Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας παπάς, ένας δήμαρχος και μία… παιδική χαρά! Ζούσαν σε μια χώρα πολλή όμορφη και πιο συγκεκριμένα σε έναν τόπο μικρό αλλά γεμάτο υπέροχες μεριές, τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα.
Οι άνθρωποι που κατοικούσαν αυτόν τον τόπο ήταν πότε φανταστικοί και πότε σκατόψυχοι. Μέτρο δεν υπήρχε εκεί πέρα, το άκρο βασίλευε στον τόπο. Χαμογελαστοί και από την άλλη μοχθηροί, ανέκφραστοι στο πρόσωπο αλλά γεμάτοι χρώματα στην ψυχή. Πουθενά δεν μπορούσες να τους πιάσεις…
Αυτή η παράλογη… λογική, εκείνη δηλαδή των άκρων και του καθόλου μέτρου, δεν ήταν γνώρισμα μόνο των απλών πολιτών του τόπου. Το “μικρόβιο” είχε περάσει και στους ιερείς της περιοχής αλλά και στους δημάρχους και τους κοινοτάρχες. Άλλοι το πρωί φορούσαν το σταυρό και το βράδυ έκαναν τους έμπορους και τους κτηνοτρόφους, άλλοι υπόσχονταν τα μύρια όσα στο λαό και στο τέλος του έδειχναν τον κ*λο τους πριν κάτσουν στην καρέκλα.
Η ουσία ήταν μία. Λίγο πολύ όλοι τους έμοιαζαν μεταξύ τους μπολιασμένοι με τα ίδια ελαττώματα αλλά σε διαφορετική βάση. Γιατί άλλο ο ψαράς και άλλο ο παπάς, άλλο ο ταβερνιάρης και άλλο ο κοινοτάρχης, άλλο ο έμπορος και άλλο ο δήμαρχος. Γιατί τα μεν επαγγέλματα επηρεάζουν τις ζωές μόνο εκείνων που τα κάνουν, τα δε “λειτουργήματα” επηρεάζουν τις ζωές όλων.
Έτσι και η παρακάτω ιστορία αναδυκνύει στο μέγιστο βαθμό το παραπάνω…
Όπως και στην αρχή… ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας παπάς, ένας δήμαρχος και μια παιδική χαρά. Υπήρχε ένα οικόπεδο, κάπου μέσα στην μικρή αυτή πόλη. Στο μέρος που βρισκόταν, τριγύρω δηλαδή, υπήρχαν σπίτια, μαγαζιά και ένα ιδιωτικό πάρκινγκ.
Αυτό το οικόπεδο αποτελούσε περιουσία της μιας εκκλησίας του τόπου. Και έφτασε η ώρα που ο ιερέας αυτής αποφάσισε να το αξιοποιήσει για το καλό της νεολαίας. Αποφάσισε δηλαδή να το κάνει μια παιδική χαρά για να χαίρονται παίζοντας οι νεαροί κάτοικοι του τόπου.
Έτσι ένα ωραίο πρωί, ο παπάς και μερικοί παρατρεχάμενοί του, πήγαν και βρήκαν τον δήμαρχο και του ζήτησαν το εξής. “Δήμαρχε θέλουμε τη βοήθειά σου! Σκεφτήκαμε να πάρουμε εκείνο το οικόπεδο που βρίσκεται μέσα στο στενό και να το κάνουμε παιδική χαρά. Μια παιδική χαρά που θα παίζουν τα παιδιά των ανθρώπων της ενορίας μας“.
Ο δήμαρχος τους είπε: “Και από μένα τι χρειάζεστε; Δικό σας είναι το οικόπεδο, μπορείτε να κάνετε οτι τραβάει η ψυχή σας“. Τότε ο παπάς του είπε: “Δήμαρχε θέλουμε να μας δώσεις χρήματα για να το κάνουμε. Δεν φτάνουν αυτά της εκκλησίας“.
Όμως ο δήμαρχος τη μυρίστηκε τη δουλειά και πρότεινε από τη μεριά του: “Λοιπόν ακούστε να δείτε πως θα γίνει το πράγμα. Η εκκλησία θα παραχωρήσει το οικόπεδο στο δήμο και εμείς θα αναλάβουμε εξ ολοκλήρου το έργο και θα φτιάξουμε μια παιδική χαρά ανοιχτή σε όλα τα παιδιά του τόπου και όχι μόνο σε αυτά των οικογενειών της ενορίας σας“.
Αλλά αυτό δεν άρεσε στον παπά ο οποίο έκανε την δική του πρόταση. “Δήμαρχε δεν είναι έτσι τα πράγματα. Εμείς αυτό που θέλουμε είναι να μας φτιάξετε την παιδική χαρά και το οικόπεδο να μείνει στην εκκλησία, εκεί που ανήκει“.
Όπως καταλαβαίνετε δεν υπήρξε ποτέ καμία συμφωνία ανάμεσα στον δήμαρχο και τον παπά και έτσι αυτή η παιδική χαρά δεν έγινε ποτέ…
( Η παραπάνω ιστορία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στο Αιτωλικό και το Μεσολόγγι)
Μιχάλης Βελτσίστας
*Απαγορεύεται ρητά η οποιαδήποτε χρήση, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, φόρτωση (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά του περιεχομένου του δικτυακού τόπου, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη άδεια του etoliko.gr*