“Σόδες να πάρεις“, φώναξε η κυρά στον άντρα της καθώς εκείνος έφευγε από το σπίτι. Γιατί όπως λέει και ο θυμόσοφος λαός: “των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν μαγειρεύουν” και εκείνη τη μέρα από μαγείρεμα, άλλο τίποτα.
Πως θα μπορούσε άλλωστε να ξεχάσει κανείς το περσινό τραπέζι. Τότε που από το πολύ φαγητό κόντεψε να πεθάνει από βαρυστομαχιά ο άντρας της κυράς. Και την ίδια στιγμή είχε σωθεί όλη η μαγειρική σόδα εξαιτίας των προετοιμασιών για το τραπέζι. Στο παρά τρίχα τη γλίτωσε ο μπαγάσας…
Γι’ αυτό και η υπενθύμιση περί σοδών, για να μην δούμε το ίδιο έργο και τη φετινή χρονιά. Το φαγητό θα είναι και πάλι πολύ, λες και όλο τον προηγούμενο χρόνο δεν υπήρχαν τα προβλήματα που υπάρχουν σε κάθε σπίτι. Καθόλου δουλειά, καθόλου λεφτά, επίδομα στο επίδομα και πάλι απ’ την αρχή.
Λες και αυτές τις ώρες, ως δια μαγείας, όλα τα άλλα αχνοφαίνονται και το μόνο που μπορείς να διακρίνεις είναι το ατέλειωτο φαγητό πάνω στο τραπέζι. Ούτε τράπεζες, ούτε ρεύμα, ούτε νοίκι, ούτε δουλειές, τίποτα απολύτως. Όλα αυτά έστω και για λίγες στιγμές χάνονται από τον χάρτη.
Έτσι και ο άντρας της κυράς, κόντρα σε όλες τις συνήθειές του, έβαλε παντελόνι και πουκάμισο, φόρεσε τα γυαλισμένα του παπούτσια και πήγε προς την πλατεία. Πλησίασε την εκκλησία και κάθισε στο απέναντι μαγαζί. Πέρασε την ώρα του κουβεντιάζοντας με κάθε γνωστό και φίλο που περνούσε από το σημείο.
Δηλαδή ακριβώς το αντίθετο από αυτό που κάνει τον υπόλοιπο χρόνο. Συνέχεια φωνές και τσακωμοί με τους άλλους, πότε για τη δουλειά και πότε από εγωισμό, απογοήτευση, νεύρα στο σπίτι δίχως λόγο κι αφορμή. Η ζοφερή καθημερινότητα σε όλο της το μεγαλείο. Και μόλις ξημερώσει ο ήλιος όλα ξαναρχίζουν.
Ο ήλιος δύει και η νύχτα κάνει την εμφάνισή της ως η απόλυτη πρωταγωνίστρια. Αυτή περιμένουν όλοι γιατί μόλις εκείνη έρθει, τότε αυτό σημαίνει οτι πλησιάζει και η μεγάλη ώρα. Η ώρα για να φτάσουμε ακόμα πιο κοντά στο μεγάλο τραπέζι και στο ατέλειωτο φαγοπότι.
Ο άντρας της κυράς σηκώνεται από τη θέση του και στριμώχνεται στο πλήθος. Θέλει κι αυτός να δει, να ακούσει τα λόγια, να σηκώσει ψηλά το χέρι. “Χριστός Ανέστη“, ψέλνει ο παπάς και όλοι τον ακολουθούν. Μαζί και εκείνος, αν και δεν του άρεσαν τα πλήθη και οι πολλοί άνθρωποι, ακόμα κι αν τον λέρωσε με λίγο κερί ο διπλανός του, τραγούδησε τα λόγια και ξεκίνησε για το σπίτι.
Φτάνει στην εξώπορτα, σχηματίζει τον σταυρό με τη φλόγα και μπαίνει μέσα. Φιλάει τη γυναίκα του, κάτι που δεν το κάνει και τόσο συχνά, της εύχεται όλα τα καλά και δίνει εντολή να κάτσουν να φάνε. Όλα μοιάζουν ιδανικά…
“Καλά μωρέ, σόδες δεν έφερες;“, τον ρώτησε η κυρά. Εκείνος σταμάτησε να τρώει, νευριασμένος, κοίταξε μία το ρολόι του και μία το ταβάνι, ρίχνοντας μερικές χριστοπαναγίες με μπουκωμένο το στόμα.
Καλό Πάσχα σε όλους!!!
Μιχάλης Βελτσίστας
*Απαγορεύεται ρητά η οποιαδήποτε χρήση, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, φόρτωση (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά του περιεχομένου του δικτυακού τόπου, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη άδεια του etoliko.gr*