες κόσμο, άγνωστους ανθρώπους, να τρώνε και να πίνουν. Όλοι τους σταμάτησαν οτι έκαναν και σαν σε χορογραφία, γύρισαν τα κεφάλια τους και σε κοίταζαν κατάματα. Τι τρομάρα ήταν αυτή που πήρες… Εκείνα τα μαύρα, άδεια από συναισθήματα μάτια…
Ούρλιαξες σαν φοβισμένο πιτσιρίκι. Έτριψες τα μάτια σου με μανία και ξανακοίταξες τον καθρέφτη. Οι άγνωστοι της τραπεζαρίας είχαν σηκωθεί από τις θέσεις τους και σε πλησίαζαν με τα χέρια τεντωμένα προς το μέρος σου. Όλοι τους είχαν ένα παράξενο, ανατριχιαστικό χαμόγελο σχηματισμένο στα χείλη τους.
Έτρεξες προς το μπάνιο. Μπήκες μέσα και κλείδωσες την πόρτα. Περίμενες μήπως γίνει τίποτα και μόλις πέρασε κανένα μισάωρο, έβγαλες τα ρούχα σου και έκανες ένα κρύο ντους για να συνέλθεις. Την ώρα που σκούπιζες το κορμί σου με την πετσέτα, κάποιος χτύπησε την πόρτα δυνατά και ύστερα έκλεισε το φως του μπάνιου.
Τρόμαξες τόσο πολύ που λιποθύμησες… Όταν πια άνοιξες τα μάτια σου, η πόρτα του μπάνιου ήταν ορθάνοιχτη και το φως αναμμένο. Σηκώθηκες με δυσκολία γιατί είχες χτυπήσει τη μέση σου όταν έπεσες ξερός στο πάτωμα. Ντύθηκες στα γρήγορα και ετοιμάστηκες να φύγεις από το σπίτι μας.
Με το που βγήκες στο μικρό χολ της εισόδου, όλα τα φώτα του σπιτιού μας άρχισαν να αναβοσβήνουν και οι μπαλκονόπορτες να χτυπάνε με λύσσα. Ήσουν πλέον σίγουρος οτι δεν ήταν ο αέρας αυτός που έφταιγε για τα παράξενα περιστατικά με τους θορύβους και τις πόρτες που ανοιγόκλειναν.
Άκουσες έναν ήχο πολύ παράξενο, κάτι σου θύμιζε αλλά δεν σου ερχόταν στο μυαλό. Κράτησες την αναπνοή σου για να ακούσεις καλύτερα. Απίστευτο! Ήταν ο ήχος από πέταλα αλόγων… Μόνο που μέσα στο σπίτι μας δεν υπήρχε κανένα ζώο εκτός ίσως από μερικές κατσαρίδες και κανένα ποντίκι.
Μέσα στην ταραχή σου έτρεξες μέχρι τον “χώρο υποδοχής” και κοίταξες τον πίνακα στον τοίχο. Ήταν μία εικόνα στην οποία μπορούσες να δεις το ρυάκι που διέσχιζε την εξοχή, τα μεγάλα δέντρα στο πλάι της μικρής γέφυρας που περνούσε πάνω από το ρυάκι. Όμως κάτι έλειπε από τον πίνακα, κάτι που κανονικά βρισκόταν μπροστά από τη γέφυρα…
Έλειπαν οι δύο αναβάτες και τα άλογά τους. Δύο άντρες με ένδυση που θύμιζε τη Γαλλία του 18ου αιώνα, ο ένας με κόκκινα ρούχα και ο άλλος με πράσινα, οι οποίοι έκαναν την απογευματινή τους βόλτα. Φαίνεται πως… αποφάσισαν να τη συνεχίσουν στο σπίτι μας…
Σοκαρισμένος, τρομοκρατημένος, έκανες και πάλι το σταυρό σου και άρχισες να παρακαλάς τον Θεό να σε βοηθήσει. Κάποιος να σε γλιτώσει από όλη αυτή την παραφυσική φρίκη που βίωνες. Και τότε ήταν που όλοι οι θόρυβοι σταμάτησαν και τα φώτα έπαψαν να αναβοσβήνουν. Η άσπρη πόρτα στα αριστερά του μικρού χολ μόλις είχε ανοίξει…
ΤΕΛΟΣ Β’ ΜΕΡΟΥΣ
(Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται σε αυτό είναι τυχαία και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα)
ΖΕΥΣ
*Απαγορεύεται ρητά η οποιαδήποτε χρήση, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, φόρτωση (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά του περιεχομένου του δικτυακού τόπου, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη άδεια του etoliko.gr*